Ισως τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές ο Αραφάτ να είναι κι επίσημα πλέον νεκρός και τα μηχανήματα να έχουν αποσυνδεθεί απ’ τον ιστορικό ηγέτη της Παλαιστίνης. Τον «Γέρο», όπως πολλοί είχαν συνηθίσει να τον αποκαλούν, που αποτελεί από τους λίγους ηγέτες στον κόσμο που έχαιρε τέτοιας παγκόσμιας εκτίμησης. Εναν άνθρωπο που είτε το θέλουμε είτε όχι αποτέλεσε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής της Παλαιστινιακής αντίστασης. Από την εποχή της ίδρυσης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, στις 28 Μάη του 1964, μέχρι την πολιορκία της Βηρυτού, το δίμηνο Ιούνη-Ιούλη του 1982, και την πρώτη Ιντιφάντα το 1987. Μιας εποχής με εκατόμβες θυμάτων. Ο Αραφάτ, αν και ποτέ –ακόμα και στις καλύτερες μέρες του- δεν ήταν συνεπής εκφραστής του παλαιστινιακού αγώνα, αντανακλούσε αυτό το πάθος του λαού με τη μεγαλύτερη μεταπολεμική ιστορία αγώνων για εθνική απελευθέρωση.
Ομως μέχρι εκεί. Γιατί ο Αραφάτ ταυτίστηκε και με συνεχείς υποχωρήσεις που είχαν ξεκινήσει ακόμα από την εποχή της ανακήρυξης του «ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους» στο Αλγέρι, το Νοέμβρη του 1988, με την ταυτόχρονη αναγνώριση του Ισραήλ από τον ίδιο και την πολιτική του διακήρυξη που εμπεριείχε «μετριοπάθεια, ευελιξία και ρεαλισμό, ό,τι δηλαδή μας ζητούσε η Δύση να επιδείξουμε» (σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Αραφάτ μετά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου ο ίδιος κατήγγειλε την «τρομοκρατία»), καταλήγοντας στις κακόφημες συμφωνίες του Οσλο το 1993 και τους εναγκαλισμούς με τον Κλίντον το 1998. Τότε που η Δυτική Οχθη είχε γεμίσει με αφίσες του «πλανητάρχη» που «είχε ένα όνειρο – Ελεύθερη Παλαιστίνη» (We have a dream – Free Palestine).
Το χειρότερο όμως για τον Παλαιστίνιο ηγέτη, που κατά πολλούς «είχε παντρευτεί την επανάσταση», ήταν ότι το όνομά του ταυτίστηκε με μια εξουσία διεφθαρμένη. Μια εξουσία που έβαλε στα κελιά τα καλύτερα παιδιά της Παλαιστινιακής γης (μη διστάζοντας να συνεργαστεί και με τη CIA για την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας») στην εποχή της «ειρήνης των γενναίων», όταν στην Παλαιστίνη αναδυόταν η ντόπια αστική τάξη υπό το «κράτος» της Παλαιστινιακής Αρχής.
Ανοίγοντας παρένθεση και για να προλάβουμε την καταγγελία από κάποιους για ιεροσυλία, θα θέλαμε να σας θυμίσουμε τι έλεγαν οι δυο Παλαιστίνιοι –μέλη των σωμάτων ασφαλείας της Π.Α- όταν ήρθαν εξόριστοι στην Αθήνα το Μάη του 2002: «Μας εκπαίδευσαν στις ΗΠΑ και τώρα μας λένε τρομοκράτες» («Ελευθεροτυπία», 24/5/02). Εξάλλου, οι σχέσεις με τη CIA δε μπόρεσαν να κρατηθούν μυστικές μετά τα αλλεπάλληλα ταξίδια του αρχηγού της (τέσσερα τον αριθμό την τριετία 1996-1998) στην Παλαιστίνη και την περίοπτη θέση που αυτός κατείχε σε μια σειρά «ειρηνευτικών συνομιλιών» (ο χώρος της εφημερίδας δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε άλλο).
Αν, όμως, το πογκρόμ ενάντια στις οργανώσεις της πρώτης Ιντιφάντα, στα χρόνια που ακολούθησαν τις συμφωνίες του Οσλο, αφόπλισαν τον παλαιστινιακό λαό, τα χρόνια της «ειρήνης» βάθυναν την ταξική του διάσπαση. Από τη μια κάποιοι έμποροι, επιχειρηματίες και πολιτικοί, που τα πορτοφόλια τους άνθισαν στα εφτά χρόνια της ειρήνης, κι από την άλλη οι εργάτες στα σκλαβοπάζαρα του Ισραήλ, που στήνονταν καθημερινά για ώρες στα μπλόκα, προκειμένου να περάσουν τα ισραηλινά «εσωτερικά» σύνορα για ένα κομμάτι ψωμί, που έβλεπαν τους εποίκους να αυξάνονται και να λυμαίνονται τα παλαιστινιακά εδάφη, έχοντας πάρει γενναίες επιχορηγήσεις απ’ το ισραηλινό κράτος, ενώ όποιος Παλαιστίνιος έχτιζε «παράνομα» αντιμετώπιζε τη μπουλντόζα και τον κίνδυνο να μείνει ανά πάσα στιγμή άστεγος μαζί με τη φαμίλια του.
Γι’ αυτό και η «χρυσή εποχή» δεν κράτησε πολύ. Το Σεπτέμβρη του 2000 ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα και μαζί με το θάνατο της «ειρήνης των γενναίων» πέθανε και η πολιτική του Αραφάτ. Ο ίδιος, όμως, συνέχιζε να «κλείνει το μάτι» σε όσους αντιστέκονταν, να αφήνει τους «τρομοκράτες» των Ταξιαρχιών του Αλ-Ακσά μέσα στην οργάνωσή του (τη Φατάχ), με την ίδια άνεση που κατακεραύνωνε την «τρομοκρατία» (βλ. σχετικό του άρθρο στους New York Times, το Φλεβάρη του 2002).
Με τον καιρό, όμως, η αμερικάνικη υποστήριξη έφυγε. Ο Αραφάτ, που τους ήταν χρήσιμος για να ελέγξουν τις αντιστάσεις και να καθυποτάξουν τον Παλαιστινιακό λαό, δεν εκπλήρωσε το ρόλο του. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να τον βάλουν στη μπάντα. Ο ίδιος εξαναγκάστηκε τα περισσότερα χρόνια να μείνει κλεισμένος στο αρχηγείο του στη Ραμάλα μη μπορώντας να κάνει τίποτα πλέον. Κι η γυναίκα του να απολαμβάνει τα πανάκριβα μοντελάκια και αρώματα της παρισινής κολεξιόν μακριά απ’ την Παλαιστινιακή γη και με τη σιγουριά μιας άνετης ζωής.