«Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, το όνειρο σχεδόν κάθε οικογένειας ήταν η εισαγωγή των παιδιών της στο Πανεπιστήμιο, και πολλές φορές, η μετέπειτα πρόσληψη στο δημόσιο τομέα (…) Δεν μπορούμε, όμως, να συνεχίσουμε να "παράγουμε" ανέργους πτυχιούχους, τη στιγμή που επαγγελματικοί κλάδοι ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης».
Αυτά έγραψε, με περισσό θράσος, ο υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος, σε άρθρο του με τον βαρύγδουπο τίτλο «Το μεγάλο στοίχημα της εκπαίδευσης» («Τα Νέα», 21.12.2013, οι εμφάσεις δικές μας). Γι' αυτό και, κατά τον υπουργό, «το νέο ΕΠΑ.Λ. καλείται να αποτελέσει μια εναλλακτική εκπαιδευτική διαδρομή του δεύ-τερου κύκλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για όσους μαθητές επιθυμούν ένα διαφορετικό τύπο σχολείου, στο οποίο θα μπορούν να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητές τους».
Ποιοι είναι οι επαγγελματικοί κλάδοι που «ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό» και δεν βρίσκουν, διότι «πήξαμε» στους πτυχιούχους; Και μόνο αυτό το ολοφάνερο ψεύδος αρκεί για να μας οδηγήσει στη διερεύνηση των πραγματικών λόγων που κατευθύνουν τα βήματα του σημερινού υπουργού Παιδείας, όπως και των προκατόχων του. Στόχος τους είναι να «νικήσουν» την ιστορικά διαμορφωμένη τάση της εργαζόμενης ελληνικής κοινωνίας να στέλνει τα παιδιά της στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τάση η οποία –όπως κατ’ επανάληψη έχει τονιστεί από τις στήλες της «Κόντρας»– μπορεί μεν να δημιουργείται από τον πόθο για καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών, όμως είναι προοδευτική, διότι έρχεται να υπηρετήσει, έστω και ασύνειδα, το στόχο της μόρφωσης για όλο το λαό, οξύνοντας την αντίθεση ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες και την αστική εξουσία.
Αν τα προηγούμενα χρόνια το ιδεολόγημα «γεμίζουμε άνεργους επιστήμονες – δεν έχουμε χέρια για δυναμικά αναπτυσσσόμενους κλάδους» μπορούσε να πείσει μερικούς αποχαυνωμένους θαμώνες καφενείων, που έχουν απαλλοτριώσει την ίδια την κριτική τους ικανότητα, σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, που η ανεργία των νέων πλησιάζει το 60% (η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία, αρκούντως υποτιμημένη σε σχέση με την πραγματική), δεν μπορεί να πείσει κανένα. Μόνο ως πρόκληση ακούγεται ο ισχυρισμός του Αρβανιτόπουλου για κλάδους που ζητούν επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό. Αν υπήρχαν τέτοιοι κλάδοι, τότε ουρές νέων, πτυχιούχων και μη, θα σχημάτιζαν ουρές στους προθαλάμους των γραφείων προσωπικού τους.
Η αστική εξουσία βλέπει την κρίση, την επέλαση της φτώχειας και την ανεργία των νέων ως ευκαιρία για να κάμψει την τάση της εργαζόμενης κοινωνίας ν’ αναζητά τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα παιδιά της. Περί αυτού και μόνο πρόκειται. Οι ταξικοί φραγμοί στη μόρφωση, που άλλοτε κρύβονταν πίσω από τη γενική διεύρυνση του αριθμού των εισαγόμενων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ και την φαινομενική «ισότητα ευκαιριών», σήμερα γίνονται ολοφάνεροι. Πάντοτε τα παιδιά της μπουρζουαζίας είχαν άλλες ευκαιρίες σε σχέση με τα παιδιά της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Πάντοτε βλέπαμε τα παιδιά της μπουρζουαζίας να φοιτούν σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, δεν τα βλέπαμε να φοιτούν σε ΤΕΛ, ΤΕΣ, ΙΕΚ και όποια άλλα μορφώματα τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης δημιουργούνταν κατά καιρούς. Αντίθετα, παρά τη συνεχή διεύ-ρυνση του αριθμού των εισαγόμενων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, ένα σημαντικό κομμάτι των παιδιών της φτωχολογιάς δεν περνούσε ποτέ τις πύλες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά ακολουθούσε το δρόμο του μεροκάματου (με ή και χωρίς τεχνική εκπαίδευση). Δεν είδαμε ποτέ κάποιο αστόπαιδο να γίνεται εργάτης, όμως επειδή βλέπουμε αρκετά εργατόπαιδα και αγροτόπαιδα να σπουδάζουν στα πανεπιστήμια, σχηματίζουμε την ψευδαίσθηση των ίσων ευκαιριών.
