«Σε καμιά περίπτωση δε θα προτρέψω τους εργαζόμενους να παρανομήσουν». Αυτή τη δήλωση έκανε την περασμένη Κυριακή ο πρόεδρος του συνδικάτου «Σπάρτακος», που καλύπτει εργάτες στην παραγωγή και τα ορυχεία της ΔΕΗ, κυρίως στη Δυτική Μακεδονία, Γ. Αδαμίδης. Η είδηση δεν βρίσκεται στην υποταγή στην επιστράτευση (δεν περίμενε κανείς από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ να σπάσει την επιστράτευση), αλλά στα λόγια που χρησιμοποίησε ο «πράσινος» εργατοπατέρας. Αν οι εργαζόμενοι δεν πειθαρχούσαν στη φασιστικού τύπου επιστράτευση, θα παρανομούσαν και γι’ αυτό θα ήταν καταδικαστέοι!
Το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», που ακόμη φωνάζεται στις συγκεντρώσεις και πορείες, χωρίς η συνδικαλιστική γραφειοκρατία να το έχει επίσημα αποκηρύξει, δεν είναι παρά μια… υπερβολή, ένα υπόλειμμα του παρελθόντος, που έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, χωρίς καμιά αντανάκλαση στην επίσημη συνδικαλιστική δράση. Παλαιότεροι γραφειοκράτες συνδικαλιστές θα μιλούσαν με άλλη γλώσσα (θα έλεγαν, για παράδειγμα, ότι «δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις να σκίσουμε τα χαρτιά της επιστράτευσης»), όμως στην κορυφή του γραφειοκρατικού συνδικαλιστικού συστήματος έχει απομείνει πια το χειρότερο κατακάθι, οι άνθρωποι που ανδρώθηκαν συνδικαλιστικά την εποχή του «εκσυγχρονισμού» και του «κοινωνικού εταιρισμού», οπότε και η γλώσσα τους δεν έχει καμιά συγγένεια με την παλιά γλώσσα του ρεφορμιστικού διεκδικητισμού. Ισως είναι καλύτερα έτσι, γιατί ο καθένας μας βλέπει καθαρά ποιους έχει απέναντί του.
Αντίθετα από τους Αδαμίδηδες, οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης υπήρξαν ξεκάθαροι. Μπορεί ο Μητσοτάκης να ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση, μιλώντας για «συνδικαλιστές δικτάτορες» και «εκβιαστές», όμως οι πιο πονηροί προσέγγισαν το θέμα από πολιτειακή σκοπιά. Αρθρογράφος των «Νέων» έγραψε ότι «η κυβέρνηση απαντά με ένα σκληρό μέτρο σε μια ασύμμετρη απειλή. Αμύνεται, ως φορέας της τάξης, απέναντι σε μια αντικοινωνική μειοψηφία». Αυτοί που πολιτειολογούν μ’ αυτόν τον τρόπο μας δίνουν και το μέτρο της «νομιμότητας», υπέρ της οποίας κόπτονται οι εργατοπατέρες. Ο νόμος είναι για να θωρακίζει τη δράση της κυβέρνησης, η οποία είναι αρμόδια –αφού προηγουμένως έχει την κρίση της αστικής δικαιοσύνης– να κρίνει τι είναι κοινωνικά ωφέλιμο και τι όχι. Επομένως, οι όποιες αποφάσεις της κυβέρνησης περιβάλλονται με τον μανδύα της απόλυτης νομιμότητας, την οποία ουδείς δικαιούται να αμφισβητήσει (αν διαφωνεί, μπορεί να μην ψηφίσει το/τα κυβερνητικό κόμμα/τα στις επόμενες εκλογές. Οτιδήποτε πέραν αυτού συνιστά αυταπόδεικτη και καταδικαστέα παρανομία.
Και τι έκαναν μπροστά στη σίγουρα επερχόμενη επιστράτευση, που απορρέει από την αστική αντίληψη που μόλις περιγράψαμε, αυτοί που μετά φώναζαν «σκίστε τα χαρτιά» και έδιναν κακόγουστα σόου με… καταθέσεις των φύλλων πορείας στο μνημείο των πεσόντων στη μάχη της Ηλεκτρικής; Πώς προετοίμασαν τους εργαζόμενους της ΔΕΗ γι’ αυτό που ερχόταν; Οχι τώρα, αλλά καιρό πριν, γιατί ήταν γνωστό ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν το νομοσχέδιο για τη «μικρή ΔΕΗ», οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να απεργήσουν και η κυβέρνηση θα κατέφευγε στην επιστράτευση, όπως έκανε σε μια σειρά απεργίες την τελευταία τριετία;
Στην πραγματικότητα κανείς δεν ήθελε ουσιαστικό αγώνα, γι’ αυτό και κανείς δεν επεχείρησε να κάνει προετοιμασία για ουσιαστικό αγώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι όψιμοι σύμμαχοί του, οι διάφοροι Φωτόπουλοι, ήθελαν τους εργαζόμενους της ΔΕΗ ντεκόρ στα πολιτικά τους παιχνίδια. Τα δε «σκίστε τα φύλλα πορείας» της τελευταίας στιγμής ήταν ακόμη πιο πρόστυχα, γιατί πουλούσαν τζάμπα μαγκιά, με σκοπό να ρίξουν τις ευθύνες στους ίδιους τους εργαζόμενους που «δεν τραβάνε» (παλιό κόλπο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας κι αυτό). Οσο για τον Περισσό, έχοντας ήδη δώσει μαθήματα υποταγής με τους ναυτεργάτες, περιορίστηκε να προτείνει μια 24ωρη απεργία δυο μέρες μετά την επιστράτευση, η οποία –αν είχε αποφασιστεί– δε θα προκαλούσε κανένα πρόβλημα στην κυβέρνηση, ενώ θα επέτρεπε στον Περισσό να πουλήσει τη δική του τζάμπα μαγκιά με ένα ακόμη «σπάσαμε την επιστράτευση».
