Οπου πόλεμος, λιμός, σεισμός και καταποντισμός, δεν χάνουν την ευκαιρία οι διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να κάνουν επίδειξη φιλανθρωπίας αποστέλλοντας «βοήθεια» στους πληγέντες. Λίγες φορές ωστόσο βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας πληροφορίες για τους πραγματικούς παραλήπτες αυτής της «βοήθειας». Η περίπτωση της Αϊτής, που μετατράπηκε σε ερείπια από τον καταστροφικό σεισμό του 2010, είναι αποκαλυπτική για τη διαδρομή που συνήθως ακολουθεί αυτή η «βοήθεια».
Σύμφωνα με μια νέα έκθεση του αμερικάνικου «Center for Economic and Policy Research», το μεγαλύτερο μέρος της αμερικάνικης «βοήθειας» που δόθηκε στην Αϊτή μετά το σεισμό κατέληξε σε αμερικάνικες εταιρίες και οργανώσεις. Συγκεκριμένα, από τα 1.15 δισ. δολάρια της αμερικάνικης «βοήθειας», το μεγαλύτερο μέρος πήγε κατευθείαν σε αμερικάνικες εταιρίες και οργανώσεις και περισσότερο από το μισό μόνο στην περιοχή της Ουάσιγκτον. Μόλις το 1% πήγε κατευθείαν σε εταιρίες της Αϊτής.
Η έκθεση αποκαλύπτει, επίσης, ότι ο μεγαλύτερος παραλήπτης της αμερικάνικης βοήθειας μετά το σεισμό στην Αϊτή ήταν η «Chemonics International», μια διεθνής εταιρία ανάπτυξης με έδρα την Ουάσιγκτον και περισσότερους από 4.800 υπαλλήλους. Εκτός από την Παγκόσμια Τράπεζα και τον ΟΗΕ, η «Chemonics International» είναι ο μεγαλύτερος παραλήπτης της αμερικάνικης «βοήθειας» (USAID) στον κόσμο, έχοντας πάρει περισσότερα από 680 εκατομμύρια δολάρια μόνο το οικονομικό έτος 2012. Στην Αϊτή η εταιρία αυτή πήρε περισσότερα από τους τρεις επόμενους μεγαλύτερους παραλήπτες από το 2010, συνολικά 196 εκατ. δολάρια ή το 17% του συνολικού ποσού, όταν αϊτινές ή αμερικανοαϊτινές εταιρίες έχουν πάρει μόλις 27.8 εκατομμύρια από το 1.15 δισ., σύμφωνα με την ιστοσελίδα της USAID. Ο κύκλος εργασιών της «Chemonics International» στην Αϊτή είναι ευρύς, από την ανοικοδόμηση, την επισκευή και την ανακαίνιση δημόσιων κτιρίων και πλατειών μέχρι την οργάνωση τηλεοπτικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων για τις προεδρικές εκλογές του 2011.
Σημειωτέον ότι η έκθεση φέρνει στο φως μόνο ένα μέρος της πραγματικότητας, καθώς, όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της, «είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσει κανείς τα ίχνη όλου του ποσού λόγω αδιαφάνειας».