Από τις οικονομικές σελίδες του ελληνικού Τύπου, που παρακολουθούν τους δημοσιευόμενους ισολογισμούς των καπιταλιστικών επιχειρήσεων εντοπίστηκε το φαινόμενο της χορήγησης ιδιαίτερα ψηλών μερισμάτων φέτος. Μιλάμε για αυξήσεις που κατά μέσο όρο φτάνουν το 30% και δεν αντιστοιχίζεται στην αύξηση της κερδοφορίας που εμφανίζεται.
Βέβαια, για μια ακόμη χρονιά, η συνολική κερδοφορία της βιομηχανίας το 2004, σύμφωνα με έρευνα που για λογαριασμό του ΣΕΒ πραγματοποίησε η ICAP, σημείωσε άνοδο. Ομως αυτή η άνοδος, σύμφωνα με την έρευνα, δεν ξεπερνά το 5%. Μάλιστα, αν από το σύνολο αφαιρεθεί η βιομηχανία ηλεκτρισμού, η άνοδος της κερδοφορίας περιορίζεται στο 4%. Επομένως, δεν είναι η άνοδος της κερδοφορίας που δικαιολογεί τα αυξημένα μερίσματα. Ούτε καν η άνοδος των κερδών σε λειτουργικό επίπεδο, που εμφανίζεται να πιάνει το 10% και οδηγεί τους διαχειριστές των επιχειρήσεων να δηλώνουν ικανοποιημένοι από την πορεία τους στην ίδια έρευνα.
Ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής οικονομικού πανεπιστήμιου γνωρίζει πως όταν αυξάνονται τα διανεμόμενα μερίσματα έχουμε είσοδο της βιομηχανίας σε μια περίοδο αποεπένδυσης. Εκείνοι που διοικούν τις επιχειρήσεις αποφασίζουν να παρακρατήσουν μικρότερο ποσοστό των κερδών για την ικανοποίηση αναγκών ανάπτυξης και να διανείμουν μεγαλύτερο ποσοστό ως μέρισμα στους μετόχους. Αν δει κανείς τους σχετικούς πίνακες, θα διαπιστώσει ότι στις μεγάλες και μεσαίες βιομηχανίες τα μερίσματα έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο 28,8%, ενώ σε ορισμένες επιχειρήσεις η αύξηση πλησιάζει το 100%.
Αν προσέξει καλύτερα τους πίνακες, θα δει πως οι μεγαλύτερες αυξήσεις μερισμάτων είναι οι θυγατρικές των ξένων επιχειρήσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις διανέμουν και αποθεματοποιημένα κέρδη προηγούμενων χρήσεων. Δηλαδή, κέρδη που είχαν κρατηθεί ως αποθεματικό (αφορολόγητο), για να χρηματοδοτούν αναπτυξιακά σχέδια των επιχειρήσεων. Τί σημαίνει αυτό; Πολύ απλά σημαίνει ότι διώχνουν κεφάλαια στο εξωτερικό. Οτι όχι μόνο δεν έχουν σκοπό να κάνουν επενδύσεις, αλλά σε πολλές περιπτώσεις θα αφήσουν τις επιχειρήσεις να φυτοζωήσουν, ίσως και να κλείσουν.
Ας δούμε το ίδιο θέμα από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά. Την περασμένη Τρίτη δόθηκε στη δημοσιότητα η εξαμηνιαία έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία. Οι προβλέψεις του διεθνούς οργανισμού βρίσκονται σε πλήρη διάσταση μ’ αυτές της κυβέρνησης Καραμανλή. Οχι μόνο με εκείνες που έκανε προεκλογικά και τους πρώτους μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους, αλλά και με αυτές που έχει κάνει πρόσφατα, με την κατάθεση στην ΕΕ του αναθεωρημένου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Προβλέπει ο ΟΟΣΑ:
♦ Ο ρυθμός ανάπτυξης από 4,2% το 2004 θα επιβραδυνθεί στο 2,8% φέτος και θα αυξηθεί ελαφρά στο 3,2% το 2006.
♦ Ο πληθωρισμός θα σκαρφαλώσει στο 3,7% φέτος και θα ανακοπεί στο 3,4% το 2006.
♦ Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί σε 3,8% του ΑΕΠ φέτος και σε 3,5% το 2006.
u Η ανεργία θα διατηρηθεί στα επίπεδα του 10,8% φέτος και θα μειωθεί ελαφρά στο 10,5% το 2006.
