Nαυάγιο! M’ αυτή τη λέξη περιέγραψε όλος ο ευρωπαϊκός Tύπος την εξέλιξη της φετινής θερινής συνόδου κορυφής της EE, που έγινε στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας στις Bρυξέλλες. Στο μόνο που κατάφεραν να συμφωνήσουν οι ηγέτες των «25» ήταν η επί ένα έτος (τουλάχιστον) αναβολή των διαδικασιών έγκρισης του ευρωσυντάγματος. Στο κύριο θέμα της συνόδου, τη ρύθμιση των μεγεθών της δημοσιονομικής πολιτικής της EE για το διάστημα 2007-2013, η ασυμφωνία ήταν πλήρης και δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί συμβιβαστική φόρμουλα, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε ο προεδρεύων λουξεμβούργειος πρωθυπουργός Zαν Kλοντ Γιούνκερ. Aυτή τη στιγμή, φως στο βάθος του τούνελ δεν φαίνεται. H προεδρία την 1η Iούλη περνάει στη Bρετανία και πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο γαλλογερμανικός άξονας δεν θα κάνει τη χάρη στο βασικό του αντίπαλο, τον Tόνι Mπλερ, να βρεθεί επί προεδρίας του μια συμβιβαστική λύση, ακόμα και αν μια τέτοια λύση έχει ωριμάσει. Kρίσιμη χρονιά θα είναι το 2006. Mέχρι τα τέλη αυτής της χρονιάς η EE μπορεί να πορευτεί με την προηγούμενη ρύθμιση. Aπό το 2007 και μετά αρχίζει το πρόβλημα. Aρα, μέσα στο 2006 πρέπει να βρουν κάποια λύση, αλλιώς θα τεθεί σε κίνδυνο το ίδιο το εγχείρημα της ONE και θα περάσει μεγάλα ζόρια το ευρώ.
Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι το ναυάγιο της συνόδου κορυφής οφείλεται αποκλειστικά στο «όχι» Γάλλων και Ολλανδών στα δημοψηφίσματα για την έγκριση του ευρωσυντάγματος. Αν δεν υπήρχαν τα «όχι» λέτε να τα εύρισκαν μεταξύ τους τα ιμπεριαλιστικά κράτη; Η απάντηση είναι όχι. Κατηγορηματικά όχι. Εκείνο που έκαναν τα ηχηρά «όχι» των δημοψηφισμάτων ήταν να λειτουργήσουν σαν θρυαλλίδα σε ένα οικοδόμημα στο οποίο είχε συσσωρευτεί τόση εκρηκτική ύλη που μια σπίθα αρκούσε για να βάλει φωτιά. Τα δημοψηφίσματα, όπως εκτιμήσαμε και σε σημείωμά μας πριν δυο βδομάδες, αποδέσμευσαν όλες τις αντιθέσεις που πάντα υπέβοσκαν στο εσωτερικό της ΕΕ και επιτάχυναν εξελίξεις που ωρίμαζαν εδώ και καιρό. Το αποτέλεσμα το ζήσαμε στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας.
Περιττεύει, βέβαια, να πούμε πως αν αυτή τη στιγμή γίνονταν δημοψηφίσματα σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ζήτημα είναι αν θα βρισκόταν μία στην οποία θα πλειοψηφούσε το «όχι». Εδώ ακόμα και το σύγχρονο νησί των μακάρων, το Λουξεμβούργο, βλέπει τα δεδομένα στις δημοσκοπήσεις να αντιστρέφονται βδομάδα με τη βδομάδα υπέρ του «όχι». Ισως γι’ αυτό, φρονίμως ποιούντες οι ηγέτες των «25», πριν αρχίσουν το μαλλιοτράβηγμα για τα του προϋπολογισμού της περιόδου 2007-2013, συμφώνησαν να παγώσουν για ένα χρόνο τις διαδικασίες προώθησης του ευρωσυντάγματος. Τουλάχιστον να ξεφορτωθούν για αυτό το χρήσιμο διάστημα το βραχνά μιας διαδικασίας στην οποία συμμετέχουν -έστω και παθητικά, διά της ψήφου- οι εργαζόμενες μάζες των χωρών τους. «Για να μην ενταφιάσουμε το ευρωσύνταγμα στο χώμα, το σκεπάσαμε με πάγο» σημείωναν με φλεγματικό χιούμορ ανώτατοι κοινοτικοί αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες.