Πλέον, όμως, τα πράγματα αλλάζουν γιατί σμικρύνονται οι δυνατότητες και αυτών των παιδιών των εργαζόμενων τάξεων να περάσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, λόγω οικονομικών δυσκολιών, οι οποίες κάνουν απαγορευτική και την προετοιμασία για την εισαγωγή (φροντιστήρια) και την ίδια τη φοίτηση, ιδιαίτερα αν αυτή πρέπει να γίνει μακριά από τον τόπο κατοικίας της οικογένειας. Αυτό ακριβώς θέλει να εκμεταλλευτεί η αστική εξουσία, προωθώντας τέτοιες αλλαγές στη δομή της εκπαίδευσης, που θα ωθήσουν έξω από την τρίτη βαθμίδα της τη μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς, ακόμη και μεγάλο τμήμα των παιδιών των μεσαίων στρωμάτων. Δεν είναι, βέβαια, καθόλου εύκολο ν’ αναστραφεί αυτή η τάση της εργαζόμενης κοινωνίας, όμως η αστική τάξη θεωρεί πως τώρα είναι η χρυσή της ευκαιρία.
Για το ίδιο θέμα «καίγεται» και ο ξένος παράγοντας, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία η ανάμιξη της περιβόητης task force του Ράιχενμπαχ στα ζητήματα της Εκπαίδευσης. Ο ξένος παράγοντας «καίγεται» γιατί η «κινεζοποίηση» θα είναι πάντα επισφαλής με έναν μεγάλο «στρατό της κοινωνικής ανατροπής», όπως ονόμαζαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι αστοί πολιτικοί τους μορφωμένους νέους. Ο ανειδίκευτος ή μισοειδικευμένος εργάτης αποτελεί καλύτερη «πρώτη ύλη» για ένα «κινεζοποιημένο» εργασιακό καθεστώς, εν αντιθέσει με τον μορφωμένο ή καλά καταρτισμένο εργάτη, ο οποίος έχει την τάση να εγείρει διεκδικήσεις.
Υπό το φως αυτών των εξελίξεων μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί πόση αξία έχουν τα περί «κοινωνίας της γνώσης» και «κοινωνίας της πληροφορίας» που ακούγονταν τα προηγούμενα χρόνια, όταν επιδιώκονταν ανατροπές στο σύστημα πρόσβασης στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, οι οποίες αποτύγχαναν. Τότε υποτίθεται ότι έπρεπε να γίνει αναπροσανατολισμός στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, ώστε να παράγονται νέοι με μόρφωση και ειδίκευση στις νέες τεχνολογίες. Τώρα, οι ανάγκες περιορίζονται στο αποψιλωμένο ακόμη και από τις παραδοσιακές του ειδικότητες ΕΠΑΛ, στο οποίο πρέπει να κατευθυνθούν οι μαθητές που «επιθυμούν ένα διαφορετικό τύπο σχολείου, στο οποίο θα μπορούν να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητές τους». Δηλαδή, η πλειοψηφία των παιδιών που προέρχονται από την εργαζόμενη κοινωνία.
Μια «κινεζοποιημένη» αγορά εργασίας απαιτεί φτηνό και «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό, χωρίς απαιτήσεις, υποταγμένο από την αρχή στις ανάγκες του κεφαλαίου, έτοιμο να μετακινείται από επάγγελμα σε επάγγελμα και να κάνει τη δουλειά πολλών ειδικοτήτων μέσα στην επιχείρηση. Ακόμα και τα διάφορα προγράμματα «εκπαίδευσης και κατάρτισης», πέρα από την εξασφάλιση τζάμπα εργατικού δυναμικού (υπό συνθήκες δουλείας) στο κεφάλαιο, εξυπηρετούν και το στόχο της ιδεολογικής χαλιναγώγησης της νέας γενιάς, ώστε αυτή να βλέπει τη μόρφωση ως κάτι το περιττό και να αποδέχεται πως εκείνο που της χρειάζεται είναι μόνο διαδοχικές άρπα-κόλλα καταρτίσεις, που προσφέρουν ψήγματα τεχνικής και επαγγελματικής δεξιότητας, οδηγώντας τον νέο στην απαξίωση της ίδιας της προσωπικότητάς του και των ικανοτήτων του.
Το αν θα τα καταφέρει η αστική τάξη σ’ αυτή την προσπάθεια είναι ένα ακόμη στοίχημα της περιόδου που διανύουμε.
Πέτρος Γιώτης