«Υποτίθεται ότι ήταν απόρθητη, η πιο ασφαλής στρατιωτική βάση στον κόσμο. Ενα πραγματικό φρούριο στο μέσο της άνυδρης, άδεντρης, άδειας ερήμου Χέλμαντ, απομονωμένο αλλά άτρωτο. Λεγόταν συχνά για την Camp Bastion, ότι η μόνη σωστή απόφαση που πήρε η Βρετανία στη διάρκεια της θερμής ιστορίας της στο Αφγανιστάν ήταν να χτίσει τη βάση στη μέση του πουθενά, με την απομόνωση ως βασική της ισχύ. Οποιοσδήποτε πλησίαζε από κάθε κατεύθυνση μπορούσε να γίνει αντιληπτός εύκολα, ν’ αναγνωριστεί και, αν αποτελούσε απειλή, να εξοντωθεί. Αυτή ήταν η θεωρία. Ομως τα γεγονότα της περασμένης Παρασκευής, όταν μια δύναμη ένοπλων Ταλιμπάν κατάφερε να κινηθεί και να παραβιάσει την ασφάλεια της βάσης γύρω στις 10.15 (τοπική ώρα), χωρίς να γίνει αντιληπτή ή να ακουστεί, έχουν προκαλέσει ισχυρό σοκ στην ηγεσία του ΝΑΤΟ».
Μ’ αυτό το γλαφυρό τρόπο ξεκινάει το άρθρο του, με τίτλο «Εχω βρεθεί μέσα στην Camp Bastion και μου φάνηκε ως το πιο ασφαλές μέρος στη γη», ο πολεμικός ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας «The Telegraph», Σον Ρέινμεντ. Συνεχίζει με περισσότερες πληροφορίες για την οχύρωση της βάσης.
H Camp Bastion άρχισε να λειτουργεί το 2006, όταν τα βρετανικά στρατεύματα μετακινήθηκαν στην επαρχία Χέλμαντ για ν’ αντιμετωπίσουν τους Ταλιμπάν. Τα επόμενα χρόνια επεκτάθηκε, λόγω της ασφαλούς θέσης της, σε μεγάλη έκταση και σήμερα καλύπτει 20 τετραγωνικά μίλια, περιλαμβάνοντας τα στρατόπεδα Bastion 1 και 2 για τα βρετανικά στρατεύματα, το στρατόπεδο Leatherneck που φιλοξενεί χιλιάδες αμερικάνους πεζοναύτες και το στρατόπεδο Shorabak, τη μεγαλύτερη βάση για τον αφγανικό στρατό στη Χέλμαντ. Ολόκληρη η περιοχή περιβάλλεται από εξωτερική ατσάλινη περίφραξη ύψους 10 μέτρων, στην κορυφή της οποίας υπάρχει τριπλό σπιράλ συρματόπλεγμα, ενώ μέσα απ’ αυτήν υπάρχει τοίχος από μπετόν, ύψους 10 μέτρων, που περιβάλλει το μεγαλύτερο μέρος των εγκαταστάσεων της βάσης. Αισθητήρες εδάφους, υπέρυθρες και θερμικές κάμερες, ανιχνευτές κίνησης και ένα ειδικά σχεδιασμένο ραντάρ μπορούν να ανιχνεύσουν κινήσεις από ανθρώπους ή αεροπλάνα σε απόσταση 20 μιλίων. Παρατηρητήρια με ειδικά φώτα έρευνας και επανδρωμένα με βαριά οπλισμένους στρατιώτες υπάρχουν κάθε 100 περίπου μέτρα σ’ όλη την περίμετρο της βάσης, η οποία επίσης περιπολείται από ειδικά εκπαιδευμένη δύναμη με τη συνοδεία σκύλων. Η μεγάλη ασφάλεια είναι ένας από τους λόγους που επιτράπηκε στο βρετανό πρίγκιπα Χάρι να υπηρετήσει στο Αφγανιστάν, κάτι που δεν έγινε ποτέ στο Ιράκ, όπου κάθε βρετανική βάση δεχόταν σχεδόν καθημερινά επιθέσεις με ρουκέτες.