Ας αφήσουμε τους υπόλοιπους δείκτες και ας εστιαστούμε στο ρυθμό ανάπτυξης που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω. Καταρχάς, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ για τον ελληνικό καπιταλισμό συμβαδίζουν μ’ αυτές που κάνει για την ευρωζώνη. Ενώ πέρυσι η εκτίμηση του ΟΟΣΑ για τον ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη το 2005 ήταν 1,9%, φέτος περιορίζει σημαντικά την πρόβλεψη κατεβάζοντάς την στο 1,2%, ενώ για το 2006 την ανεβάζει στο 2%. Τί σημαίνουν αυτές οι μεγάλες αλλαγές στις εκτιμήσεις του ίδιου οργανισμού από χρόνο σε χρόνο; Σημαίνουν ότι ο ΟΟΣΑ μπορεί να κάνει με σχετική ασφάλεια προβλέψεις μόνο σε ορίζοντα δωδεκαμήνου. Οι εκτιμήσεις του με ορίζοντα εικοσιτετραμήνου είναι «της πλάκας», γι’ αυτό και την επόμενη χρονιά τις αναθεωρεί. Σε ορίζοντα εικοσιτετραμήνου η πρόβλεψη στηρίζεται στις αυθαίρετες εκτιμήσεις που κάνουν οι κυβερνήσεις (έχει το χαρακτήρα προπαγανδιστικού τεχνάσματος), ενώ σε ορίζοντα δωδεκαμήνου οι τεχνοκράτες του ΟΟΣΑ έχουν στη διάθεσή τους πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίζουν τις εκτιμήσεις τους.
Επιστρέφοντας στον ελληνικό καπιταλισμό, μπορούμε χωρίς καμιά δυσκολία να πούμε ότι η πτώση του ρυθμού ανάπτυξης από 4,2% το 2004 σε 2,8% το 2005 είναι πολύ μεγάλη (της τάξης του 33%). Ο ΟΟΣΑ αποτυπώνει και ποσοτικοποιεί αυτό που μπορεί να διαπιστώσεις συζητώντας με έναν οποιονδήποτε βιοτέχνη ή επαγγελματία: «η αγορά είναι παγωμένη, δεν κουνιέται φύλλο». Αποτυπώνει και ποσοτικοποιεί αυτό που δείχνουν οι μεγάλες αυξήσεις στα διανεμόμενα μερίσματα: οι επιχειρήσεις δεν σκοπεύουν να κάνουν επενδύσεις. Επειδή, λοιπόν, δεν πρόκειται να γίνουν επενδύσεις το 2005, οπότε θα πέσει σημαντικά ο ρυθμός ανάπτυξης, δεν θα υπάρξει και αποθεματοποίηση για να σημειωθεί αισθητή ανάκαμψη το 2006. Οταν οι ξένες επιχειρήσεις βγάζουν στο εξωτερικό, με τα φουσκωμένα μερίσματα, ακόμα και αποθεματοποιημένα κέρδη προηγούμενων ετών, αυτό σημαίνει πως από το βιομηχανικό τομέα δεν μπορεί κανείς να περιμένει ανάκαμψη του ΑΕΠ ούτε το 2006.
Τότε, πώς εξηγείται η πρόβλεψη για άνοδο του πληθωρισμού; Το σύνηθες -λένε οι οικονομολόγοι- για μια οικονομία που βρίσκεται σε φάση αποεπένδυσης, είναι να συγκρατείται ο ρυθμός ανόδου των τιμών, λόγω της πτώσης της ζήτησης. Μόνο που δεν ζούμε στην εποχή του ελεύθερου ανταγωνισμού για να λειτουργεί η αγορά σύμφωνα μ’ αυτό το σχήμα. Ζούμε στην περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, στην οποία οι τιμές καθορίζονται μονοπωλιακά. Ετσι εξηγείται η ακρίβεια που μαστίζει την αγορά καταναλωτικών προϊόντων. Μια ακρίβεια που αφορά ολοένα και περισσότερο εισαγόμενα προϊόντα (και όχι μόνο το πετρέλαιο). Το εμπόριο είναι αυτή τη στιγμή πιο «αποδοτικό» από την παραγωγή. Γι’ αυτό και παίρνουν τα κέρδη τους (μέσω της αύξησης των μερισμάτων), επανεπενδύοντάς τα σε άλλες δραστηριότητες, πιο κερδοφόρες. Οι έλληνες καπιταλιστές τα ρίχνουν στο εμπόριο, οι πολυεθνικοί μονοπωλιακοί όμιλοι τα κατευθύνουν σε άλλες ζώνες, θεωρώντας ότι αυτή την περίοδο δεν τους συμφέρει να έχουν τόσα κεφάλαια επενδυμένα στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, κάνοντας πως δεν βλέπει αυτό το φαινόμενο, μειώνει τη φορολογία των κερδών (για να μπορούν πιο εύκολα να αυξάνουν τα μερίσματα) και ταυτόχρονα υπόσχεται υποταγή στις πιο αγριανθρωπικές απαιτήσεις του κεφάλαιου, όπως είναι οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Για μια αστική κυβέρνηση αυτό είναι απολύτως λογικό. Οχι μόνο επειδή γενικά αποστολή της είναι να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κεφάλαιου, αλλά και επειδή στις παρούσες συνθήκες δεν έχει άλλα οικονομικά εργαλεία για να ανακόψει κάπως τη φυγή κεφαλαίων που έκαναν την αρπαχτή τους και αναχωρούν τώρα «γι’ άλλες πολιτείες». Η εργατική τάξη από τη μεριά της, όμως, οφείλει να συνειδητοποιήσει αυτές τις εξελίξεις και να αναπτύξει σκληρό ταξικό αγώνα, γιατί οι συνέπειες απ’ αυτή την τάση θα είναι καταστροφικές για την ίδια.
Πέτρος Γιώτης