Οταν στο δημόσιο τομέα βασιλεύει η κρατική καταστολή, η οποία προσφέρει άλλοθι στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία όλων των τάσεων να σπέρνει τον τρόμο στους εργαζόμενους και μετά να τους φορτώνει την ευθύνη, μπορούμε να φανταστούμε ποια είναι η κατάσταση στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι καπιταλιστές κυβερνούν πλέον με το κνούτο, καταπατώντας ό,τι απέμεινε από την εργατική νομοθεσία και αντιμετωπίζοντας τους εργάτες με ένα κυνικό «αν σας αρέσει». Κρατική καταστολή στη μια περίπτωση, καπιταλιστική καταστολή με την προστασία του κράτους στην άλλη, δημιουργούν ένα περιβάλλον το οποίο μόνο οι γενιές που ήταν στη δουλειά πριν την πτώση της χούντας έχουν γνωρίσει.
Μπορεί το σημερινό συνδικαλιστικό σύστημα ν’ ανταποκριθεί, στοιχειωδώς έστω, σ’ αυτή τη νέα κατάσταση; Και δεν μπορεί και δε θέλει. Γιατί αυτό το σύστημα είναι πλήρως ενσωματωμένο στο σύστημα, πλήρως αστικοποιημένο. Πολλά βέβαια δεν αρέσουν στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία (όπως δεν αρέσουν και σε αστούς πολιτικούς). Δεν τους αρέσει και η υποβάθμιση του ρόλου τους στο σύστημα εξουσίας. Καρπαζοεισπράκτορες έχουν καταντήσει και το ξέρουν. Ομως δεν μπορούν να αρνηθούν τη φύση τους, δεν μπορούν να στραφούν ενάντια στη μήτρα που τους γέννησε και τους έδωσε τα προνόμιά τους. Δεν μπορείς να μάθεις νέα κόλπα σ’ ένα γέρικο σκυλί, λέει μια αμερικάνικη παροιμία.
Η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος πρέπει να ξεκινήσει από μηδενική βάση και όχι χρησιμοποιώντας ως εργαλείο ή βασικό χώρο αναφοράς και δράσης το υπάρχον συνδικαλιστικό σύστημα. Και πρέπει να έχει ως βασικό της εργαλείο τη συνωμοτικότητα. Σαν να πρόκειται για παράνομη δουλειά, γιατί επί της ουσίας για παράνομη δουλειά πρόκειται, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Δεν πρέπει οι πρωτοπόροι εργάτες να εκτίθενται, να τσαμπουκαλεύ-ονται με το παραμικρό, να κυνηγούν εντυπώσεις, να ερμηνεύουν με τρόπο εγωκεντρικό τη λέξη «αξιοπρέπεια». Για ποια αξιοπρέπεια μπορούμε να μιλάμε, όταν ο καπιταλιστής σε «σουτάρει» πριν καν καλά-καλά προλάβεις να γνωριστείς με τους συναδέλφους σου, να εντοπίσεις τους πιο «ζωηρούς», ν’ αρχίσεις να στήνεις κάτι μαζί τους; Τι αφήνεις πίσω σου σε μια τέτοια περίπτωση; Εσύ πήρες την «αξιοπρέπειά» σου και πίσω αφήνεις συντρίμμια. Εργάτες φοβισμένους, που ζουν με την απειλή ότι θα πάθουν το ίδιο αν τσαμπουκαλευτούν ενάντια στην πρώτη αυθαιρεσία της διοίκησης.
Η εργατική υπόθεση είναι υπόθεση συλλογική και όχι άθροισμα ατομικών αξιοπρεπειών. Η συλλογικότητα δεν είναι ηθικό, αλλά πολιτικό πρόταγμα. Πρέπει να τη χτίσεις βήμα-βήμα, μακριά από το βλέμμα του αφεντικού και των ρουφιάνων του, ξεκινώντας με τους πιο πρόθυμους συναδέλφους, χωρίς να σε πάρει χαμπάρι κανένας. Κι όταν στήσεις τον πρώτο πυρήνα, να κάνεις το άνοιγμα παραπέρα, να πάρεις το ρίσκο της έκθεσης, έχοντας τη σιγουριά ότι η συλλογικότητα θα μείνει ακόμα κι αν «αποκεφαλίσουν» εσένα.
Πέτρος Γιώτης