Χιλιάδες διαδηλωτές ξεχύθηκαν την Πέμπτη 14 Μάρτη στους δρόμους μεγάλων πόλεων στη νότια Αλγερία διαμαρτυρόμενοι για τη μεγάλη ανεργία που μαστίζει την περιοχή. Οι διαδηλώσεις ήταν μαχητικές και γρήγορα εξελίχτηκαν σε βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, ενώ οι διαδηλωτές επιτέθηκαν σε πολλά δημόσια κτίρια καταστρέφοντάς τα. Οι διαδηλωτές απαιτούν από την κυβέρνηση να επιβάλλει στις ξένες και ντόπιες εταιρίες που εκμεταλλεύονται τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της νότιας Αλγερίας να προσλαμβάνουν ντόπιους εργάτες. Επίσης, ζητούν από την κυβέρνηση να καταπολεμήσει τη μεγάλη διαφθορά, τη διαπλοκή και το νεποτισμό που χαρακτηρίζει τον αλγερινό κρατικό μηχανισμό σε όλα τα επίπεδα.
Ο βραχίονας της Αλ Κάιντα στη βόρεια Αφρική χαιρέτισε τις διαδηλώσεις του λαού δηλώνοντας ότι «τα γεγονότα στο νότο και οι διαδηλώσεις του λαού είναι φυσικό επακόλουθο των τακτικών περιθωριοποίησής του από το διεφθαρμένο αλγερινό καθεστώς αλλά και του νεποτισμού που το χαρακτηρίζει». Η συγκεκριμένη δήλωση, σε συνδυασμό με τις πρωτοφανούς για τα τοπικά δεδομένα μαζικότητας διαδηλώσεις, χτύπησε καμπανάκι για την κυβέρνηση του Αλγερίου, που βλέπει την Αλ Κάιντα να προσπαθεί να εισχωρήσει στο νότιο τμήμα της χώρας.
Αυτή δεν είναι η πρώτη εμφάνιση της Αλ Κάιντα στην περιοχή. Πρόσφατη είναι η επίθεση ισλαμιστών μαχητών στην πετρελαιοπηγή Αΐν Αμενας, η οποία συνέβη τον περασμένο Γενάρη, γεγονός που στοιχειοθετεί ότι όντως η Αλ Κάιντα προσπαθεί να αναπτύξει δεσμούς με την περιοχή. Αν πετύχει η συγκεκριμένη προσπάθεια, θα προκαλέσει αποσταθεροποίηση του αλγερινού καθεστώτος στην περιοχή, όπου όπως προαναφέρθηκε βρίσκεται συγκεντρωμένος όλος ο εθνικός ορυκτός πλούτος. Για να εμποδιστεί μια τέτοια εξέλιξη ο πρωθυπουργός της χώρας Αμπντελμαλέκ Σελάλ με δήλωσή του στις 16 Μάρτη δεσμεύτηκε ότι θα ικανοποιήσει τα βασικά αιτήματα των διαδηλωτών. Η ένταση όμως δεν αποκλιμακώθηκε και οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν σχεδόν μέχρι τα τέλη του Μάρτη, αφού ο κόσμος δεν έδωσε βάση στις κυβερνητικές υποσχέσεις.