Σοβαρές δυσκολίες, όπως φαίνεται, αντιμετωπίζει ο Λευκός Οίκος στην προσπάθειά του να συγκροτήσει ένα «πλατύ, πολυεθνικό συνασπισμό» που θα διεξάγει τον πόλεμο εναντίον των τζιχαντιστών του Ισλαμικού κράτους στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Οι υπαρκτές αντιθέσεις, τα ανταγωνιστικά και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, οι μεγάλες δυσκολίες, οι κίνδυνοι και οι συνέπειες που εγκυμονεί αυτός ο πόλεμος, που θα είναι αναμφίβολα παρατεταμένος και αιματηρός, κάνουν τους εν δυνάμει εταίρους των Αμερικάνων σκεπτικούς, επιφυλακτικούς έως και απρόθυμους να αναλάβουν σοβαρό ρόλο σ’ αυτόν τον πόλεμο.
Στις 11 Σεπτέμβρη, ο αμερικάνος υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, μετά την περιοδεία του στις αραβικές πρωτεύουσες, ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε την υποστήριξη δέκα αραβικών χωρών, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Ιράκ, του Λιβάνου και των έξι χωρών του Κόλπου, μεταξύ των οποίων της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, χωρίς να διευκρινίσει το ρόλο που θα αναλάβει η καθεμιά. Μέχρι στιγμής, περίπου 40 χώρες έχουν δηλώσει τη συμμετοχή τους στο συνασπισμό, από τις οποίες γύρω στις 20 πήραν μέρος στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών στο Παρίσι στις 15 Σεπτέμβρη, όπου συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν «όλα τα αναγκαία μέσα» στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους. Δηλαδή, κάμποσες δηλώσεις συμμετοχής, αρκετά λιγότερες παρουσίες στη σύνοδο του Παρισιού και τίποτα συγκεκριμένο μέχρι στιγμής. Μόνο η Γαλλία έχει δηλώσει ότι θα πάρει μέρος στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον στόχων του Ισλαμικού Κράτους στο έδαφος του Ιράκ αλλά όχι στη Συρία. Η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι δεν θα πάρει μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη διευκρινίσει τη στάση της, η κυβέρνηση της Αυστραλίας δήλωσε ότι θα στείλει 600 στρατιώτες, ενώ ο Τζον Κέρι ανακοίνωσε ότι κάποιες αραβικές χώρες θα συμμετέχουν στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, χωρίς να τις κατονομάσει.
Παροπλισμένη η Τουρκία
Η Τουρκία, η οποία έχει εκτεταμένα σύνορα με το Ιράκ και τη Συρία και κατά συνέπεια με τα κατειλημμένα από το Ισλαμικό Κράτος εδάφη των χωρών αυτών, είναι τυπικά εντός αλλά ουσιαστικά εκτός συνασπισμού, αφού έχει απορρίψει όχι μόνο οποιαδήποτε συμμετοχή σε στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά και τη χρήση των στρατιωτικών της βάσεων για αμερικάνικες αεροπορικές επιθέσεις, παρά μόνο για ανθρωπιστικές πτήσεις. Γιατί ανησυχεί για τα αντίποινα και τις συνέπειες που θα προκαλέσει η συμμετοχή της στον πόλεμο, καθώς 49 Τούρκοι που συνελήφθησαν στο τουρκικό Προξενείο της Μοσούλης και 31 οδηγοί νταλίκας είναι όμηροι στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους, ενώ παράλληλα είναι βέβαιο ότι υπάρχει άγνωστος αριθμός πυρήνων του Ισλαμικού Κράτους καθώς και συμπαθούντων στο έδαφός της. Αλλά και γιατί φοβάται την ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων στο τουρκικό Κουρδιστάν λόγω του αναβαθμισμένου ρόλου των Κούρδων του Ιράκ στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους, οι οποίοι παραμένουν προσηλωμένοι στο στόχο της δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Ο ρόλος του Ιράν
