Δεν περνάει μέρα που να μην έρχεται μια απειλητική δήλωση από ηγέτες κρατών-μελών της ΕΕ ή από θεσμικούς παράγοντες της λυκοσυμμαχίας, που αναπαράγει το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», σε σχέση πάντοτε με την τήρηση του Μνημόνιου. Το μπαράζ, βέβαια, ήρθε μετά την πρόσφατη έκτακτη σύνοδο κορυφής της ΕΕ και το –εξαιρετικά ασυνήθιστο– φαινόμενο να βγαίνει κοινή ανακοίνωση-μήνυμα προς τον ελληνικό λαό. Ανακοίνωση-μήνυμα που ψήφισαν –να μην ξεχνιόμαστε– και ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Πικραμμένος και ο… σύντροφος Χριστόφιας. Για να μη μείνει, δε, καμιά αμφιβολία για την ενότητα όλων των ευρωενωσιτών στο «μήνυμα» προς τον ελληνικό λαό, βγήκε και προσωπικά ο Ολάντ να στείλει το δικό του μήνυμα: για να μείνετε στην Ευρωζώνη θα πρέπει να τηρήσετε τις δεσμεύσεις που έχετε αναλάβει. Δε σας υποχρεώνουμε μεν, είστε ελεύθεροι ν’ αποφασίσετε ό,τι θέλετε, να γνωρίζετε όμως και τις συνέπειες.
Γιατί, άραγε, επιμένουν τόσο πολύ στην άσκηση αυτών των εκβιασμών (συχνά με χοντροκομμένο και προσβλητικό τρόπο) οι ηγέτες της ΕΕ; Δεν φοβούνται μην εξοργίσουν τον ελληνικό λαό και σπρώξουν ακόμα περισσότερους να εκφραστούν στην κάλπη υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και των λοιπών «αντιμνημονιακών»;
Καταρχάς, δεν είναι βέβαιο ότι μόνο εξοργίζουν. Κάποιοι μπορεί να θυμώνουν, κάποιοι άλλοι, όμως, μπορεί να φοβούνται. Ειδικά με το κλίμα που δημιουργούν τα ελληνικά ΜΜΕ και καθώς οι ΣΥΡΙΖΑίοι έχουν ήδη αρχίσει να τα «μασάνε». Βλέποντας ότι εκφράζεται ευρεία επιθυμία για παραμονή στο ευρώ, οι ιμπεριαλιστές ηγέτες παρεμβαίνουν με κυνικό τρόπο θέτοντας ως δίλημμα το «ευρώ ή δραχμή», με στόχο να τρομάξουν τους πιο ανασφαλείς από τους ψηφοφόρους και να τους σπρώξουν προς ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, δηλαδή προς το πολιτικό φάσμα που διαφαίνεται ότι μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Δηλαδή, ν’ αυξηθεί η συσπείρωση της ΝΔ (μετά και την επανάκαμψη της Μπακογιάννη και της πλειοψηφίας των βουλευτών του ΛΑΟΣ), ώστε να μην κινδυνέψει να χάσει την πρώτη θέση, ν’ αυξηθεί έστω και λίγο το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, για να μη βαρέσει διάλυση, και να ξαναμπεί στη Βουλή η ΔΗΜΑΡ.
Πέρα απ’ αυτό το απτό αποτέλεσμα (στην κάλπη θα δούμε το μέγεθός του), όμως, οι ιμπεριαλιστές της ΕΕ πετυχαίνουν κάτι πολύ πιο σημαντικό. Εχουν καταφέρει να ορίσουν την ατζέντα και ν’ αναγκάσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να «προσαρμοστεί» σ’ αυτή την ατζέντα. Το είχαν ξανακάνει με τον Σαμαρά, την περίοδο της αντιμνημονιακής ρητορικής του τελευταίου. Οι ευρωπαίοι συντηρητικοί ουδέποτε συμφώνησαν με την τακτική του Σαμαρά, ότι πρέπει να ρητορεύει αντιμνημονιακά, προκειμένου να μαζεύει την πολιτική διαρροή του ΠΑΣΟΚ. Τον πίεζαν συνέχεια, του είχαν κάνει το βίο αβίωτο μέσα στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και την κατάλληλη στιγμή, όταν ο Παπανδρέου κατέρρευσε, τον εξανάγκασαν να μπει στη συγκυβέρνηση και να υποστεί τεράστια πολιτική ζημιά. Θεωρούν, λοιπόν, ότι αυτή η τακτική είναι αποτελεσματική για τα συμφέροντά τους και αδιαφο- ρούν για την τύχη των αστικών κομμάτων.