Αν, λοιπόν, τα αρνητικά για τις αστικές ηγεσίες αποτελέσματα στο γαλλικό και το ολλανδικό δημοψήφισμα δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία αλλά ο καταλύτης που επιτάχυνε τη διαδικασία προς το ναυάγιο, τότε ποια ήταν αυτή η αιτία; Μήπως ο καυγάς για τον προϋπολογισμό; «Για μια χούφτα δισ. ευρώ», όπως σχολίαζαν δηκτικά κοινοτικοί παράγοντες;
Πραγματικά, αν δει κανείς το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού, θα διαπιστώσει πως ως ποσοστό του ΑΕΠ των ευρωπαϊκών χωρών και δη των ανεπτυγμένων, είναι ασήμαντο και δεν θα μπορούσε ποτέ να οδηγήσει, καθεαυτό, σε μια τόσο σφοδρή σύγκρουση, που όμοιά της είχε πολλά χρόνια (πάνω από δεκαετία) να γνωρίσει η ΕΕ. Η σφοδρότητα της κρίσης δεν φαίνεται μόνο από το γεγονός ότι για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια μια σύνοδος κορυφής οδηγήθηκε σε απόλυτο φιάσκο, αλλά και από τις αλληλοκατηγορίες που εκτοξεύονται. Και μάλιστα, εκτοξεύονται όχι από αναλυτές ή από δευτεροκλασάτους πολιτικούς, αλλά από τους ίδιους τους ηγέτες των τριών ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών κρατών της Ευρώπης. Από τη μια ο Μπλερ, από την άλλη ο Σρέντερ με τον Σιράκ. Και βέβαια, έτσι όπως διαμορφώνονται οι πόλοι της αντιπαράθεσης, ένας σοσιαλδημοκράτης από τη μια, ένας σοσιαλδημοκράτης παρέα με έναν συντηρητικό από την άλλη, μας δίνουν την ευκαιρία να σκεφτούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ιδεολογική αντιπαράθεση αλλά με αντιπαράθεση κρατών, με αντιπαράθεση κρατικών στρατηγικών.
Μια αντιπαράθεση που δεν έχει να κάνει με τα κονδύλια του προϋπολογισμού, την κατανομή στα έσοδα και τις δαπάνες μεταξύ των κρατών μελών, αλλά που χρησιμοποιεί αυτό το ζήτημα για να ανοίξει το μεγάλο θέμα της ηγεμονίας στην ΕΕ. Κάτι που πλέον ομολογείται ανοιχτά ακόμα και από τον αστικό Τύπο («δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι τελικά το πρόβλημα της ΕΕ είναι εξόχως πολιτικό και ότι η κρίση δεν επήλθε “για μια χούφτα δισ. ευρώ”, αλλά για κάτι πολύ πιο σημαντικό: το ζήτημα της ηγεμονίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση», έγραψε το «Βήμα» την περασμένη Κυριακή).
Ζήτημα ηγεμονίας σε ένα διεθνικό μόρφωμα, που έτεινε να ξεπεράσει (αν δεν ξεπέρασε) τα στενά όρια του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού και να οδηγηθεί (αν δεν οδηγήθηκε) σε μια «καπιταλιστική ολοκλήρωση», όπως έχουν πολλάκις διαπιστώσει κάποιοι τσαρλατάνοι μαρξιστές; Δυστυχώς γι’ αυτούς, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο πεισματάρα από τα θεωρητικά φληναφήματά τους. Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τον γερο-Λένιν, που έγραφε πριν από 90 χρόνια:
«Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίου και του μοιράσματος του κόσμου από τις “προχωρημένες” και “πολιτισμένες” αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες είτε είναι αντιδραστικές.
…Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης στις συνθήκες του καπιταλισμού θα ισοδυναμούσαν με συμφωνία για το μοίρασμα των αποικιών. Στον καπιταλισμό, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς εκτός από τη δύναμη… Η δύναμη, όμως, αλλάζει με την πορεία της οικονομικής εξέλιξης» (Β. Ι. Λένιν, Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, Αύγουστος 1915).
Από τότε κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης έγιναν πραγματικότητα, αρχικά με τη μορφή της ΕΟΚ και στη συνέχεια με τη μορφή της ΕΕ. Ιμπεριαλιστικό υπερκράτος, όμως, που να ξεπερνά τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη μέλη του και ειδικά στα ηγεμονικά ιμπεριαλιστικά κράτη μέλη δεν έγινε η ΕΕ. Και δεν έγινε, γιατί το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, αυτό που υπαγορεύει την ιμπεριαλιστική πολιτική, δεν έχει ξεπεραστεί. Είναι η φύση του μονοπωλιακού καπιταλισμού που γεννά τον συνεχή ανταγωνισμό για αγορές και σφαίρες επιρροής ακόμα και μέσα στην ΕΕ, ανάμεσα στους -κατά τα άλλα- συμμάχους (και κάτι παραπάνω). Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό η ΕΕ δεν κατάφερε ποτέ να αντιπαρατεθεί ως μια ενιαία οικονομική και πολιτική οντότητα στους βασικούς ανταγωνιστές της, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Οχι μόνο σε περιπτώσεις πολεμικών συγκρούσεων που αφορούν γεωστρατηγικά συμφέροντα, αλλά ακόμα και σε διαδικασίες οικονομικού περιεχομένου, όπως είναι οι συνομιλίες για τον ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Μέσα στο εσωτερικό της -κατά τα άλλα ενιαίας- ΕΕ διαμορφώνονται μπλοκ και συμμαχίες, όχι μόνο σε επιμέρους ζητήματα, γεγονός που θα ήταν κατανοητό, αλλά σε ζητήματα στρατηγικού προσανατολισμού. Θυμίζουμε ότι η Γερμανία ήταν αυτή που, κόντρα στη θέληση των υπόλοιπων εταίρων, επέβαλε τη διάλυση και το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας. Με το ίδιο νόμισμα πλήρωσε αργότερα τη Γερμανία ο ευρατλαντικός άξονας (με ηγέτρια δύναμη τη Βρετανία), όταν στήριξε την αμερικάνικη επέμβαση και κατοχή του Ιράκ.
Ας επανέλθουμε, όμως, στη σημερινή κρίση. Ολοι οι αναλυτές συμφωνούν πως στο εσωτερικό της ΕΕ συγκρούονται δυο στρατηγικές. Από τη μια η αγγλοσαξονική (την ονομάζουμε αγγλοσαξονική και όχι βρετανική, γιατί είναι φανερή η επιρροή και των ΗΠΑ), που θέλει μια αποσυσπείρωση και διατήρηση της ΕΕ με τη μορφή μιας τελωνειακής ένωσης και ζώνης ελεύθερων ανταλλαγών. Από την άλλη η γαλλογερμανική που θέλει εμβάθυνση των διαδικασιών ενοποίησης και επέκταση της διεύρυνσης.