Εκτός συνασπισμού βρίσκεται τυπικά το Ιράν, κατ’ απαίτηση προφανώς του «προαιώνιου» αντιπάλου του, της Σαουδικής Αραβίας. Στην πραγματικότητα όμως έχει ήδη αναλάβει σημαντικό ρόλο έχοντας αποστείλει στρατιωτικούς συμβούλους και υποστηρίζοντας στρατιωτικά όχι μόνο τον ιρακινό στρατό και τις σιιτικές πολιτοφυλακές αλλά και τους Κούρδους Πεσμεργκά στις επιθέσεις κατά των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους. Στη σύνοδο της 15ης Σεπτέμβρη στο Παρίσι, στην ομιλία του ο γάλλος πρόεδρος επεσήμανε ότι «το Ιράν θα μπορούσε να είναι σύμμαχος ενάντια σε ένα κοινό εχθρό, αν παραμένει πιστό στις αρχές που επιτρέπουν έναν ειλικρινή και χρήσιμο διάλογο». Είχε προηγηθεί δήλωση του ανώτατου ηγέτη του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενέι ότι οι ΗΠΑ είχαν ζητήσει από την Τεχεράνη να πάρει μέρος στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, αλλά η πρόταση απορρίφτηκε γιατί δεν είναι «καθαρές οι προθέσεις» της Ουάσιγκτον. Απαντώντας ο Τζον Κέρι έκανε στροφή 180 μοιρών δηλώνοντας ότι «δεν θα έκλεινε ποτέ την πόρτα σε κάτι που μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα, αν υπάρχει τρόπος να το κάνει», επιβεβαιώνοντας έτσι αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, δηλαδή τη σιωπηλή συναίνεση του Λευκού Οίκου στον κρίσιμο ρόλο που παίζει στρατιωτικά αυτή τη στιγμή η Τεχεράνη στο Ιράκ, η οποία πιθανότατα συνοδεύεται από κάποιο βαθμό συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ τους.
Ταυτόχρονα βέβαια το Ιράν υποστηρίζει το καθεστώς Ασαντ, το οποίο οι Αμερικάνοι θέλουν να ρίξουν (καθώς και τη Χεσμπολά στο Λίβανο και τη Χαμάς), αλλά και την ιρακινή κυβέρνηση την οποία υποστηρίζουν και οι Αμερικάνοι. Ολα αυτά επιβεβαιώνουν πόσο πολύπλοκη είναι η κατάσταση στην περιοχή και τους κινδύνους ευρύτερης ανάφλεξης που εγκυμονεί.
Τι συμβαίνει στο Ιράκ
Παρά την αντικατάσταση του διαβόητου Μαλίκι από το νέο πρωθυπουργό Χαϊντέρ αλ Αμπάντι, που προέρχεται από το ίδιο σιιτικό κόμμα με τον Μαλίκι, και το σχηματισμό νέας «περιεκτικής», όπως απαιτούσαν οι Αμερικάνοι, κυβέρνησης, η ιρακινή κυβέρνηση παραμένει αδύναμη και ασταθής. Ο Ομπάμα σε όλες τις δηλώσεις του μέχρι τώρα επέμενε ότι η πολυεθνική στρατιωτική επέμβαση θα περιοριστεί σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς που θα ανοίγουν το δρόμο σε χερσαίες εγχώριες συνεργαζόμενες στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες θα καταλαμβάνουν το έδαφος από το οποίο θα απωθούνται και θα αποσύρονται οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους.
Ποιες είναι όμως αυτές οι δυνάμεις;
Είναι κατ’ αρχήν ο ιρακινός στρατός, για τον οποίο ο στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσι, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού των ΗΠΑ, δήλωσε (17/9/14) ότι οι μισές από τις 50 ταξιαρχίες του είναι ανίκανες να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ για να πάρουν πίσω τα εδάφη που έχει κερδίσει το Ισλαμικό Κράτος στο δυτικό και βόρειο Ιράκ και ότι οι άλλες μισές χρειάζεται να συγκροτηθούν εκ νέου με αμερικάνικη εκπαίδευση και πρόσθετο εξοπλισμό.