Προκύπτει, βέβαια, ένα άλλο ερώτημα: αφού ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν το κουνάει ρούπι από την Ευρωζώνη κι ότι θα επιδιώξει να επαναδιαπραγματευθεί κάποια πράγματα μέσα στο θεσμικό της σύστημα, γιατί οι ιμπεριαλιστές ηγέτες δεν του δείχνουν εμπιστοσύνη, αλλά τον πολεμούν, ώστε να του κόψουν το δρόμο προς την εξουσία; Μιλώντας γενικά, θα λέγαμε ότι τον πολεμούν για τους ίδιους λόγους που πολεμούσαν και τον Σαμαρά. Για να τον αναγκάσουν σε μεγαλύτερη «ευθυγράμμιση» και για να περάσουν σε όλη την ΕΕ το μήνυμα ότι κανείς δεν επιτρέπεται να διαφωνεί με τις αποφάσεις των Βρυξελλών και τα κελεύσματα του γερμανογαλλικού άξονα. Εχει αποδειχτεί πως όσο αυξάνουν την πίεση πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ τόσο αυτός «λειαίνει τις γωνίες». Γιατί, λοιπόν, να μη συνεχίσουν στην ίδια γραμμή; Εχουν, όμως, και άλλους λόγους να μην εμπιστεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ και να μην τον αντιμετωπίζουν ως ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ.
Πρώτο, το πολιτικό συνονθύλευμα που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ φρέσκο στη χορεία των κομμάτων εξουσίας. Στην προηγούμενη Βουλή ήταν μόλις το πέμπτο κόμμα και η εκτίναξή του συνέβη ξαφνικά. Κανείς σώφρων ιμπεριαλιστής ηγέτης δεν εμπιστεύεται κάτι που του είναι εν πολλοίς άγνωστο. Δεύτερο, επειδή ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνονθύλευμα, γεννά ερωτηματικά και αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα της ηγετικής του ομάδας να ελέγχει το σύνολο, ιδιαίτερα μετά το απότομο φούσκωμα. Θεωρούν, δηλαδή, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμα ανώριμος για ν’ ασκήσει εξουσία. Τρίτο και κυριότερο, γνωρίζουν πολύ καλά, από τις αναλύσεις που κάνουν τα επιτελεία τους, ότι το εκλογικό φούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κοινωνικό ισοδύναμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ΠΑΣΟΚ του 1977-81. Δεν «καβαλά» σε κανένα ριζοσπαστικό κίνημα, δεν έχει συνδικαλιστές και συνδικάτα, δεν έχει κόσμο. Εχει μόνο ψήφους που μπορεί να τις χάσει με την ίδια ευκολία που τις κέρδισε. Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κάτι το μόνιμο για να το «πουλήσει» στους ιμπεριαλιστές της Ευρωένωσης, γι’ αυτό κι αυτοί δεν δείχνουν καμιά πρεμούρα να «αγοράσουν».
Αν δουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατοχυρώνεται όχι μόνο σε μια-δυο εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ευρύτερα και με χαρακτηριστικά μονιμότητας, τότε σίγουρα θα τον αναγνωρίσουν ως «συνομιλητή» τους στην Ελλάδα, όπως είχαν κάνει και οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Μέχρι τότε, θα ασκούν συνέχεια πίεση, έτσι που, αν τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ καταστεί «συνομιλητής» τους στην Ελλάδα, να είναι ένας ΣΥΡΙΖΑ απόλυτα «ρονταρισμένος» και να μπορεί (και όχι μόνο να θέλει) να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ.
Κατά τα άλλα, όλοι οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κλείσει με νόημα το μάτι για πιθανές αλλαγές στους ρυθμούς εφαρμογής του Μνημόνιου, καταλαβαίνοντας ότι αυτοί δεν μπορεί να είναι οι σχεδιασμένοι, γιατί τότε θα ρισκάρουν μια κοινωνική έκρηξη και δε θα υπάρχει μηχανισμός (πολιτικός ή κοινωνικός) για να την ελέγξει. Περιμένουν το εκλογικό αποτέλεσμα και ανάλογα με τις εξελίξεις θα πορευτούν. Δεν έχουν, άλλωστε, κανένα λόγο να βιάζονται. Τα τοκοχρεολύσια τα εισπράττουν κανονικότατα και η «κινεζοποίηση» έχει προχωρήσει τόσο πολύ που μπορεί να κάνουν «κράτει» για ένα διάστημα. Αλλωστε, και ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει πλέον ότι δε θα επαναφέρει μισθούς, συντάξεις, χαράτσια και κοινωνικές δαπάνες στα επίπεδα του 2009, αλλά απλώς δε θα πάρει νέα μέτρα.