Ετσι, όπως εμφανίζονται αυτές οι στρατηγικές, μοιάζουν με οραματική-ιδεολογική σύγκρουση ευρωπαϊστών και ευρωσκεπτικιστών. Αυτό το χαρακτήρα της δίνουν και οι ηγέτες των ηγετριών δυνάμεων. Ο Μπλερ κατηγορεί τις ευρωπαϊκές ηγεσίες ως «γερασμένες» και τις καλεί «να αλλάξουν ταχύτητα για να προσαρμοστούν στον σημερινό κόσμο». Ο Σρέντερ κατηγορεί τους Βρετανούς ότι «έχουν ευθύνη ενώπιον της ευρωπαϊκής ιστορίας». Παπαριές, με το συμπάθειο. Αν ξύσουμε αυτά τα βροντώδη λογάκια, θα βρούμε τον λυσσασμένο ανταγωνισμό για την ηγεμονία στην ΕΕ. Για να ακριβολογούμε, θα βρούμε την επιτυχημένη ρεβάνς του βρετανικού ιμπεριαλισμού έναντι του γαλλογερμανικού άξονα. Πάντα, όμως, ακόμα και σε περιπτώσεις πολέμων, οι ιμπεριαλιστές καλύπτουν την ουσία της πολιτικής τους με ηχηρά λόγια. Οπως οι Αμερικάνοι κατέλαβαν το Ιράκ «για να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία», έτσι και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές αναφέρονται στην Ιστορία.
Τα πράγματα, όμως, είναι εξαιρετικά απλά (στη βάση τους) κάτω από την επιφάνεια των απατηλών λόγων. Η ΕΕ κινείται σταθερά με βάση τη στρατηγική που διαμορφώνει ο γαλλογερμανικός άξονας. Αυτός έχει επιβάλλει όλες τις κρίσιμες επιλογές, από την ενιαία αγορά μέχρι την ΟΝΕ και από το ευρώ μέχρι τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις. Η Βρετανία σερνόταν πίσω από τις κυρίαρχες επιλογές του γαλλογερμανικού άξονα, διασφαλίζοντας τα δικά της συμφέροντα, αλλά χωρίς να καθορίζει αυτή την πολιτική της ΕΕ. Τώρα, έκρινε πως ήρθε η στιγμή να περάσει στην αντεπίθεση, να διεκδικήσει ηγεμονικό ρόλο, να βάλει φρένο στην ηγεμονία του γαλλογερμανικού άξονα. Κάτι που το κατάφερε σ’ αυτή τη σύνοδο κορυφής, έχοντας σταθερούς συμμάχους την Ολλανδία και τη Σουηδία και περιστασιακούς τη Φιλλανδία και την Ισπανία.
Ο Μπλερ πάτησε σε μια ευνοϊκή για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό οικονομική και πολιτική συγκυρία. Οικονομικά η Γαλλία με τη Γερμανία βρίσκονται σε παρατεταμένη κρίση. Κόβοντάς τους τη διαχείρηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, δυσκολεύει αφάνταστα τη στερέωση των σφαιρών επιρροής τους στην ανατολική επικράτεια της Ευρωλάνδης. Πολιτικά, ο μεν Σρέντερ ετοιμάζεται να αποχαιρετίσει την εξουσία το Σεπτέμβρη, έχοντας εξαναγκαστεί στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ο δε Σιράκ είναι εξαιρετικά αδυνατισμένος μετά το χαστούκι του «όχι», ενώ αμφισβητείται και μέσα από τον ίδιο τον κυβερνητικό συνασπισμό. Αντίθετα, η Βρετανία περνάει μια φάση σχετικής σταθεροποίησης, με ρυθμό ανάπτυξης πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο, ενώ ο Μπλερ έχει ανανεώσει πρόσφατα την εκλογική του νίκη. Δεν ήταν, λοιπόν, καθόλου δύσκολο γι’ αυτόν να επιχειρήσει τώρα την αντεπίθεσή του και να νικήσει τους Σρέντερ – Σιράκ, βρίσκοντας πρόθυμους συμμάχους σε χώρες που είχαν ανάλογες με τη Βρετανία οικονομικές απαιτήσεις. Ας σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που η Σουηδία, μια ισχυρή οικονομική δύναμη, κάνει τόσο αισθητή την παρουσία της στα ευρωπαϊκά δρώμενα.
