Τριάντα πέντε άνθρωποι «απ’ όλο το φάσμα της πνευματικής ζωής του τόπου» συγκρότησαν, λέει, «μέτωπο κατά της δράσης των οργανωμένων φασιστικών ομάδων». Αν και ορισμένοι απ’ αυτούς δε θα μπορούσαν με τίποτα να περιληφθούν στη χορεία των «πνευματικών ανθρώπων» (με κορυφαίο τον γνωστό Νταλάρα κι από πίσω του τον Παντελή Καψή και τον Πρετεντεράκο), δε θα μείνουμε σ’ αυτό. Θα μείνουμε στο παρδαλό μέτωπο.
Παρά τον ρεφορμισμό και τον αστικό φιλελευθερισμό ορισμένων απ’ αυτούς, ο αντιφασισμός τους δεν αμφισβητείται. Αναφερόμαστε σε ανθρώπους σαν τον Δ. Μαρωνίτη, την Αλκη Ζέη, τη Μαρία Φαραντούρη. Τι δουλειά, όμως, έχουν με τον αντιφασισμό άνθρωποι σαν τον νεοφιλελεύθερο Βερέμη, δεξί χέρι της Γιαννάκου όταν σφαγίαζε τα πανεπιστήμια, σαν τον ακροδεξιό θεολόγο Γιανναρά, σαν τον λυσσασμένο Πρετεντέρη και τον πρώην υπουργό Μ. Σταθόπουλο (για ν’ αναφέρουμε μερικούς μόνο);
Τι είναι αυτό που ένωσε τους 35 και συνυπέγραψαν αυτό το κείμενο; Είναι η πίστη τους στο αστικό καθεστώς. Δηλαδή, σ’ εκείνο το καθεστώς που γεννά και θρέφει το φασισμό. Για όλους αυτούς (και πολλούς ακόμη) ισχύουν στο πολλαπλάσιο κάποιες επισημάνσεις που έκανε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, μιλώντας στο πρώτο συνέδριο των αντιφασιστών συγγραφέων:
«Πολλοί από εμάς τους συγγραφείς, που έχουμε γνωρίσει και τρομάξει με τη φρίκη του φασισμού, δεν κατάλαβαν ακόμη αυτή τη θεωρία και δεν κατάφεραν ακόμη ν' ανακαλύψουν τη ρίζα αυτής της ωμότητας που τους τρομάζει. Γι' αυτούς υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να θεωρήσουν τις θηριωδίες του φασισμού σαν περιττές θηριωδίες. Εμμένουν στις σχέσεις ιδιοκτησίας γιατί πιστεύουν ότι για την υπεράσπισή τους δεν είναι αναγκαίες οι θηριωδίες του φασισμού. Αλλά οι θηριωδίες αυτές είναι αναγκαίες για τη διατήρηση των σχέσεων ιδιοκτησίας που επικρατούν. Στο σημείο αυτό οι φασίστες δεν λένε ψέματα, λένε την αλήθεια. Οσοι από τους φίλους μας νιώθουν φρίκη με τις θηριωδίες του φασισμού όσο κι εμείς, αλλά θέλουν και να διατηρήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας ή συμπεριφέρονται αδιάφορα απέναντί τους, δεν μπορούν να κάνουν έναν μακροχρόνιο και ισχυρό αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα που εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ, γιατί δεν είναι σε θέση να καθορίσουν και να επιφέρουν τις κοινωνικές εκείνες συνθήκες κάτω από τις οποίες η βαρβαρότητα θα ήταν περιττή. Οσοι, όμως, αναζητώντας τη ρίζα του κακού, κατέληξαν στις σχέσεις ιδιοκτησίας, κατέβηκαν όλο και πιο βαθιά, πέρασαν μέσα από μια κόλαση όλο και μεγαλύτερων φρικαλεοτήτων, μέχρι που έφτασαν εκεί όπου ένα μικρό τμήμα της ανθρωπότητας θεμελίωσε την ανελέητη εξουσία του. Και τη θεμελίωσε πάνω στην ιδιοκτησία του ενός, που χρησιμεύει στην εκμετάλλευση του συνάνθρωπου και που γι' αυτό πρέπει να την υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια, με άρνηση ενός πολιτισμού, ο οποίος δεν προσφέρεται πια για την υπεράσπισή του ή δεν είναι πια κατάλληλος γι' αυτή, και ακόμα με την εγκατάλειψη όλων των αρχών της ανθρώπινης συνύπαρξης γενικά, για τις οποίες η ανθρωπότητα με τόσο θάρρος και για τόσα πολλά χρόνια αγωνίστηκε απεγνωσμένα.
Σύντροφοι, ας μιλήσουμε για τις σχέσεις ιδιοκτησίας!».
Σ’ ένα άλλο κείμενό του ο Μπρεχτ έγραφε, αναφερόμενος και πάλι στη σχέση φασισμού-διανόησης:
«Στην πραγματικότητα, αυτό είναι και το κύριο ερώτημα: Πώς μπορούμε να γίνουμε κτήνη της διανόησης, κτήνη με την έννοια που οι φασίστες θεωρούν απειλητική για την κυριαρχία τους. Ενα κτήνος είναι κάτι το δυνατό, το τρομακτικό, το καταστροφικό. Ακούγεται βάρβαρα. Πιστεύετε όμως ότι η βαρβαρότητα μπορεί να καταπολεμηθεί με την αθωότητα; Θα ήταν σαν να θέλαμε ν' ανακόψουμε την ορμή ενός ξίφους προτάσσοντας τις αρτηρίες μας. Πρέπει να μάθουμε να το κατανοούμε: Και η καλοσύνη βλάπτει. Βλάπτει την ωμότητα. Το κάθαρμα δολοφονεί, αλλά ενεργεί μόνο με το φόνο όταν θέλει να εξαφανίσει κάτι από τον κόσμο. Καταλαβαίνετε: Δεν εννοώ να γυρίσουμε πίσω και να σκοτώσουμε τον Χίτλερ. Αυτό θα ήταν κτηνώδες, αλλά όχι έξυπνο. Πρέπει όμως να χρησιμοποιήσει κανείς κάτι το θανατηφόρο, αλλιώς το κάθαρμα θα συνεχίσει να ζει μέχρι το τέλος των ημερών του ή τουλάχιστον των δικών μας ημερών. Πώς μπορούμε εμείς οι συγγραφείς να γράφουμε θανατηφόρα;».
Αν ζούσε σήμερα αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας, τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του οποίου κάνουν πως δεν γνωρίζουν οι σημερινοί αστοφιλελεύθεροι, δε θα έδειχνε καν κατανόηση για τέτοια «αντιφασιστικά μέτωπα».