Είναι οι ισχυρές σιιτικές πολιτοφυλακές, οι οποίες μαζί με δυνάμεις του ιρακινού στρατού κατάφεραν να σταματήσουν την προέλαση των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους προς τη Βαγδάτη, οι οποίες όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεργαστούν με τους Αμερικάνους, όταν μάλιστα ο θρησκευτικός ηγέτης των σιιτών στο Ιράκ, ο Μοκτάντα αλ – Σαντρ, κάλεσε για το αντίθετο.
Είναι η ένοπλη δύναμη των Κούρδων, οι Πεσμεργκά, οι οποίοι μαζί με τις σιιτικές πολιτοφυλακές και δυνάμεις του ιρακινού στρατού κατάφεραν να εμποδίσουν την κατάληψη της πρωτεύουσας του ιρακινού Κουρδιστάν Αρμπίλ από το Ισλαμικό Κράτος και να ξανακερδίσουν κάποια εδάφη που είχαν καταληφθεί από τους μαχητές του, με την υποστήριξη βέβαια των αμερικάνικων αεροπορικών βομβαρδισμών. Ωστόσο, οι πιθανότητες να ρίξουν τις περιορισμένες δυνάμεις τους σε συγκρούσεις σε σουνιτικές και σιιτικές επαρχίες του Ιράκ είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες, γιατί αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να κρατήσουν και να προστατέψουν τα εδάφη τους, με στόχο πάντα τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
Παράλληλα, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Reuters» (16/9/14), βρίσκονται σε εξέλιξη επαφές και διαπραγματεύσεις Αμερικάνων και ιρακινών αξιωματούχων με σουνίτες φύλαρχους με στόχο την ανασυγκρότηση σουνιτικών πολιτοφυλακών που θα συνεργαστούν στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Ενας από τους ισχυρότερους φύλαρχους που παίζει διαμεσολαβητικό ρόλο σ’ αυτές τις διεργασίες είναι ο Αχμέντ Αμπού Ρίσα, ο οποίος υπήρξε επικεφαλής του διαβόητου κινήματος των «Επαγρυπνούντων», που πολέμησε την Αλ Κάιντα στο Ιράκ, με την στρατιωτική υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των Αμερικάνων.
Ομως, όπως επισημαίνει το προαναφερόμενο ρεπορτάζ, «το σχέδιο δεν είναι καθόλου εύκολο, καθώς πολλοί σουνίτες θεωρούν τους “Επαγρυπνούντες” αποτυχία και προδοσία και βλέπουν την κυριαρχία του σουνιτικού Ισλαμικού Κράτους στο κυρίως σουνιτικό βόρειο και δυτικό Ιράκ ως το μικρότερο από τα δύο κακά». Γι αυτό ακριβώς το λόγο αμερικάνοι και ιρακινοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι δεν πρόκειται για αναβίωση των «Επαγρυπνούντων», αλλά για προσπάθεια δημιουργίας μιας «Εθνικής Φρουράς», στην οποία θα ενσωματωθούν οι σουνιτικές πολιτοφυλακές και η οποία θα αναλάβει την προστασία των περιοχών τους στα πλαίσια της αποκέντρωσης των δυνάμεων Ασφάλειας και της απόσυρσης του ιρακινού στρατού απ’ αυτές. Ωστόσο, ακόμη κι αν υλοποιηθεί το σχέδιο αυτό, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι σουνιτικές πολιτοφυλακές, πολλά μέλη των οποίων πολέμησαν εναντίον των αμερικάνικων δυνάμεων κατοχής και έχουν δεσμούς ή είναι νοσταλγοί του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, θα συνεργαστούν με τους Αμερικάνους.
Με άλλα λόγια, η κατάσταση που επικρατεί στο Ιράκ, εκτός όλων των άλλων, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα και κάνει δυσκολότερο το εγχείρημα του Λευκού Οίκου. Γι αυτό και ο Λευκός Οίκος φαίνεται να αλλάζει ρότα και από το «όχι στρατεύματα στο Ιράκ» που επαναλάμβανε μονότονα ο Ομπάμα το τελευταίο διάστημα, περνά στο ίσως χρειαστεί κάποιοι από τους 1.600 στρατιωτικούς «συμβούλους» που έχουν αναπτυχθεί από τον Ιούνιο στο Ιράκ να πάρουν μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, όπως δήλωσε ο αμερικάνος υπουργός πολέμου ενώπιον της Επιτροπής Ενοπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας στις 16 Σεπτέμβρη.
