Μόλις 20 λεπτά από τη στιγμή που έκλεισαν οι κάλπες των προεδρικών εκλογών στις 17 Ιουνίου, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, που ουσιαστικά κυβερνά τη χώρα, ανακοίνωσε μια προσθήκη στη Συνταγματική Διακήρυξη που είχε εκδοθεί στις 30 Μαρτίου του 2011, με την οποία οι στρατηγοί έδωσαν στον εαυτό τους σαρωτικές πολιτικές εξουσίες, έδεσαν τα χέρια του νέου προέδρου και διασφάλισαν την πολιτική τους ισχύ και τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα της στρατιωτικής κάστας στις επικείμενες πολιτικές εξελίξεις. Δύο μέρες νωρίτερα, η στρατιωτική χούντα διέλυσε την εκλεγμένη βουλή, στην οποία την πλειοψηφία είχαν οι ισλαμιστές, ύστερα από την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, διορισμένου επί Μουμπάρακ, ότι ο εκλογικός νόμος που έδωσε τη δυνατότητα στα πολιτικά κόμματα να διεκδικήσουν τις έδρες των ανεξάρτητων βουλευτών είναι αντισυνταγματικός. Παράλληλα, ο υπουργός Αμυνας εξέδωσε διάταγμα που δίνει το δικαίωμα στη στρατιωτική αστυνομία και ασφάλεια να συλλαμβάνει πολίτες, γεγονός που σημαίνει επαναφορά του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με διαφορετική μορφή.
Με την προσθήκη στη Συνταγματική Διακήρυξη, μετά τη διάλυση της βουλής, η νομοθετική εξουσία και η κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού περνά στα χέρια της στρατιωτικής χούντας μέχρι την επικύρωση με δημοψήφισμα του νέου συντάγματος και στη συνέχεια τη διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών.
Το νέο σύνταγμα θα προκύψει από τη Συντακτική Συνέλευση, η οποία είχε εκλεγεί από τη βουλή που διαλύθηκε. Ωστόσο, στην περίπτωση που εμφανιστούν «εμπόδια», η προσθήκη προβλέπει ότι το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο έχει το δικαίωμα να διαλύσει τη συγκεκριμένη Συντακτική Συνέλευση και να διορίσει άλλη της επιλογής του. Μπορεί επίσης να επικαλεστεί το δικαίωμα να τη διαλύσει ως αντισυνταγματική αφού προέκυψε από αντισυνταγματικά εκλεγείσα βουλή. Συν τοις άλλοις, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο έχει το δικαίωμα να προβάλλει βέτο σε περίπτωση που διαφωνεί με τη Συνταγματική Συνέλευση σε άρθρα του καταρτιζόμενου συντάγματος και να τα παραπέμψει στην κρίση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ολ’ αυτά σημαίνουν ότι η στρατιωτική χούντα θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη διαμόρφωση του νέου συντάγματος, ώστε να διασφαλίσει και συνταγματικά τον πανίσχυρο ρόλο του στρατού, τα προνόμια και τα οικονομικά συμφέροντα της στρατιωτικής ελίτ καθώς και την ασυλία της από πιθανές ποινικές διώξεις.
Ο ρόλος του προέδρου που θα εκλεγεί (πιθανότατα ο υποψήφιος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μοχάμεντ Μούρσι) θα είναι, με βάση την προσθήκη, λίγο πολύ συμβολικός, ανάλογος του σημερινού πρωθυπουργού. Δεν μπορεί να κηρύξει πόλεμο, ούτε να χρησιμοποιήσει το στρατό για την καταστολή εσωτερικών ταραχών χωρίς την έγκριση της στρατιωτικής ηγεσίας. Δεν έχει καμιά εξουσία πάνω στο στρατό, στον προϋπολογισμό του, στις κρίσεις των στελεχών του, στην επιλογή της ηγεσίας του και του υπουργού Aμυνας.
Οι εξελίξεις αυτές δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η στρατιωτική χού-ντα κινείται επιθετικά για να παγιώσει τον ασφυκτικό έλεγχο του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις, να καταργήσει βήμα βήμα όλες τις κατακτήσεις της λαϊκής εξέγερσης, να αποκαταστήσει το παλιό καθεστώς με διαφοροποιημένο προσωπείο.
Παρά τις καταγγελίες εναντίον της στρατιωτικής χούντας, η Μουσουλμανική Αδελφότητα φαίνεται πως θα ακολουθήσει την κλασική τακτική της. Θα αποφύγει δηλαδή τη σκληρή αντιπαράθεση και θα επιχειρήσει να διαπραγματευτεί με τους στρατηγούς, στην περίπτωση που εκλεγεί τελικά ο υποψήφιός της, για να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα με τις λιγότερες απώλειες. Η πρώτη μεγάλη διαδήλωση στην πλατεία Ταχρίρ στις 19 Ιουνίου εναντίον της στρατιωτικής χούντας, με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, ήταν μια πρώτη απάντηση. Οχι όμως και ικανή να εμποδίζει την εφαρμογή της προσθήκης στη Συνταγματική Διακήρυξη. Οι στιγμές είναι κρίσιμες και απαιτείται σκληρός και αποφασιστικός αγώνας ενάντια στους φανερούς και κρυφούς εχθρούς του λαού για να διασωθούν οι όποιες κατακτήσεις της λαϊκής εξέγερσης.