Μια νέα φάση της πολιτικής κρίσης που έχει ξεσπάσει στην Ουκρανία από τον περασμένο Νοέμβρη βρίσκεται σε εξέλιξη, μετά την καθαίρεση του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς και των μελών της κυβέρνησής του στις 22 Φλεβάρη, από την πλειοψηφία της Βουλής, στην οποία προσχώρησε τμήμα των βουλευτών του κυβερνώντος Κόμματος των Περιοχών. Οι διαδηλώσεις έχουν σταματήσει, οι σκηνές στην πλατεία της Ανεξαρτησίας παραμένουν, όπως και οι ροπαλοφόροι ακροδεξιοί και νεοναζί φρουροί της «τάξης» στην πλατεία και στους δρόμους του Κιέβου, όμως η ευφορία της νίκης παραχωρεί τη θέση της στην ανησυχία και στην αβεβαιότητα για την ίδια την υπόσταση της χώρας.
Ασταθής η κυβέρνηση
Τόσο η παρούσα μεταβατική κυβέρνηση όσο και η υποτιθέμενη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», που θα σχηματιστεί στις επόμενες μέρες, είναι αναγκαστικά ασταθή κυβερνητικά σχήματα που δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν σε αποκλιμάκωση της έντασης και σε πολιτική σταθερότητα.
Οχι μόνο γιατί προέκυψαν μετά από βίαιη, πραξικοπηματική ανατροπή της αστικής κλίκας που βρισκόταν στην εξουσία από τους δυτικόφιλους πολιτικούς αντιπάλους της, με σημαία τον ουκρανικό εθνικισμό και εμπροσθοφυλακή ακροδεξιές, εθνικιστικές, φασιστικές και νεοναζιστικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά κυρίως γιατί το δηλητήριο του εθνικισμού έχει βαθύνει περισσότερο το διχασμό σε μια ήδη διχασμένη χώρα.
Στις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», με την έννοια ότι μπορεί να γίνει αποδεχτή και να επιβάλλει την εξουσία της σε ολόκληρη τη χώρα. Οταν μάλιστα οι πρωταγωνιστές δηλώνουν εκ των προτέρων ότι προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης θα είναι ο προσανατολισμός και η σύνδεση με την ΕΕ και όταν από τις πρώτες μέρες παίρνονται από τη μεταβατική κυβέρνηση ή προτείνονται μέτρα σε βάρος του ρωσικού πληθυσμού, καταστρέφονται μνημεία του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου ενάντια στη χιτλερική Γερμανία και πολλαπλασιάζονται στους δρόμους της Δυτικής Ουκρανίας τα ναζιστικά σύμβολα. Οταν, συν τοις άλλοις, μια ασταθής εκ των πραγμάτων κυβέρνηση δέχεται ισχυρή πίεση από τη φασιστική ακροδεξιά, το νεοναζιστικό κόμμα «Σβόμποντα», το οποίο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδηλώσεις και ενίσχυσε σημαντικά την πολιτική επιρροή του, και το Δεξιό Τομέα, μια συμμαχία ακροδεξιών εθνικιστών, φασιστών και νεοναζί, που πρωτοστάτησαν στις συγκρούσεις με τις κυβερνητικές δυνάμεις καταστολής και φιλοδοξούν να παίξουν σημαντικό πολιτικό ρόλο.
Μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί και να επιβάλλει την εξουσία της στη ρωσόφωνη ανατολική Ουκρανία και στην αυτόνομη Χερσόνησο της Κριμαίας, όπου ήδη οργανώνονται μεγάλες διαδηλώσεις και εκδηλώνονται αποσχιστικές τάσεις.
Βαθαίνει ο διχασμός
Κυβερνήτες και τοπικοί αξιωματούχοι από τις περιφέρειες της Ανατολικής Ουκρανίας ανακοίνωσαν ότι δεν αναγνωρίζουν τη μεταβατική κυβέρνηση του Κιέβου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τον Γιανουκόβιτς ως ανεπαρκή, αναποτελεσματικό και αναποφάσιστο στη διαχείριση της κρίσης, συνεπώς τελειωμένο πολιτικά. Πολύ πιο οξυμμένη είναι η κατάσταση στην Κριμαία, η οποία παραχωρήθηκε στην Ουκρανία από τον Χρουτσιόφ το 1954, όπου περίπου το 90% του πληθυσμού είναι Ρώσοι. Σε μια ακόμη μαζική συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στις 24 Φλεβάρη μπροστά στο δημαρχείο της Σεβαστούπολης, χιλιάδες διαδηλωτές, κρατώντας ρωσικές σημαίες και απειλώντας να εισβάλουν στο δημαρχείο την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη έκτακτη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, απαίτησαν και επέβαλαν την αντικατάσταση του δημάρχου από τον Αλεξέι Τσάλιι, τοπικό επιχειρηματία με ρωσική ιθαγένεια και στενούς δεσμούς με τη Ρωσία. Στη συνέχεια κάλεσαν τον αστυνομικό διοικητή της πόλης να δηλώσει πίστη στο νέο δήμαρχο και να τοποθετήσει οδοφράγματα για να αποκλείσει την πόλη.
