Την τακτική του βούρδουλα και του καρότου ακολουθεί ο νέος πρόεδρος της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο με στόχο να αποκαταστήσει τον κυβερνητικό έλεγχο στην ανατολική Ουκρανία. Από τη μια, υποσχέθηκε κατά την ορκωμοσία του στις 7 Ιούνη αμνηστία στους αυτονομιστές αντάρτες που θα καταθέσουν τα όπλα και δεν έχουν εμπλακεί στην αιματοχυσία και παράλληλα έδωσε εντολή για τη δημιουργία ασφαλούς διαδρόμου για την απομάκρυνση πολιτών από τις ελεγχόμενες από τους αντάρτες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας. Και από την άλλη, ανακοίνωσε κλιμάκωση της «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» στις περιοχές αυτές.
Ωστόσο, ούτε η τακτική αυτή φαίνεται να αποδίδει τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Σε στρατιωτικό επίπεδο υπάρχει στασιμότητα. Παρά τους συνεχείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και την ολομέτωπη επίθεση που εξαπέλυσε ο ουκρανικός στρατός αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές της 25ης Μάη, οι φιλορώσοι αυτονομιστές αντάρτες κρατούν τις θέσεις τους, ελέγχοντας κυβερνητικά κτίρια, αστυνομικά τμήματα, στρατιωτικές βάσεις και συνοριακά φυλάκια. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Reuters» (9/6/14), ο ουκρανικός στρατός έχει χάσει τον έλεγχο στα περισσότερα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων των περιφερειών Ντονμπάς και Λουχάνσκ με τη Ρωσία. Μετά την κατάληψη από τους αντάρτες στα τέλη του Μάη της στρατιωτικής βάσης του Λουχάνσκ, κέντρο συντονισμού των επικοινωνιών ανάμεσα στα συνοριακά φυλάκια, το ένα μετά το άλλο τα συνοριακά φυλάκια έπεσαν στα χέρια των ανταρτών, είτε αφού δέχτηκαν επίθεση την οποία δεν κατάφεραν να αποκρούσουν, είτε επειδή εγκαταλείφθηκαν από το προσωπικό τους. Αυτά που έχουν απομείνει είναι κυρίως φυλάκια όπου γίνεται τελωνειακός έλεγχος και σφραγίζονται διαβατήρια. Αυτό σημαίνει ότι οι αντάρτες έχουν εξασφαλίσει δρόμους ανεφοδιασμού με όπλα και πολεμικό υλικό και παράλληλα την εύκολη μετακίνηση μαχητών από και προς τη Ρωσία. Στο ίδιο ρεπορτάζ επισημαίνεται ότι «τα μόνα ορατά σημάδια προώθησης του στρατού είναι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, οι οποίοι όμως δεν υποστηρίζονται από μια συντονισμένη παρουσία στο έδαφος».
Η επιχείρηση του ουκρανικού στρατού επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην πόλη Σλαβιάνσκ λόγω της στρατηγικής σημασίας της, καθώς βρίσκεται στο κέντρο της ανθρακοφόρας περιφέρειας του Ντονμπάς και στο σταυροδρόμι των τριών περιφερειών της ανατολικής Ουκρανίας. Σύμφωνα με άλλο ρεπορτάζ του Reuters (11/6/14), η πόλη παραμένει περικυκλωμένη από τον κυβερνητικό στρατό και έχει μετατραπεί σε πόλη – φάντασμα ύστερα από τους συνεχείς βομβαρδισμούς της περασμένης βδομάδας. Κτίρια, καταστήματα και αυτοκίνητα κατεστραμμένα από τις βόμβες, οχυρωματικά έργα για την υπεράσπιση της πόλης, δρόμοι έρημοι από κίνηση και ανθρώπους είναι η εικόνα της πόλης τις τελευταίες μέρες, ενώ ο ουκρανικός στρατός απαγορεύει στα σημεία ελέγχου την έξοδο από την πόλη στους άντρες που συνοδεύουν τις οικογένειές τους αναζητώντας καταφύγιο σε ασφαλέστερα μέρη, από φόβο μήπως ενωθούν με τις δυνάμεις των ανταρτών αλλού.
Παρόλο που έχουν αρχίσει συνομιλίες μεταξύ Κιέβου και Μόσχας πάνω σε ένα σχέδιο του ουκρανού προέδρου για την αποκλιμάκωση της κρίσης, οι εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την επίτευξη σύντομα ενός συμβιβασμού. Με το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, ούτε οι αυτονομιστές αντάρτες ούτε το Κρεμλίνο έχουν λόγο να κάνουν σοβαρές υποχωρήσεις. Από την άλλη, ο νέος ουκρανός πρόεδρος και η κυβέρνηση του Κιέβου βαδίζουν σε τεντωμένο σκοινί. Βλέπουν ότι η στρατιωτική λύση της κρίσης όχι μόνο είναι ανέφικτη αλλά βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές, ταυτόχρονα όμως, έχοντας την υποστήριξη της Δύσης, αρνούνται να κάνουν υποχωρήσεις στο ζήτημα της ομοσπονδοποίησης που θα ικανοποιούσαν τους αντιπάλους τους. Η πρόταση Ποροσένκο για κατάπαυση του πυρός μέσα σε μια βδομάδα, που έγινε στη συνάντηση του ουκρανού προέδρου με αξιωματούχο του ΟΑΣΕ και το ρώσο πρεσβευτή στις 9 Ιούνη στο Κίεβο απορρίφθηκε από τους αυτονομιστές αντάρτες. Το κλίμα που επικρατεί αποτυπώθηκε στην απαισιόδοξη εκτίμηση των παρατηρητών του ΟΑΣΕ, οι οποίοι επισήμαναν ότι η «Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ βλέπει την ανταλλαγή αιχμαλώτων, την απόσυρση των κυβερνητικών στρατευμάτων και την πολιτική αναγνώριση ως τα μόνα θέματα που αξίζει να συζητηθούν», σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Ουάσιγκτον Ποστ» (9/6/ 2014).