Αν δεν τους πληρώναμε δεν θα μας έπεφτε λόγος. Θα γελάγαμε με τα καμώματά τους και τα ροζ σκάνδαλα και σκανδαλάκια τους και το πολύ να στηλιτεύαμε την υποκρισία τους. Ομως το παπαδαριό το πληρώνουμε εμείς, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, και γι’ αυτό μας πέφτει λόγος. Τους έχουμε καθισμένους στο σβέρκο μας ως εκπροσώπους κρατικής θρησκείας και γι’ αυτό μας πέφτει λόγος.
Δεν χρειάστηκαν παρά οι αποκαλύψεις ενός δεκαπενθήμερου για να πέσει κατακόρυφα η δημοτικότητα των δεσποτάδων και του επικεφαλής τους, που μέχρι πρότινος βρισκόταν στα ύψη. Ενα τελευταίο γκάλοπ της Kapa Research, που παρουσιάστηκε σε εκπομπή του Mega, κατέγραψε ότι η πλειονότητα των πολιτών επιθυμεί να γίνει δημοψήφισμα για το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το αποτέλεσμα στο ερώτημα τί θα ψήφιζαν σε ένα τέτοιο δημοψήφισμα. Το 61,9% δηλώνει ότι θα ψήφιζε υπέρ του διαχωρισμού. Ποσοστό που θυμίζει τις διαδικασίες του δημοψηφίσματος για τη μοναρχία το 1974.
Θα μας πει ίσως κάποιος πως αυτά τα ποσοστά εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό το θυμό των πολιτών για τα καμώματα των δεσποτάδων. Ενα θυμό που θα καταλαγιάσει όταν σταματήσει ο θόρυβος και τα πράγματα επανέλθουν στην προηγούμενη κατάσταση. Ετσι είναι, όμως, γιατί τα αστικά κόμματα δεν εκμεταλλεύονται αυτόν τον θυμό για να επιφέρουν αυτόν τον εκσυγχρονισμό, αν πραγματικά τον θέλουν; Την απάντηση την έχουμε δώσει και άλλη φορά. Γιατί η ορθοδοξία αποτελεί βασικό στοιχείο της νεοελληνικής εθνικής ιδεολογίας και κανένα κόμμα δεν θέλει ριζικές λύσεις. Κι όταν λέμε κανένα εννοούμε κανένα. Συμπεριλαμβανόμενων και των κομμάτων της καθεστωτικής αριστεράς, τα οποία περιλαμβάνουν μεν αυτό το αίτημα στα προγράμματά τους, όμως άφησαν και αυτή την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, θεωρώντας ήσσονος σημασίας το συγκεκριμένο ζήτημα. Ψέλλισαν μερικές κουβέντες στις ανακοινώσεις τους, αλλά δεν κατέβηκαν στον κόσμο, δεν έκαναν ζύμωση, δεν έθεσαν κεντρικά πολιτικά το ζήτημα.
Εχει τεθεί, βέβαια, ένα ζήτημα. Το έθεσαν ακόμα και δεξιοί, όπως ο Βαρβιτσιώτης. Το θέτουν ακόμα και ξύπνιοι δεσποτάδες, όπως ο Ναυπάκτου και ο Ιωαννίνων. Μιλούν για κάποιο είδους διοικητικό διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, χωρίς να αλλάξει η συνταγματική διάταξη περί κρατούσας θρησκείας, χωρίς να καταργηθεί ο κρατικός προσηλυτισμός με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών από το νηπιαγωγείο ακόμα, χωρίς να πάψει το κράτος να πληρώνει τους μισθούς παπάδων και δεσποτάδων, να χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις τους, να τους περιβάλλει με προκλητικές φοροαπαλλαγές κ.λπ. Μιλούν, δηλαδή, για κάποιον εκσυγχρονισμό και όχι για διαχωρισμό.
Διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος σημαίνει αυτό που λέει η λέξη. Απόλυτος διαχωρισμός. Διακήρυξη της ανεξιθρησκείας του κράτους και ισοτιμία όλων των θρησκειών και των αιρέσεών τους, κατάργηση του ορθόδοξου προσηλυτισμού στα σχολεία, κατάργηση κάθε οικονομικής δοσοληψίας κράτους και Εκκλησίας, διανομή της γης που κατέχει η Εκκλησία στους αγρότες. Αν θέλουν οι πιστοί της ορθόδοξης θρησκείας να συντηρούν τους παπάδες και τους δεσποτάδες τους ας το κάνουν. Αν θέλει το κράτος ας τους διευκολύνει, όπως γίνεται για παράδειγμα στη Γερμανία, όπου υπάρχει εθελοντικός εκκλησιαστικός φόρος ο οποίος αποδίδεται στη συνέχεια στους εκπροσώπους κάθε δόγματος. Αυτό, όμως, να ισχύσει για όλα τα δόγματα και όχι μόνο για το ορθόδοξο.
Αυτό, όμως, δεν το θέλουν με τίποτα οι παπάδες. Γιατί ξέρουν πολύ καλά, ότι με τις φτώχιες που έχει ο κόσμος πολύ λίγοι θα είναι αυτοί που θα προσφερθούν εθελοντικά να πληρώνουν φόρο για να συντηρούν οι δεσποτάδες τις Μερτσέντες τους, τις βίλες τους, τις γκόμενες και τους γκόμενους και τις κοιλάρες τους. Ο,τι ρίξουν στο παγκάρι και πολύ τους πάει.
