Ο Γκάρι Λίνεκερ είχε δώσει πριν μερικά χρόνια έναν ευρηματικότατο ορισμό του ποδοσφαίρου: «Ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα στο οποίο παίζουν 11 εναντίον 11 και στο τέλος κερδίζουν πάντοτε οι Γερμανοί». Παραφράζοντας την πικρία του άγγλου μπαλαδόρου, λόγω των αλλεπάλληλων ηττών της αγγλικής εθνικής ομάδας από τη γερμανική, και μεταφέροντάς τον στο επίπεδο της ΕΕ θα μπορούσαμε να πούμε: «Σύνοδος κορυφής της ΕΕ είναι ένα διήμερο εντατικών διαβουλεύσεων, διαγκωνισμών και παζαριών, που στο τέλος κερδίζει ο γαλλογερμανικός άξονας».
Ο γαλλογερμανικός άξονας είναι η καρδιά και ο κινητήριος μοχλός της ΕΕ. Από τη σταθερότητά του εξαρτάται η ίδια η πορεία της ΕΕ. Γι’ αυτό και όταν εμφανίζονται αποκλίσεις ή και διαφορετικές θέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ηγεμονεύουσες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, το παζάρι αφορά κυρίως την αποκατάσταση μιας ισορροπίας μεταξύ τους, ώστε να μη τεθεί σε κίνδυνο η ηρεμία της ΕΕ. Πλείστες όσες φορές Γερμανία και Γαλλία έχουν διαφωνήσει, στο τέλος όμως τα βρίσκουν (πάντα μέσα από παζάρι, περισσότερο ή λιγότερο σκληρό) και γι’ αυτό η ΕΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως διεθνική οικονομική και πολιτική οντότητα.
Αυτό συνέβη και στις 17 Δεκέμβρη. Οσοι πιστεύουν ότι στη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών γινόταν ένα παζάρι με επίκεντρο το ελληνικό και ελληνοκυπριακό εθνικό συμφέρον (έτσι όπως το αντιλαμβάνονται η ελληνοκυπριακή και η ελληνική αστική τάξη) είναι μακριά νυχτωμένοι. Το παζάρι αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, έτσι όπως τις αντιλαμβανόταν η Γαλλία και η Γερμανία, που δεν είχαν ταυτόσημη θέση. Ενεργό ρόλο σ’ αυτό το παζάρι έπαιζε και ο Μπλερ που μετέφερε στη σύνοδο την αμερικάνικη γραμμή. Το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά μόνο ως παρωνυχίδα απασχόλησαν τη σύνοδο και μάλιστα αφού πρώτα τέλειωσε το κυρίως παζάρι και η Γαλλία με τη Γερμανία κατέληξαν σε μια κοινή συμβιβαστική γραμμή.
Η γραμμή αυτή ήταν πιο κοντά στη γαλλική θέση. Δηλαδή, το σχέδιο ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία να μην έχει υποχρεωτική κατάληξη την ένταξη, αλλά η κατάληξη να κριθεί και πάλι από το κονκλάβιο των ηγετών των «25» (ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία και η Αυστρία έχουν δηλώσει ότι θα κάνουν και δημοψηφίσματα, αλλά σε 10 χρόνια κανείς δεν θα δεσμεύεται από δηλώσεις του σήμερα). Η Γαλλία υποχώρησε αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα «ένταξη ή ειδική σχέση» και η Γερμανία υποχώρησε στο ζήτημα της υποχρεωτικότητας της ένταξης.
Για να υπάρξει αυτή η κατάληξη υπήρξαν ολονύχτια παζάρια με την τουρκική πλευρά, η οποία είχε υπέρ της τη Γερμανία και την Αγγλία. Είναι η πρώτη φορά που η ΕΕ δεν δίνει «πακέτο» τις θέσεις της σε ένα υποψήφιο κράτος μέλος, αλλά διαπραγματεύεται συνεχώς μαζί του. Είναι, όμως, και η πρώτη φορά που η ΕΕ θέτει τόσο σκληρούς όρους σε ένα υποψήφιο μέλος. Τέτοιοι όροι, τόσο στενή παρακολούθηση (ανά τρίμηνο) και τέτοιος μηχανισμός αναστολής δεν έχουν τεθεί σε άλλο υποψήφιο μέλος. Είναι δε η πρώτη φορά που η ΕΕ δεν εγγυάται εκ των προτέρων την ένταξη ενός υποψήφιου μέλους ακόμα και μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, αλλά εξαρτά την ένταξη από νέα ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών. Ο Ερντογάν με όλο το επιτελείο της τουρκικής διπλωματίας μπήκε στο παιχνίδι και προσπάθησε να κερδίσει όσο μπορούσε περισσότερα, μιας και ήταν σαφές πως δεν υπήρχε περίπτωση το μπλοκ στο οποίο ηγούνταν Γαλλία και Αυστρία να κάνει πίσω και να υιοθετήσει τη γερμανική θέση, δηλαδή να είναι υποχρεωτική η ένταξη μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Το πιο σημαντικό που κέρδισε ήταν να τοποθετηθεί η ημερομηνία έναρξης της ενταξιακής διαδικασίας τον Οκτώβρη του 2005, δηλαδή επί βρετανικής προεδρίας.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, Κυπριακό και Ελληνοτουρκικά δεν μπήκαν καθόλου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σιγά που θα άφηναν αυτά τα ασήμαντα (για τους ιμπεριαλιστές της Ευρώπης) θέματα να προσδιορίσουν την πορεία των διαπραγματεύσεων. Σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά η ρύθμιση ήταν μάλλον εύκολη, γιατί ουσιαστικά ακολουθήθηκε η γραμμή του Ελσίνκι. Οι νέες διατυπώσεις που επιλέγησαν αντικατοπτρίζουν ένα νέο συμβιβασμό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ο Ερντογάν απαίτησε και πέτυχε να μην είναι υποχρεωτική η προσφυγή στη Χάγη (όπως προέβλεπε το Ελσίνκι) και ο Καραμανλής απαίτησε και πέτυχε να απαλειφθεί η αναφορά στην επίλυση «συναφών θεμάτων» πλην των συνοριακών. Η ουσία είναι πως από το Ελσίνικι έχει ναυαγήσει η «ευρωπαϊκή στρατηγική» της ελληνικής αστικής τάξης στα ελληνοτουρκικά. Ουσιαστικά, η ΕΕ βγάζει την ουρά της έξω από τις όποιες ελληνοτουρκικές διαφορές και καλεί τα δυο μέρη ή να τα βρουν με απευθείας διαπραγματεύσεις ή να πάνε στη Χάγη. Πάντως, οι όποιες διαφορές τους δεν αποτελούν «ύλη» με την οποία θα ασχοληθούν τα όργανα της ΕΕ. Και βέβαια, από την εποχή του Ελσίνκι, ελληνοτουρκική διαφορά δεν είναι μόνο η υφαλοκρηπίδα, όπως «έλεγε» η παλιά γραμμή του ελληνικού κράτους, αλλά οποιοδήποτε ζήτημα τεθεί από οποιαδήποτε από τις δυο πλευρές.
Το Κυπριακό, όμως, ήταν ένα αγκάθι που οι «25» κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν όταν πια είχαν ολοκληρωθεί τα παζάρια με την Τουρκία. Φυσικά, ήταν σαφές ότι δεν έμπαινε θέμα διπλωματικής αναγνώρισης της Κύπρου από την Τουρκία. Αυτό το είχε αποδεχτεί και ο Παπαδόπουλος και ας έκανε το μάγκα πριν τη σύνοδο κορυφής. Εκείνο που ζητούσε ήταν η άμεση υπογραφή του πρωτοκόλλου επέκτασης της τελωνειακής σύνδεσης, για να έχει κάτι να επιδεικνύει όταν θα γυρνούσε στη Λευκωσία. Ομως και ο Ερντογάν δεν ήταν διατεθειμένος να βάλει την υπογραφή του, γιατί έχει τα δικά του προβλήματα στην Τουρκία και δεν ήθελε να φανεί πως υποχώρησε στην απαίτηση της Λευκωσίας.
