Πολύ πριν φουντώσει ξαφνικά η φιλολογία περί «μεγάλου συνασπισμού», η «Κόντρα» έγραψε γι' αυτή την προοπτική, ως ένα πιθανό σενάριο διακυβέρνησης στο μέλλον. Αυτό προκύπτει από τη λογική των πραγμάτων σε μια αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και όχι από τις ιδιαίτερες επιδιώξεις των αστικών κομμάτων. Ερχεται κάποια στιγμή που το συμφέρον του συστήματος απαιτεί τέτοιες λύσεις εξουσίας και τα αστικά κόμματα είναι υποχρεωμένα να τις δεχτούν. Κατ’ εξαίρεση, βέβαια, γιατί η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία υπό κανονικές συνθήκες λειτουργεί με συμπολιτεύσεις και αντιπολιτεύσεις, με κόμματα που κυβερνούν και άλλα που προετοιμάζονται να αποτελέσουν την επόμενη λύση διακυβέρνησης.
Αυτό που ενυπάρχει στη λογική των πραγμάτων, αυτό που οι πάντες σκέφτονταν ως ένα πιθανό μελλοντικό ενδεχόμενο, τέθηκε δημόσια –όχι τυχαία– μέσω μιας δημοσκόπησης. Το σχετικό ερώτημα συνάντησε –όπως ανακοινώθηκε από την εταιρία– υψηλό ποσοστό αποδοχής.
Ξέρουμε πολύ καλά, βέβαια, πως τέτοια αποτελέσματα σε δημοσκοπήσεις δεν απηχούν τις απόψεις της «κοινής γνώμης», αλλά τις απόψεις αυτών που κάνουν την έρευνα και αυτών που τους την έχουν παραγγείλει. Δεν έχουν ως σκοπό να αποτυπώσουν το υπάρχον κλίμα, αλλά να διαμορφώσουν κλίμα.
Κάποιοι, λοιπόν, δουλεύουν από τώρα την ιδέα του «μεγάλου συνασπισμού», όχι μόνο για να ετοιμάσουν σενάρια για το μέλλον, αλλά και για να επηρεάσουν τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Για να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά, η ιδέα του «μεγάλου συνασπισμού» σπάει το δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», που κυριαρχεί την τελευταία τετραετία στην πολιτική ζωή της χώρας, διευκολύνοντας εκείνους που τοποθετούνται στον πόλο «μνημόνιο» και δυσκολεύοντας εκείνους που κινούνται στον πόλο «αντιμνημόνιο».
Δεν είναι τυχαίο ότι ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επέδειξαν χαρακτηριστική αμηχανία μπροστά σ’ αυτή τη φιλολογία. Ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Ν. Βούτσης δήλωσε (για δεύτερη φορά, μάλιστα) σε ραδιοσταθμό (ΑΘΗΝΑ 9,84, 27.1.14) ότι «σε περιόδους εξαιρετικά δύσκολες, πάντοτε οι προτάσεις που εμπεριέχουν το στοιχείο της υπέρβασης των στερεοτύπων του πολιτικού συστήματος, προκαλούν μια ευρύτερη συναίνεση», συμπληρώνοντας ότι «για να γίνει όμως αυτό πολιτική πράξη θα προϋπέθετε να υπάρχει από πλευράς της Νέας Δημοκρατίας, μια ριζική στροφή και αναστοχασμός, ως προς το θέμα της στρατηγικής για το χρέος». Για να φανεί, μάλιστα, καθαρά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απορρίπτει από άποψη αρχών την προοπτική του «μεγάλου συνασπισμού», έσπευσε να διευκρινίσει ότι «θα ήταν ανεύθυνο στο όνομα του ότι εμείς πιστεύουμε ότι η Αριστερή εναλλακτική πρόταση πρέπει να είναι και η μόνη ζωντανή και ελπιδοφόρα για να υπερβούμε την κρίση, να πει κανείς, ό,τι και να συμβεί στους άλλους πολιτικούς χώρους είναι αδιάφορο». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Δ. Παπαδημούλης δήλωσε σε άλλο ραδιοσταθμό (REAL FM), την ίδια μέρα: «Εμείς προτείναμε να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι με την κυβέρνηση, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να βρεθεί μια εθνική γραμμή για το ζήτημα του χρέους, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε με ευθύνη του πρωθυπουργού. Αν, παρ' όλ' αυτά, αύριο ο κ. Σαμαράς δεχθεί να γίνει μια τέτοια συζήτηση στη Βουλή ή καλέσει τα κόμματα ή τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πρωθυπουργικό γραφείο, εμείς θα πάμε».
Ο Σκουρλέτης (ΣΚΑΙ, 27.1.14) προσπάθησε να κάνει ρελάνς, αναφερόμενος σε διεργασίες του παρόντος και του μέλλοντος στη σοσιαλδημοκρατία, με την οποία άφησε ανοιχτή την προοπτική της συμπόρευσης. Οπως είπε, «μετά από χρόνια συμπόρευσης σοσιαλδημοκρατών με την άλλη μεγάλη οικογένεια των χριστιανοδημοκρατών (…) έχουν αρχίσει πλέον μέσα σε αυτό το χώρο και συνειδητοποιούνται κάποια στρατηγικά αδιέξοδα». Επειδή, λοιπόν, «και εκείνοι ψάχνονται», «με εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες θέλουν να δουν αυτοκριτικά την πορεία των προηγούμενων ετών, προφανώς, ανοίγει μια συζήτηση. Και θεωρώ ότι σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο οι αντίστοιχες δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες». Ενθαρρύνοντας, μάλιστα, τις μεταπηδήσεις από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, έκανε λόγο για «δημιουργία νέας πολιτικής συνείδησης»! Προφανώς, η πολιτική συνείδηση είναι κάτι σαν… σώβρακο.
Αυτή η προσπάθεια εκτροπής της συζήτησης από την προοπτική του «μεγάλου συνασπισμού» (δηλαδή ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) στην προοπτική της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-σοσιαλδημοκρατίας αποδείχτηκε αναποτελεσματική, καθότι γελοία επί της ουσίας. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα του σήμερα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και τα «λιμά» της (ΠΑΣΟΚ και προσωποπαγείς γκρούπες πρώην Πασόκων) δεν μπορούν να προσφέρουν βιώσιμη λύση εξουσίας, ακόμη και αν στο σύνολό τους «ανένηπταν». Με τον Σκανδαλίδη και τον Παναγιωτακόπουλο δεν μπορεί να συζητά κανείς σήμερα σοβαρά για μελλοντική λύση εξουσίας.
Επειδή στελέχη όπως ο Βούτσης και ο Παπαδημούλης τροφοδοτούσαν τη φιλολογία του «μεγάλου συνασπισμού», ενώ η απόπειρα του Σκουρλέτη πήγε στο βρόντο, κρίθηκε επιβεβλημένο να κάνει ο Τσίπρας ένα «πηγαδάκι» με μερικούς δημοσιογράφους στη Βουλή, προκειμένου να χαρακτηρίσει «ανέκδοτο» τη σχετική φιλολογία. Αναρωτιόμαστε, όμως, γιατί επιλέχτηκαν οι δηλώσεις off the record, αντί μιας επίσημης δήλωσης. Μάλλον για να μην υπάρξει σύγκρουση με το μιντιακό σύστημα που έστησε αυτή τη φιλολογία.
Το «ανέκδοτο» ήταν η επιβεβλημένη (και αναμενόμενη) απάντηση –έστω και ανεπίσημη– από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ. Οπως έλεγε ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος, στην (αστική) πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δε γίνονται και πράγματα που γίνονται και δε λέγονται. Η ώρα του «μεγάλου συνασπισμού» δεν έχει έρθει ακόμη. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ έμπαινε σήμερα σε μια τέτοια συζήτηση, θα άμβλυνε τις γωνίες της αντιπολιτευτικής του τακτικής, θα έσβηνε το πολιτικό δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», στο οποίο στηρίζει όλη την πολιτική του, και θα διευκόλυνε τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κάνει προπαγάνδα «αυτοδυναμίας» και όχι προπαγάνδα «μεγάλου συνασπισμού», προκειμένου να τραβήξει το μέγιστο δυνατό ποσοστό από τα ταλαντευόμενα τμήματα των ψηφοφόρων.