Ο διοικητής απάντησε ότι αν πάρει εγκληματικές εντολές από το Κίεβο δε θα τις εκτελέσει και ότι θα τοποθετηθούν τέσσερα οδοφράγματα με ένοπλους αξιωματικούς γύρω από την πόλη. Παράλληλα, δυναμώνουν οι φωνές που μιλούν για απόσχιση και καλούν τη Μόσχα να παρέμβει.
Χαϊδεύουν τους νεοναζί
Η Γερμανία και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ, σε συνεργασία με το Λευκό Οίκο, υποστήριξαν με κάθε μέσο, πολιτικά και οικονομικά, την πολυποίκιλη αντιπολίτευση στη διάρκεια των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, παρεμβαίνοντας απροκάλυπτα, εκτός των άλλων, με επισκέψεις και ομιλίες κορυφαίων ευρωπαίων και αμερικάνων κυβερνητικών αξιωματούχων στην πλατεία της Ανεξαρτησίας. Οχι μόνο έκαναν τα στραβά μάτια στην εξαρχής ισχυρή και συνεχώς αυξανόμενη παρουσία και βίαιη δράση των ακραίων εθνικιστών και νεοναζί που έβαλαν τελικά τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις, αλλά τους χρησιμοποίησαν, σε συνεργασία με τις μαριονέτες τους στην αντιπολίτευση, ως πολιορκητικό κριό για να ανατρέψουν την κλίκα του Γιανουκόβιτς στο σκληρό μπρα-ντε-φερ με τη Ρωσία για τον έλεγχο της Ουκρανίας.
Ακόμη και τώρα που έχουν να αντιμετωπίσουν και να θέσουν υπό έλεγχο το αυγό του φιδιού που εκκόλαψαν, από τη θέση της κυβέρνησης πια, παριστάνουν ότι δε συμβαίνει κάτι σοβαρό, την ώρα που οι φασίστες έχουν εξαπολύσει πογκρόμ ενάντια σε όποιους θεωρούν εχθρούς και σε ό,τι σχετίζεται με το σοβιετικό παρελθόν: αγάλματα του Λένιν, μνημεία του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, κομμουνιστές. Υπό διωγμόν έχει τεθεί και το αποκαλούμενο Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας, οι εβραίοι της Ουκρανίας έχουν ζητήσει την προστασία του ισραηλινού πρωθυπουργού, ενώ έφτασαν μέχρι το σημείο δημοτικοί υπάλληλοι στην πόλη Μπρόντι της Δυτικής Ουκρανίας να γκρεμίσουν και να καταστρέψουν ακόμη και την προτομή του αρχιστράτηγου Μιχαήλ Κουτούζοφ, που πολέμησε τα στρατεύματα του Ναπολέοντα και τα ανάγκασε να γυρίσουν πίσω, ενώ κάτοικοι της πόλης χειροκροτούσαν φωνάζοντας τα γνωστά εθνικιστικά συνθήματα «Δόξα στην Ουκρανία», «Δόξα στους ήρωες».
Η Δύση κέρδισε μια μάχη, όχι τον πόλεμο
Στην αναμέτρηση ΕΕ και ΗΠΑ με τη Ρωσία φαίνεται ότι οι πρώτες κερδίζουν μια πρώτη μάχη, όχι όμως και τον πόλεμο. Γιατί ο ρόλος της Ρωσίας παραμένει καθοριστικός στις εξελίξεις και είναι βέβαιο ότι οι αντίπαλοί της παρακολουθούν με αγωνία τα επόμενα βήματά της. Προς το παρόν κρατά στάση αναμονής, παρακολουθεί τις εξελίξεις και ετοιμάζει τις επόμενες κινήσεις. Αν επιτρέψει να δημιουργηθούν τετελεσμένα από τη νέα κυβέρνηση και πολύ δύσκολα αναστρέψιμα από μια επόμενη κυβέρνηση (ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, απώλεια της Κριμαίας), θα έχει υποστεί μια τεράστια στρατηγικής σημασίας ήττα. Ειδικά ο κίνδυνος απώλειας της Κριμαίας, που φιλοξενεί τη ρωσική βάση του στόλου της Μαύρης Θάλασσας και είναι η έξοδος προς τη Μεσόγειο, συνιστά αιτία πολέμου για τη Ρωσία. Γι’ αυτό και είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που έχει στα χέρια της (και είναι ισχυρά) για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη.
Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Πούτιν δεν έχει μιλήσει. Ομως η θέση του Κρεμλίνου έχει διατυπωθεί σαφώς από τον πρωθυπουργό Ντμίτρι Μεντβέντεφ και τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ. Ο Γιανουκόβιτς θεωρείται καμένο χαρτί και προφανώς έχει αποσυρθεί με εντολή της Μόσχας, η οποία ταυτόχρονα δεν αναγνωρίζει τη μεταβατική κυβέρνηση. «Μιλώντας αυστηρά, δεν υπάρχει κανείς για να μιλήσεις μαζί του εκεί πέρα. Η νομιμότητα όλων των οργάνων εξουσίας εγείρει τεράστιες αμφιβολίες. Μερικοί από τους ξένους εταίρους μας σκέφτονται διαφορετικά. Δε γνωρίζω τι σύνταγμα έχουν διαβάσει, αλλά είναι παραλογισμός να χαρακτηρίζεις κάτι νόμιμο που είναι αποτέλεσμα ένοπλης ανταρσίας. Αν οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στο Κίεβο με μαύρες κουκούλες και Καλάσνικοφ θεωρούνται κυβέρνηση, θα είναι δύσκολο για μας να εργαστούμε με μια τέτοια κυβέρνηση», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο ρώσος πρωθυπουργός.
Εξίσου σκληρή είναι η γλώσσα και στην ανακοίνωση του Σεργκέι Λαβρόφ, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η συμφωνία που έγινε την περασμένη Παρασκευή με τη μεσολάβηση της ΕΕ «χρησιμοποιήθηκε μόνο σαν κάλυμμα για να προωθήσουν το σενάριο της βίαιης αλλαγής της εξουσίας». Οτι οι μεταβατικές αρχές «χρησιμοποιούν δικτατορικές και μερικές φορές τρομοκρατικές μεθόδους για να αρπάξουν τη εξουσία και να φιμώσουν τους διαφωνούντες σε διάφορες περιοχές της χώρας». Οτι «γίνονται προτάσεις για πλήρη σχεδόν απαγόρευση της ρωσικής γλώσσας, για κατάργηση κομμάτων και οργανώσεων, κλείσιμο διαφωνούντων μίντια και κατάργηση των περιορισμών στην προπαγάνδα της νεοναζιστικής ιδεολογίας» και ότι «οι ένοπλοι αρνούνται να αφοπλιστούν, αρνούνται να φύγουν από τους δρόμους των πόλεων, που βρίσκονται ντε φάκτο υπό τον έλεγχό τους, να εγκαταλείψουν τα διοικητικά κτίρια και να σταματήσουν τη βία».
Ενα πρώτο δείγμα γραφής της μεταβατικής κυβέρνησης, που επιβεβαιώνει τις καταγγελίες του ρώσου υπουργού Εξωτερικών, είναι η απόφαση της Βουλής στις 23 Φλεβάρη, η οποία καταργεί το νόμο του 2012 που επέτρεπε στις περιφέρειες της χώρας με μειονοτικό πληθυσμό πάνω από 10% να υιοθετήσουν ως δεύτερη ή τρίτη επίσημη γλώσσα, μετά την ουκρανική, τη γλώσσα της μειονότητας. Ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε όχι μόνο στην Ανατολική και Νότια Ουκρανία με το ρωσόφωνο πληθυσμό, αλλά και σε περιοχές της Δυτικής Ουκρανίας με πολωνική και ουγγρική μειονότητα, όπου τα πολωνικά και τα ουγγρικά καθιερώθηκαν ως δεύτερη επίσημη γλώσσα.
Η ΕΕ, που έχει αναγνωρίσει ως νόμιμες τις μεταβατικές αρχές, υποστηρίζει το σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», η οποία μόνο στο όνομα βέβαια θα είναι τέτοια, και παριστάνει τον «υπέρμαχο» της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, γιατί η Γερμανία θέλει ολόκληρη την ουκρανική πίτα και όχι μόνο το φτωχότερο και λιγότερο ανεπτυγμένο δυτικό τμήμα. Παράλληλα, έχει ξεκινήσει ένας διπλωματικός μαραθώνιος για να βρεθούν τα 35 δισ. δολάρια που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της ουκρανικής οικονομίας φέτος και του χρόνου. Ομως ούτε το ΔΝΤ ούτε οι λοιποί δανειστές διατίθενται να ρίξουν χρήματα σε μια χώρα με ασταθή κυβέρνηση και απρόβλεπτες εξελίξεις.
Στις συνθήκες αυτές, είναι πολύ νωρίς να εκτιμήσει κανείς τι θα ακολουθήσει ακόμη και τις επόμενες μέρες. Αυτό που διαγράφεται όλο και πιο καθαρά είναι ο κίνδυνος διάσπασης της χώρας. Τώρα αρχίζουν τα πιο δύσκολα για το λαό της Ουκρανίας, που έχει εγκλωβιστεί στον άγριο ανταγωνισμό Δύσης – Ρωσίας και πολεμά κάτω από τις σημαίες της μιας ή της άλλης μερίδας της αστικής τάξης.