Ποιος πλήρωσε το κάγκελο σ’ αυτό το παιχνίδι εντυπώσεων; Ο Παπαδόπουλος, φυσικά, που ήταν εντελώς απομονωμένος και δεν είχε τα κότσια για βέτο (δεν είχε μαζί του ούτε τον Καραμανλή και είχε προειδοποιηθεί να μην τολμήσει να ασκήσει βέτο, γιατί θα του κόψουν τα πόδια επιβάλλοντας ντεφάκτο αναγνώριση της Τουρκοκυπριακής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου). Ποια ήταν η συμβιβαστική φόρμουλα; Να γίνει στο τελικό κείμενο των συμπερασμάτων της προεδρίας αναφορά σε δήλωση Ερντογάν (δήλωση που αυτός ουδέποτε έκανε διά ζώσης), ότι κάποια στιγμή μέχρι την έναρξη των διαπραγματεύσεων η Τουρκία θα υπογράψει την επέκταση του πρωτοκόλλου της Αγκυρας (τελωνειακή σύνδεση) και με τα 10 νέα κράτη μέλη της ΕΕ.
Ο Ερντογάν φρόντισε να πει μέσα στη σύνοδο κορυφής ότι αυτή η επέκταση κατά κανένα τρόπο δεν συνιστά αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ και ο προεδρεύων ολλανδός πρωθυπουργός έβαλε τη σφραγίδα της ΕΕ στην τουρκική άποψη, δηλώνοντας στην τελική συνέντευξη Τύπου προς εκατοντάδες δημοσιογράφους απ’ όλο τον κόσμο: «Η υπογραφή του πρωτοκόλλου από την Τουρκία δεν συνιστά επίσημη ή νομική αναγνώριση της Κύπρου». Ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας Α. Γκιουλ υπήρξε πιο σαφής μιλώντας στο CNN Turk: «Δεν πρόκειται η Τουρκία να υπογράψει κάποιο πρωτόκολλο με την ελληνοκυπριακή διοίκηση. Αυτό που θα υπογράψουμε είναι ένα πρωτόκολλο που θα δείχνει το περιεχόμενο της τελωνειακής ένωσης μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ. Το πρωτόκολλο αυτό θα υπογραφεί από την Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα εκπροσωπεί τις 25 χώρες μέλη της ΕΕ». Απορεί, λοιπόν, κανείς για ποιο λόγο πανηγυρίζουν ο Παπαδόπουλος με τον Καραμανλή. Η απορία, βέβαια, έχει ρητορική σημασία. Οι αστοί πολιτικοί έχουν μάθει να πανηγυρίζουν ακόμα και όταν υφίστανται διπλωματικό Βατερλό. Σ’ αυτή τη στάση τους οδηγεί το ένστικτο της (πολιτικής) αυτοσυντήρησης.
Μέχρι τον Οκτώβρη, όμως, μεσολαβούν 10 μήνες στους οποίους μπορούν να γίνουν πάρα πολλά ώστε ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός να βρεθεί με την πλάτη στο καναβάτσο. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ με μια δήλωση γεμάτη σημασία υπενθύμισε ότι το σχέδιο Ανάν είναι ακόμα ζωντανό και επίκαιρο. Ενδέχεται, λοιπόν, να υπάρξει μια αναθέρμανση της πρωτοβουλίας του γ.γ. του ΟΗΕ. Και τότε τί θα κάνει ο Παπαδόπουλος; Θα αναλάβει και πάλι εκστρατεία υπέρ του «όχι», νομιμοποιώντας ουσιαστικά τη ντεφάκτο αναγνώριση της ΤΔΒΚ από ΗΠΑ και ΕΕ;
Δύσκολοι καιροί για αστούς εθνικιστές. Πολύ δύσκολοι. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν είναι διατεθειμένες να παίζουν. Ρυθμίζουν τα ζητήματα σύμφωνα με τις δικές τους προτεραιότητες. Οσο για τους αστούς εθνικιστές, καθώς δεν αντιπροσωπεύουν τους λαούς, δεν στηρίζονται στους λαούς, «πατούν» στον αέρα.