Η απεργία πείνας των 300 μεταναστών, πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια, φαινομενικά δεν έχει ομοιότητες με την υπερτρίμηνη απεργία των διοικητικών υπαλλήλων σε ΕΚΠΑ και ΕΜΠ, πέρα ίσως από την αποφασιστικότητα και την εμμονή στο στόχο που επιδεικνύει το στρατόπεδο των αγωνιζόμενων. Αν ψάξει κανείς βαθύτερα τα πράγματα, θα βρει σίγουρα και άλλες ομοιότητες, όμως δεν είναι αυτή η πρόθεση της στήλης. Σε μια άλλη ομοιότητα θέλει να εστιάσει. Αυτή που αφορά την τακτική και τους χειρισμούς της εξουσίας.
Ραγκούσης τότε, Αρβανιτόπουλος σήμερα, διαφορετικά τα πεδία αντιπαράθεσης, όμως οι τακτικοί χειρισμοί εμφανίζουν τρομερή ομοιότητα κι αξίζει τον κόπο να τους κωδικοποιήσουμε, γιατί αποχτούν γενικότερη σημασία.
Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από αδιαφορία: «εμείς κάνουμε τη δουλειά μας απερίσπαστοι, εσείς είναι σαν να μην υπάρχετε – τζάμπα ταλαιπωρείστε, δεν πρόκειται να βγάλετε τίποτα».
Ακολουθεί μια ψυχροπολεμική προπαγάνδα, με απειλή καταστολής. Οι απειλές εκτοξεύονται καθημερινά μέσω των ΜΜΕ, για να τρομάξουν τους αγωνιζόμενους. Για να γίνουν περισσότερο πιστευτές γίνονται και τα προκαταρκτικά της καταστολής, ενώ τίθενται και dead lines: αν μέχρι την τάδε μέρα δεν σταματήσετε, θα επέμβει η αστυνομία.
Οταν οι αγωνιζόμενοι περιφρονούν τις απειλές και δεν συμμορφώνονται στα κατασταλτικά τελεσίγραφα, ο αντίπαλος αρχίζει να εκνευρίζεται. Βλέπει ότι πλέον έχει χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, οπότε αρχίζει τη διαδικασία του «διαλόγου».
Βασικό εργαλείο στο «διάλογο» είναι οι υποσχέσεις για «βόλεμα κάτω από το τραπέζι». «Δεν μπορώ επίσημα να πάρω πίσω όσα έλεγα, δεν είμαι μόνος μου στην κυβέρνηση, αλλά άμα σταματήσετε σας υπόσχομαι ότι σιγά-σιγά και χωρίς θόρυβο θα κερδίσετε όλοι αυτό που ζητάτε».
Σ’ αυτή τη φάση εμφανίζονται πάντοτε και κάποιοι από τους φίλους των αγωνιζόμενων, οι οποίοι συνδράμουν τον υπουργό και εμφανίζονται ως εγγυητές για όσα αυτός υπόσχεται (χωρίς να τα δίνει γραπτά). «Τί θέλετε να κάνει, δεν μπορούμε να του ζητάμε και να εξευτελιστεί πολιτικά. Πρέπει να τον βοηθήσουμε, για να μας βοηθήσει κι αυτός», λένε με ύφος όλο νόημα.
Οταν οι αγωνιζόμενοι δεν τσιμπάνε σ’ αυτό, αλλά ζητούν καθαρές λύσεις και στο φως της μέρας, έρχεται η ώρα της εκ των έσω υπονόμευσης και των πισώπλατων μαχαιρωμάτων. Κάποιοι από το στρατόπεδο των αγωνιζόμενων, οι οποίοι προηγουμένως εμφανίζονταν απλά ως «λιγότερο μαχητικοί», πετάνε τις μάσκες και τάσσονται ανοιχτά πια στο πλευρό της εξουσίας, με στόχο να διασπάσουν το αγωνιστικό μέτωπο, εκμεταλλευόμενοι την κούραση που αναμφισβήτητα υπάρχει μετά από ένα μακρόχρονο αγώνα, αλλά και την ανασφάλεια και την εξ αυτής ταλάντευση σε κάποια κομμάτια των αγωνιζόμενων.
Η Υπατία «έπεσε» όταν χτυπήθηκε από τα μέσα. Δεν άντεξε άλλο. Ο αγώνας των διοικητικών υπαλλήλων συνεχίστηκε όλη αυτή τη βδομάδα με χτυπήματα από τα μέσα, που πήραν τη μορφή συνδικαλιστικού πραξικοπήματος. Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η εξέλιξή του (θα τη μάθετε ασφαλώς από άλλες στήλες της εφημερίδας μας), όμως αυτή η σύντομη κωδικοποίηση της τακτικής της αστικής εξουσίας μας δείχνει δυο πράγματα. Πρώτο, ότι αυτή η εξουσία δεν είναι ανίκητη και δεν μπορεί πάντα να νικά με τη χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών. Δεύτερο, ότι τα γερά κάστρα αλώνονται πάντοτε από τα μέσα, με προδοσία.
Π.Γ.