Και η ΝΔ είναι υποχρεωμένη ν’ ακολουθήσει την ίδια προπαγανδιστική τακτική, ενόψει μάλιστα της προεκλογικής περιόδου. Αλλιώς θα χάσει αυτό που ονομάζεται «δυναμική νίκης», σπρώχνοντας ταλαντευόμενους ψηφοφόρους της προς τον ΣΥΡΙΖΑ (πάντα υπάρχει ένα τμήμα ψηφοφόρων που πάει με τον νικητή).
Αντίθετα, εκείνοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, κυρίως οι διάφορες προσωποκεντρικές γκρούπες της «Κεντροαριστεράς», έχουν κάθε λόγο να παρακολουθούν και να συδαυλίζουν αυτή τη φιλολογία, γιατί μέσω αυτής αποκτούν λόγο ύπαρξης, ξαναμπαίνουν στον πολιτικό χάρτη, προβάλλονται ως χρήσιμα συμπληρώματα του πολιτικού συστήματος, που πρέπει οι μιντιάρχες και τα άλλα αστικά επιτελεία να συντηρήσουν σήμερα για να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν αύριο. Πώς ξαφνικά ξαναβρέθηκε στην επικαιρότητα ο Α. Λοβέρδος που τον είχαν κυριολεκτικά θάψει;
Οπως σημειώσαμε και στην αρχή, οι λύσεις τύπου «μεγάλου συνασπισμού» ή «οικουμενικής κυβέρνησης» συνιστούν εκτροπή από την κανονικότητα του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Επιβάλλονται σε συνθήκες κρίσης, προκειμένου το σύστημα να αποκτήσει μεταβατικά την πολιτική σταθερότητα που του λείπει. Και δε θα είναι η πρώτη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο και στην Ελλάδα. Ποιος φανταζόταν το 1989 ότι ο ενιαίος τότε Συνασπισμός θα συνεργαζόταν κυβερνητικά με τη ΝΔ, με στόχο να παραπέμψουν σε δίκη τον Α. Παπανδρέου; Ποιος φανταζόταν ότι έξι μήνες μετά θα σχημάτιζαν τρικομματική κυβέρνηση, παίρνοντας σ’ αυτή και τον Παπανδρέου που μόλις είχαν παραπέμψει σε δίκη; Ποιος φανταζόταν ότι ο «αντιμνημονιακός» Σαμαράς θα έμπαινε στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ότι μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις θα είχαμε τρικομματική κυβέρνηση, με τη συμμετοχή και της σφόδρα «αντιμνημονιακής» ΔΗΜΑΡ;
Βάσει ποιας λογικής, λοιπόν, μπορεί κανείς ν’ αποκλείσει το σχηματισμό «μεγάλου συνασπισμού», σε περίπτωση που δεν προκύπτει βιώσιμη κυβερνητική λύση με κορμό τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ; Τα επιχειρήματα που θα επιστρατευθούν μπορεί κανείς να τα φανταστεί από τώρα, δεν είναι κάτι δύσκολο. Τυχαίο είναι νομίζετε που συριζοστελέχη όπως ο Βούτσης και ο Παπαδημούλης περιορίζουν το έδαφος μιας μελλοντικής κυβερνητικής συνεργασίας με τη ΝΔ στη στρατηγική διαχείρισης του χρέους, η οποία περνά από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι και όχι από την Αθήνα;
Υπάρχει κάτι που αποτελεί κοινή βάση για όλο το πολιτικό σύστημα. Είναι αυτό που ονομάζουν «εθνικό συμφέρον». Είναι η εύσχημη ονομασία της διαχείρισης του αστικού κράτους και της εργαζόμενης κοινωνίας. Είναι το συμφέρον του καπιταλισμού που καθορίζει τα βήματά τους. Είναι η ανάγκη να ελέγξουν πολιτικά την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα που καθορίζει διάφορα επιμέρους μέτρα.
Αυτά τα μέτρα, όμως, ουδέποτε βγαίνουν έξω από τα όρια του συστήματος, ουδέποτε έρχονται σε σύγκρουση με το συλλογικό συμφέρον της αστικής τάξης.
Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η ρήξη με το σύνολο της αστικής πολιτικής και η αυτοτελής πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, η μόνη που μπορεί ν’ ασκήσει πραγματική αντιπολίτευση.
Πέτρος Γιώτης