Από εκεί και πέρα, είναι αστείο να συζητάμε για την κάθαρση που δεσμεύτηκαν ότι θα επιφέρουν οι δεσποτάδες. Το κουκούλωμα που επιχειρούν είναι τόσο φανερό που επισημαίνεται ακόμα και από τον αστικό Τύπο. Οχι μόνο από εκείνη τη μερίδα του που «παίζει» στον ενδοεκκλησιαστικό καυγά (κυρίως δεξιές εφημερίδες), αλλά και από εκείνη τη μερίδα που ενδιαφέρεται κυρίως για τη σταθερότητα του συστήματος και επιθυμεί κάποιον εκσυγχρονισμό-εξευρωπαϊσμό των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Αυτό που έγινε με τον εκπρόσωπο Τύπου και εξ απορρήτων του Χριστόδουλου Επιφάνιο Οικονόμου είναι το πιο χαρακτηριστικό. Ο τύπος πήγε να αγοράσει κασέτες με περιεχόμενο επιλήψιμο για τους αντιπάλους του Χριστόδουλου, του την έστησαν, αναγκάστηκε υποκριτικά να υποβάλει την παραίτησή του και ο Χριστόδουλος όχι μόνο δεν την έκανε δεκτή αλλά, όπως ακούγεται, τον προορίζει και για μητροπολίτη Αιτωλοακαρνανίας. Και πρέπει να αληθεύει αυτό, γιατί έχει προωθήσει σε μητροπόλεις όλα τα «πνευματικά του τέκνα». Ο αρχιεπίσκοπος, που επί τρία χρόνια κρατούσε στο συρτάρι του τις ροζ κασέτες με τον Παντελεήμονα, με το επιχείρημα ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη γιατί είναι προϊόντα παράνομων πράξεων, έστειλε έναν από τους μυστικοσυμβούλους του να αγοράσει τέτοιες κασέτες, προσδοκώντας ότι θα βρει στοιχεία για αντιπάλους του και θα τους βάλει στο χέρι. Είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να κάνει κάθαρση, όχι με τη νομικοπολιτική αλλά με την ηθικοεκκλησιαστική έστω σημασία του όρου;
Ο Χριστόδουλος πλέον δέχεται πυρά και από τον «εν Χρυσοπηγή αδελφό» του Αμβρόσιο, ο οποίος δεν περιορίζεται απλά να αμφισβητήσει την ικανότητά του για κάθαρση, αλλά αποκαλύπτει ευθέως ότι είχε σχέσεις με τον Γιοσάκη και τον Βαβύλη και «ενδιαφερόταν» για την εκλογή στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Θέλετε άλλο παράδειγμα για την ποιότητα της κάθαρσης; Δείτε πώς παζαρεύουν ο Βαβύλης με τον Τριανταφυλλάκη. Κινούνται άνετα σε εκκλησιαστικούς και δικαστικούς κύκλους, «παίζουν» με τα ΜΜΕ, προειδοποιούν τους δεσποτάδες και προσπαθούν με τρόπους που θυμίζουν Αμερική να ρυθμίσουν τα της ποινικής τους μεταχείρισης. Από πού άραγε αντλούν αυτό το θράσος; Μόνο από τα στοιχεία που έχουν για τις σχέσεις τους με το ιερατείο; Οχι βέβαια. Από τα στοιχεία που έχουν για τις σχέσεις τους με μυστικές υπηρεσίες και πολιτικές ηγεσίες αντλούν το θράσος τους. Γιατί ο μεν Τριανταφυλλάκης υπήρξε ανώτατος αξιωματικός της ΕΛΑΣ, ο δε Βαβύλης επί σειρά ετών προμηθευτής του υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Και οι δύο στάλθηκαν στο Ισραήλ με επίσημες διαπιστεύσεις του υπουργείου Εξωτερικών, για να βοηθήσουν στην εκλογή του Ειρηναίου, στόχος στον οποίο συμφωνούσαν και ο Χριστόδουλος και η πολιτική ηγεσία, φέροντας σε πέρας και τα παζάρια με τη Μοσάντ και το Ισραηλινό κράτος. Με τη βοήθειά τους το μεν ελληνικό κράτος εξασφάλισε την εκλογή του εκλεκτού του στον εκεί αρχιεπισκοπικό θρόνο, το δε σιωνιστικό κράτος εξασφάλισε έναν άνθρωπο του χεριού του, διατεθειμένο να βοηθήσει στην επιχείρηση αποαραβοποίησης της Ιερουσαλήμ.
Αυτή η ιστορία βρομάει και ζέχνει απ’ όπου και αν την πιάσεις. Δεν είναι μια ιστορία που αφορά καναδυό υποκοσμιακούς τύπους σαν τον Βαβύλη και κάποιους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Αφορά τις μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδας, αφορά κόμματα και πολιτικούς, αφορά την ουσιαστική διαπλοκή κράτους και Εκκλησίας σε σοβαρές «εθνικές υποθέσεις». Γι’ αυτό και θα προσπαθήσουν όλοι μαζί να την κουκουλώσουν. Γιατί όλοι έχουν συμφέρον από το κουκούλωμα. Μόνο που δεν μπορούν ακόμα. Γιατί το καπάκι του καζανιού έσπασε και ο ατμός δεν μαζεύεται. Αυτό, άλλωστε, είναι το στοιχείο κάθε πολιτικής κρίσης. Ξεκινά ανεξέλεγκτα και χρειάζονται ιδιαίτερες προσπάθειες για να ελεγχθεί. Και επειδή αυτές οι προσπάθειες απαιτούν συνήθως και εξιλαστήρια θύματα και ουδείς προσφέρεται αυτοβούλως γι’ αυτό το ρόλο, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα.
Ολες οι προσπάθειες που γίνονται, λοιπόν, είναι προσπάθειες ελέγχου της κρίσης και όχι προσπάθειες που θα οδηγήσουν, έστω «κάποια στιγμή», στο διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος.