Την πέταξε πάλι την παπάρα του ο Τσίπρας: «Το Σύνταγμά μας άλλωστε ορίζει ότι όταν υπάρχει μια τόσο έντονη δυσαρμονία της λαϊκής βούλησης με την εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική, τότε η λύση είναι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Κατέθεσα λοιπόν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την άποψή μας, ότι πρέπει με συντεταγμένο και ομαλό τρόπο, το συντομότερο δυνατό να υπάρξει προσφυγή σε εθνικές εκλογές προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοκρατική ομαλότητα στον τόπο».
Μάλλον δεν κατάλαβε καλά το μάθημα που του έκαναν ο Χρυσόγονος με τον Κατρούγκαλο. Εκτός αν δεν τους ρώτησε καθόλου και συσκέφτηκε μόνο με τον Σκουρλέτη και τον Παππά, οι οποίοι «κάτι είχαν ακούσει κάποτε» γι’ αυτό, χωρίς να έχουν μάθει ότι μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει καμιά αρμοδιότητα διάλυσης της Βουλής και ότι ο όρος δυσαρμονία έχει εξαφανιστεί από το ελληνικό σύνταγμα.
Το σημαντικότερο είναι άλλο, που είναι χειρότερο από την αγραμματοσύνη τους πάνω στους βασικούς συνταγματικούς κανόνες που καθορίζουν τη μορφή του πολιτεύματος. Επικαλέστηκαν ένα προνόμιο του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα, που οι αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες κληρονόμησαν από τις «ελέω θεού» μοναρχίες. Οταν οι μονάρχες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν συντάγματα και κοινοβούλια στην ανερχόμενη αστική τάξη, κράτησαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να διαλύουν τη Βουλή, επικαλούμενοι «δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση». Αυτό το προνόμιο είχε και το παλάτι στην Ελλάδα (γνωστά είναι τα Ιουλιανά του 1965) και το πέρασε στο σύνταγμα του 1975 ο Κ. Καραμανλής, έχοντας κατά νου το πέρασμά του στην προεδρία της Δημοκρατίας και επιφυλάσσοντας στον εαυτό του προνόμια μονάρχη. Δεν χρειάστηκε να τα ασκήσει ποτέ, όμως ο Α. Παπανδρέου κατήργησε αυτά τα προνόμια και έκανε το σύστημα πρωθυπουργοκεντρικό, με το (λογικό) επιχείρημα ότι ο πρωθυπουργός λογοδοτεί στη Βουλή, σε αντίθεση με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.
ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν άφησαν, φυσικά, την ευκαιρία να πάει χαμένη. Σήκωσαν τους τόνους και αντί να πάρουν τον Τσίπρα στο ψιλό για την ασχετοσύνη του, άρχισαν να πετάνε τις δικές τους παπαριές περί «συνταγματικής εκτροπής». Αλλά και οι Συριζαίοι, αντί να βρουν έναν τρόπο να αποδεσμευ- τούν από την παπάρα του Τσίπρα (για αυτοκριτική ούτε λόγος), ανακάλυψαν τις δηλώσεις που είχε κάνει ο Βενιζέλος το 2009, μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές. Οποιος, όμως, διαβάζει τη δήλωση του Βενιζέλου το 2009 διαπιστώνει ότι μιλάει για «ουσιαστική δυσαρμονία», χωρίς καμιά αναφορά στο σύνταγμα, χωρίς κανένα κάλεσμα προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Ζητάει εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ εκλογές για πολιτικούς λόγους. Αν είχε κάνει το ίδιο και ο Τσίπρας, χωρίς να επικαλείται το σύνταγμα και την (ανύπαρκτη) προνομία του προέδρου της Δημοκρατίας, κανένας δε θα μπορούσε να του πει τίποτα.
Το ΠΑΣΟΚ απάντησε στον ΣΥΡΙΖΑ με μια εμπεριστατωμένη ανακοίνωση (είναι φανερό ότι την έγραψε ο ίδιος ο Βενιζέλος που, αν μη τι άλλο, τα συνταγματικά τα παίζει στα δάχτυλα), στην οποία σημειώνει: «Δεν μπορεί να καταλάβει ο κ. Τσίπρας τη διαφορά ανάμεσα σε μια πολιτική εκτίμηση για το συσχετισμό των δυνάμεων και την υπάρχουσα σύνθεση της Βουλής και ένα επίσημο διάβημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ζητά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την διάλυση της Βουλής, με επίκληση συνταγματικής ρύθμισης που καταργήθηκε το 1986;». Ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε με μια ανακοίνωση πέντε γραμμών, ειρωνική και γεμάτη ονειδιστικούς χαρακτηρισμούς για τον Βενιζέλο, στην οποία δεν λέει τίποτα για την ταμπακιέρα.
Ο καυγάς πάνω σε μια γκάφα (η οποία δεν παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα) βοήθησε τη συγκυβέρνηση να υποβαθμίσει το αίτημα για εκλογές, που διατύπωσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Οσο για τις προειδοποιήσεις του ΣΥΡΙΖΑ προς τη συγκυβέρνηση «να μη διανοηθεί» να πάρει αποφάσεις χωρίς να διαβουλευτεί προηγουμένως μαζί του, ο Σαμαράς του απάντησε ότι κυρίαρχο όργανο είναι η Βουλή και εκεί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετρήσει τις δυνάμεις του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να ανεβάσει τον πήχη της έντασης στην πολιτική αντιπαράθεση, για ν’ αποφύγει κάθε συζήτηση για τα ποιοτικά στοιχεία της εκλογικής του νίκης (γράφουμε γι’ αυτά στη σελίδα 9) και ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο δεν είχαν κανένα δισταγμό να σηκώσουν το γάντι, γιατί η ένταση τους επιτρέπει να συσπειρώνουν (έστω και με βαριά καρδιά) τους βουλευτές τους, επισείοντας το φόβο του «ρεσάλτο στην εξουσία», που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οσο περισσότερο αυτοί τσακώνονται για «δυσαρμονίες» και άλλες τέτοιες παπαριές τόσο πιο φανερή γίνεται η πραγματική δυσαρμονία. Η δυσαρμονία ανάμεσα στην αστική πολιτική στο σύνολό της και τους εργαζόμενους. Μόνο που αυτή η δυσαρμονία δεν ξεπερνιέται με εκλογές, αλλά με ένταση της ταξικής πάλης.