Τους εργαζόμενους τους έχουν στραγγαλίσει, τη νεολαία την έχουν πετάξει στον Καιάδα, τους εκπαιδευτικούς τους έχουν καταδικάσει στο μακρύ μαρτύριο της πείνας, της φτώχειας, της αναξιοπρέπειας, της ανυποληψίας, με μισθούς 640 ευρώ ο νεοδιόριστος επί τριετία καταδικασμένος να εργάζεται μακριά από τον τόπο κατοικίας του, τα σχολεία ίσα που φυτοζωούν και αγωνιούν για το πώς θα «βγάλουν» τη χρονιά, τα πανεπιστήμια μαραζώνουν, εμπορευματοποιούνται και απειλούνται με σαρωτικά λουκέτα, η φοιτητική μέριμνα (σίτιση-στέγαση) είναι άθλια, ανεπαρκής και με το νέο νόμο-πλαίσιο «στον αέρα».
Κι έπειτα έρχεται… ο Αρβανιτόπουλος. «Καίγεται η καρδιά του» κι αυτουνού, σαν της Μέρκελ και πετάει το ξεροκόμματο στους έτοιμους να λιποθυμήσουν νεολαίους και εκπαιδευτικούς. Εξαγγέλλει ως πρόεδρος φιλόπτωχου σωματείου: Αύξηση του αριθμού των δικαιούχων φοιτητών και σπουδαστών για δωρεάν σίτιση, από 57.000 σε 70.000. Αύξηση του αριθμού των κλινών των εστιών κατά 700 για δωρεάν στέγαση φοιτητών και σπουδαστών. Δωρεάν σίτιση για τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι οποίοι υπηρετούν μακριά από τα σπίτια τους.
Γυρίσαμε στις αρχές του 20ου αιώνα. Την εποχή που ο δάσκαλος διάβαινε στα χωριά και του παραχωρούνταν ευγενικά απ’ την κοινότητα ένα ψευτοδωμάτιο μέσα ή δίπλα στο σχολειό. Ακόμα πιο πίσω κι από την εποχή που ενσάρκωνε στον κινηματογράφο ο νεαρός καθηγητής Παπαμιχαήλ, που την έβγαζε με ψωμί κι ελιά στα διαλείμματα.
Και μεις τώρα πρέπει να ζητωκραυγάσουμε. Πρέπει να αισθανθούμε και ευγνώμονες. Η εργαζόμενη κοινωνία, η νεολαία της, οι εκπαιδευτικοί δε θέλουν ελεημοσύνη. Δικαιούνται να τα θέλουν «όλα».