Εκείνο που κέρδισε, βέβαια, ο Μπλερ είναι μια μάχη και όχι ο πόλεμος. Μια μάχη που θα φτύσει αίμα για να κρατήσει τα πλεονεκτήματα που του έδωσε, αρχής γενομένης από το εξάμηνο της βρετανικής προεδρίας που αρχίζει την 1η του Ιούλη. Ο ίδιος δεν κρύβει ότι θα προωθήσει ένα καινούργιο οικονομικό πρόγραμμα για την ΕΕ, που θα στηρίζεται σε τρεις άξονες: α) περιορισμό στο μισό των κονδυλίων που δίνονται για τον αγροτικό τομέα, β) μείωση των κονδυλίων που δίνονται για τα διαρθρωτικά ταμεία και γ) διπλασιασμό των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη. Ενα τέτοιο οικονομικό πρόγραμμα αποτελεί casus belli για τον γαλλογερμανικό άξονα. Επομένως, εκείνο που είναι ορατό αυτή τη στιγμή είναι το βάθεμα της κρίσης της ΕΕ. Μέχρι πού θα φτάσει δεν μπορούμε να το προβλέψουμε, δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε ακόμα και ριζικές ανατροπές.
Τα πράγματα, βέβαια, είναι πιο πολύπλοκα απ’ όσο τα παρουσιάσαμε. Υπάρχουν πλευρές που σκόπιμα δεν πιάσαμε καθόλου, γιατί ο χώρος της εφημερίδας δεν προσφέρεται. Σε όσα αναφέραμε, όμως, που περιγράφουν τον πυρήνα του ζητήματος, εκείνο που φαίνεται ακόμα και με μια επιπόλαια ματιά είναι η απουσία του λαϊκού παράγοντα, η απουσία της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών της Ευρώπης, που έχουν παίξει μόνο ρόλο καταλύτη με τη συμμετοχή τους στα δημοψηφίσματα. Οσοι έχουμε ένα σταθερό αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό χαιρόμαστε για την κρίση στην οποία βυθίζεται το οικοδόμημα της ΕΕ. Η χαρά, όμως, είναι απλώς ένα συναίσθημα. Κι αν μείνουμε απλά στο χώρο των συναισθημάτων, τότε θα πρέπει να αισθανθούμε ισχυρότερη λύπη, επειδή από την Ευρωλάνδη απουσιάζει η αντικαπιταλιστική στρατηγική. Η αντικαπιταλιστική στρατηγική όχι ως πρόταγμα ορισμένων πολιτικών ομάδων, αλλά ως υλική δύναμη, που μπορεί να γίνει μόνο όταν «συγχωνευτεί» με το αυθόρμητο εργατικό κίνημα.
Αυτό είναι τελικά το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας, που μας οδηγεί σε μια ακόμη «χαμένη ευκαιρία» στις συνθήκες της πολιτικής κρίσης που αγκαλιάζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ακόμα και η αυθόρμητη αποστασιοποίηση των εργαζόμενων μαζών, που εκφράστηκε με τα «όχι» στα δημοψηφίσματα, είναι πολύ ωχρή και ασθενής και δεν μπορεί να σκεπάσει ή έστω να προβληθεί ως αυτόνομη στρατηγική δίπλα σ’ εκείνες που παρουσιάζουν τα κυρίαρχα καπιταλιστικά μπλοκ. Ενα «όχι» που παραμένει απλώς «όχι» αργά ή γρήγορα θα ενσωματωθεί στην κυρίαρχη στρατηγική, όταν αυτή αποκρυσταλλωθεί σε μια νέα συμφωνία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ακόμα και αν δεν υπάρξει μια τέτοια συμφωνία, ακόμα και αν η κρίση τραβήξει καιρό, ακόμα και αν οι δομές της ΕΕ διαλυθούν, ο καπιταλισμός θα παραμείνει κυρίαρχος στην Ευρώπη και η επαναστατική στρατηγική θα παραμείνει ζητούμενο. Γιατί, βέβαια, επαναστατική μπορεί να είναι μόνο μια αντικαπιταλιστική-κομμουνιστική στρατηγική και όχι μια στρατηγική που αμφισβητεί την ΕΕ από θέσεις «εθνικής ανεξαρτησίας», δηλαδή θέσεις αστικές. Αυτό το πεδίο αποτελεί τελικά το μεγάλο στοίχημα για την εργατική τάξη.
Πέτρος Γιώτης