Την ασφάλεια της θεωρούμενης ως απόρθητης αυτής βάσης κατάφερε να παραβιάσει μια ομάδα 19 μαχητών Ταλιμπάν, που φορούσαν αμερικάνικες στρατιωτικές στολές, τη νύχτα της 15ης Σεπτεβρίου. Αφού άνοιξαν μια τρύπα στην εξωτερική περίφραξη, σε σημείο πολύ κοντά στο χώρο στάθμευσης των αεροσκαφών, εισέβαλαν, άνοιξαν πυρ με διάφορα όπλα και έβαλαν φωτιά, προκαλώντας ζημιές ύψους άνω των 250 εκατομμυρίων δολαρίων. Πρόκειται για το πιο καταστρεπτικό χτύπημα σε στρατιωτικό εξοπλισμό σε μια μόνο επίθεση στα 11 χρόνια του πολέμου. Εξι AV-8B Harrier jet καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και δύο ακόμη έπαθαν σοβαρές ζημιές και θεωρείται απίθανο να επισκευαστούν. Καταστράφηκαν επίσης τρεις σταθμοί ανεφοδιασμού καυσίμων και έξι υπόστεγα αεροσκαφών. Στη διάρκειας 2.30 ωρών μάχη, που άρχισε όταν έγινε αντιληπτή η εισβολή, σκοτώθηκαν δύο αμερικάνοι πεζοναύτες και τραυματίστηκαν εννέα ακόμη, ενώ από τους 19 μαχητές Ταλιμπάν, οι 18 σκοτώθηκαν και ένας συνελήφθη.
Μπορεί να μην κατάφεραν οι Ταλιμπάν να σκοτώσουν ή να απαγάγουν τον πρίγκιπα Χάρι, όπως είχαν απειλήσει, κατάφεραν όμως ένα εξίσου, αν όχι σημαντικότερο από στρατιωτική άποψη, πλήγμα στις δυνάμεις κατοχής, που ερευνούν τώρα να βρουν πώς κατάφεραν οι Ταλιμπάν να φτάσουν, να διεισδύσουν και να προκαλέσουν τόση καταστροφή στην πιο ασφαλή στρατιωτική βάση. «Είναι σημαντικό να προσδιοριστεί αν ήταν μία μοναδική επίθεση ή αν μπορεί να επαναληφθεί με στόχο δυτικές ή αφγανικές βάσεις», επισημαίνουν σε σχετικό άρθρο τους οι «New York Times», παραθέτοντας την εκτίμηση του αφγανού αναλυτή Wahid Mujda, που παρακολουθεί τη δράση των Ταλιμπάν: «Δε νομίζω, είπε, ότι η επίθεση στην Camp Bastion έχει καμιά σχέση με την αντιισλαμική ταινία. Με δεδομένη την πολυπλοκότητα της επίθεσης, μπορεί να πει κανείς με σιγουριά ότι οι Ταλιμπάν εκπαιδεύονταν και προετοιμάζονταν για βδομάδες ακόμη και μήνες. Διαθέτουν ειδικούς, στρατηγούς, σχεδιαστές και οργανωτές των επιθέσεων και έχουν μεγάλη γνώση της σύγχρονης τεχνολογίας. Οι πηγές μου στους Ταλιμπάν μου λένε ότι κάθε φορά που θέλουν να επιτεθούν σε ένα σημαντικό στόχο χρησιμοποιούν τους χάρτες του Google και άλλα διαθέσιμα μέσα για να μελετήσουν και να κατανοήσουν τους στόχους τους». Ο ίδιος προέβλεψε ότι η αφγανική κυβέρνηση και οι νατοϊκές δυνάμεις θα δεχτούν παρόμοιες επιθέσεις στο μέλλον.
Ο πολεμικός ανταποκριτής της «The Telegraph» εκτιμά ότι «η επίθεση είχε ένα βασικό στόχο. Ηταν μια επίθεση αυτοκτονίας σχεδιασμένη για να δείξει ότι οι Ταλιμπάν μπορούν να επιτεθούν σε οποιαδήποτε εγκατάσταση του ΝΑΤΟ ανεξάρτητα από το πόσο ασφαλής είναι». Και καταλήγει στο άρθρο του: «Αυτό που απασχολεί τους υπεύθυνους για την ασφάλεια της Camp Bastion είναι ποια θα είναι η επόμενη ενέργεια των Ταλιμπάν. Αν οι αντάρτες μπορούν να παραβιάσουν την ασφάλεια, ίσως μπορούν να πλησιάσουν αρκετά κοντά στο αεροδρόμιο και να καταρρίψουν ένα αεροπλάνο που μεταφέρει στρατεύματα. Παρά το μεγάλο αριθμό απωλειών, η επίθεση στην Camp Bastion θεωρείται επιτυχία των Ταλιμπάν και, όπως ο IRA, μια άλλη αντάρτικη ομάδα, πεπειραμένη στο να εκμεταλλεύεται τα κενά ασφάλειας, οι Ταλιμπάν επαναλαμβάνει μόνο επιτυχίες, ποτέ αποτυχίες».
Παράλληλα, δυναμώνει ο πονοκέφαλος που προκαλεί στα αμερικανονατοϊκά επιτελεία η κατακόρυφη και συνεχής αύξηση των επιθέσεων εναντίον νατοϊκών στρατιωτών από αφγανούς στρατιώτες και αστυνομικούς.