Το δίλημμα της Συρίας
Εξίσου, αν όχι περισσότερο, πολύπλοκη είναι η κατάσταση στη Συρία. Ο Ομπάμα δηλώνει ότι δεν θέλει συνεργασία με το καθεστώς Ασαντ, εμμένοντας συνεπώς στην πολιτική ανατροπής του, και ζητά από το κογκρέσο χρήματα για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό της αντιπολίτευσης ως το καλύτερο αντίβαρο απέναντι στους εξτρεμιστές όπως το Ισλαμικό Κράτος. Ομως ο ισχυρότερος στρατιωτικά αντίπαλος σήμερα του Ισλαμικού Κράτους είναι ο συριακός στρατός, ενώ στις εκατοντάδες ένοπλες ομάδες που πολεμούν το καθεστώς Ασαντ κυριαρχούν οι ισλαμικές (σουνιτικές), από τις οποίες οι ισχυρότερες στρατιωτικά είναι το Ισλαμικό Κράτος, το Μέτωπο αλ – Νούσρα, επίσημο παρακλάδι της Αλ Κάιντα, το Αχράρ αλ – Σαμ και το Ισλαμικό Μέτωπο.
Η μετριοπαθής αντιπολίτευση για την οποία μιλά ο Λευκός Οίκος είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη πολιτικά και στρατιωτικά. Ο υποτιθέμενος κοσμικός Ελεύθερος Συριακός Στρατός, στον οποίο προσβλέπουν οι ΗΠΑ και έχουν ποικιλοτρόπως στηρίξει, έχει υποστεί ήττες, έχει χάσει εδάφη κυρίως από το Νούσρα και το Ισλαμικό Κράτος και πάρα πολλούς μαχητές, που έχουν περάσει κυρίως στις γραμμές του Ισλαμικού Κράτους και του Νούσρα. Παράλληλα, εξακολουθεί να συνεργάζεται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με το Νούσρα και άλλες ισλαμικές ομάδες, ακόμη και με το Ισλαμικό Κράτος.
Μια τελευταία εξέλιξη, που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τους σχεδιασμούς του Λευκού Οίκου, είναι, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο (12/9/14), το οποίο επικαλείται το Συριακό Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η υπογραφή συμφωνίας εκεχειρίας ανάμεσα στο Ισλαμικό Κράτος και τους άλλους αντάρτες σε προάστιο της Δαμασκού για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο που ξέσπασε μεταξύ τους από τον περασμένο Γενάρη με χιλιάδες νεκρούς αντάρτες. Με βάση τη συμφωνία «οι δύο πλευρές θα σεβαστούν την εκεχειρία μέχρι να βρεθεί μια τελική λύση και υπόσχονται να μην επιτίθεται ο ένας στον άλλο, γιατί θεωρούν ότι ο κύριος εχθρός τους είναι το καθεστώς Ασαντ». Μια μέρα αργότερα, στις 13 Σεπτέμβρη, ο ιδρυτής του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, συνταγματάρχης Ριάντ αλ Ασαντ, σε δηλώσεις του τόνισε ότι προτεραιότητα παραμένει η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ και ότι ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός δεν θα συνεργαστεί με τις ΗΠΑ χωρίς εγγυήσεις ότι δεσμεύονται για την ανατροπή του.
Από την πλευρά του, ο Λευκός Οίκος δηλώνει ότι θα εκπαιδευτούν 5.000 Σύριοι σε βάση της Σαουδικής Αραβίας, που θα πάρουν μέρος στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, οι μαχητές του οποίου, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της CIA, υπολογίζονται σε 20.000 – 30.000. Το πότε, το πώς και το τι ρόλο μπορεί να παίξουν παραμένει ζητούμενο.
Συν τοις άλλοις, τίθεται από διάφορες πλευρές και κυρίως από τη Ρωσία ζήτημα παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας σε περίπτωση αμερικάνικων αεροπορικών επιθέσεων στο έδαφος της Συρίας χωρίς τη συγκατάθεση της συριακής κυβέρνησης ή απόφαση του ΟΗΕ.