Μόνο το Σαββατοκύριακο 15-16 Σεπτέμβρη έπεσαν νεκροί από πυρά αφγανών συναδέλφων τους έξι νατοϊκοί στρατιώτες, ανεβάζοντας τον αριθμό των θυμάτων από τέτοιες επιθέσεις τουλάχιστον στους 51 σε 36 επιθέσεις το 2012, έναντι 35 το 2011 και 20 το 2010. Τα τελευταία θύματα ήταν δύο βρετανοί στρατιώτες, σε επίθεση στη νότια Χέλμαντ το Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου, και τέσσερις αμερικάνοι στρατιώτες μαζί μ’ έναν αφγανό αστυνομικό, σε επίθεση σε φυλάκιο στην περιοχή Μιζάν της επαρχίας Ζαμπούλ στις 16 Σεπτεμβρίου. Στο φυλάκιο υπηρετούσαν έξι αμερικάνοι στρατιώτες των Ειδικών Δυνάμεων και έξι αφγανοί αστυνομικοί. Εκτός από τους νεκρούς, υπήρξαν δύο αμερικάνοι τραυματίες, ενώ οι πέντε αφγανοί αστυνομικοί δραπέτευσαν.
Προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν οι επιθέσεις αυτές, που αναμένεται ν’ αυξηθούν το επόμενο διάστημα και λόγω της προσβλητικής για το Ισλάμ αμερικάνικης ταινίας, έχουν παρθεί κάποια μέτρα, χωρίς ωστόσο κανένα αποτέλεσμα. Στις αρχές του 2012, η αφγανική κυβέρνηση επεχείρησε ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα, διώχνοντας από το στρατό όσους είχαν συγγενείς που ζούσαν στο Πακιστάν, μέτρο που στην πορεία ατόνησε, γιατί θα είχε ως αποτέλεσμα το διώξιμο μεγάλου αριθμού στρατιωτών. Το επόμενο μέτρο ήταν η συγκρότηση από τη νατοϊκή διοίκηση ενός ειδικού σώματος «φρουρών-αγγέλων», από πάνοπλους νατοϊκούς στρατιώτες που παρακολουθούν κάθε ομάδα νατοϊκών και αφγανών στρατιωτών και αστυνομικών, ακόμη και την ώρα του ύπνου, με την ελπίδα να εντοπίσουν τυχόν ύποπτους και να τους εξοντώσουν έγκαιρα. Επειδή κανένα από τα μέτρα αυτά δεν έχει αποδώσει, η αμερικανονατοϊκή διοίκηση ανακοίνωσε στις 2 Σεπτεμβρίου ότι σταματά επ’ αόριστον την εκπαίδευση νεοσύλλεκτων στον αφγανικό στρατό και την αστυνομία, προκειμένου να επανεξεταστεί η διαδικασία στρατολόγησης και να γίνει αυστηρότερος έλεγχος των τελευταίων 27.000 νεοσύλλεκτων για τυχόν σχέσεις με τους Ταλιμπάν. Λίγες μέρες αργότερα, το αφγανικό υπουργείο Αμυνας ανακοίνωσε ότι έχουν συλληφθεί ή διωχθεί εκατοντάδες αφγανοί στρατιώτες και αστυνομικοί που θεωρήθηκαν ύποπτοι για διασυνδέσεις με τους Ταλιμπάν ή άλλες ομάδες ανταρτών. Ομως μετά τις επιθέσεις του περασμένου Σαββατοκύριακου, ούτε αυτό το μέτρο θεωρείται αρκετό και η αμερικανονατοϊκή διοίκηση ανακοίνωσε στις 18 Σεπτεμβρίου ότι αναστέλλει επ’ αόριστον όλες τις κοινές αφγανονατοϊκές επιχειρήσεις, στις οποίες συμμετέχει δύναμη μικρότερη του τάγματος (800 αντρών), δηλαδή τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων.
Τα μέτρα αυτά και ιδιαίτερα η τελευταία απόφαση αποκαλύπτουν σ’ όλο της το μέγεθος την αποτυχία της αμερικάνικης στρατηγικής εξόδου από το βάλτο του Αφγανιστάν, η οποία στηρίζεται στη συγκρότηση, την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό ισχυρού αφγανικού στρατού και αστυνομίας, που θ’ αναλάβουν σταδιακά μέχρι το τέλος του 2014 όλη την ευθύνη «ασφάλειας» της χώρας και θα λειτουργούν ως προπύργιο εναντίον των Ταλιμπάν. Επίσης, η απόφαση αναστολής των κοινών επιχειρήσεων αποτελεί σημαντικό προπαγανδιστικό όπλο για τους Ταλιμπάν, γιατί επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα της τακτικής τους, ενώ αντίθετα μεγαλώνει τη δυσπιστία, την καχυποψία και την εχθρότητα ανάμεσα στα νατοϊκά στρατεύματα και στους αφγανούς εταίρους τους, οι οποίοι τώρα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες και επωμίζονται περισσότερο βάρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.