«Είμαι Χριστιανός. Μεγάλωσα άλλωστε ως Χριστιανός, αν και δεν πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Γαλουχήθηκα με τις Χριστιανικές αρχές κι όταν η ζωή με δυσκολεύει διαβάζω αποσπάσματα από τη Βίβλο και προσεύχομαι… Η θρησκεία πρέπει να μας προσφέρει κουράγιο και ασφάλεια». «Οι βίαιες πράξεις που παρουσιάζονται στις ταινίες μου είναι μεταφορές της ιδέας που έχω για τη ζωή… Πιστεύω πως βαθιά μέσα μου υπάρχει μια ειρηνική και μια βίαιη πλευρά, στις ταινίες μου προβάλλεται πότε η μια και πότε η άλλη». «Το σημαντικό είναι πως οι δυσάρεστες καταστάσεις συμβαίνουν όταν οι άνθρωποι δεν σέβονται ο ένας τον άλλο, πως πονάμε επειδή δεν μπορούμε ν’ απελευθερωθούμε από τις εμμονές μας». «Επιθυμία μου είναι η κοινωνία να κοιτάζει τον εαυτό της χωρίς τη δική μου βοήθεια. Υπάρχουν προβλήματα στην Κορέα που χρειάζονται προσοχή. Υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας μας που δεν πρέπει ν’ αγνοούμε. Διατηρώ ακόμα μια καχυποψία προς την κοινωνία. Κι οι ταινίες μου αντανακλούν αυτή την καχυποψία».
Οσο κι αν η κριτική θεωρεί τον Κιμ Κι Ντουκ σαν τον «μόνο κορεάτη κινηματογραφιστή που ασχολήθηκε με τη μεγάλη μάζα, τη βυθισμένη στην παρακμή και την απόγνωση χωρίς ελπίδα σωτηρίας», οι παραπάνω δικές του εξομολογήσεις αποδίδουν με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια τη φιλοσοφία του ως σκηνοθέτη. Στην πραγματικότητα, όσο εξωκοινωνικό είναι το mainstream σινεμά άλλο τόσο οι ταινίες του Κιμ Κι Ντουκ, γεμάτες αυτοκαταστροφή, φόνους, βιασμούς, σαδισμό αλλά και ποίηση, κινούνται στα όρια του ακραίου και εξωπραγματικού. Οι παρίες που αναπνέουν στο περιθώριο μιας αναπτυσσόμενης ισχυρής οικονομίας και μιας βίαια διχοτομημένης χώρας δεν είναι οι δικοί του ήρωες. Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του είναι μεν περιθωριακοί, όχι όμως απαραίτητα παρίες. Είναι έρμαια των παθών και της σκοτεινής τους μοίρας, ξεκρέμαστοι και αποκομμένοι από το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Ο Κιμ Κι Ντουκ πιστεύει για τον εαυτό του πως φιλμάρει τη ζωή. Στην πραγματικότητα, όπως και πολλοί άλλοι, φιλμάρει τις εμμονές του. Φυσικά, δεν του λείπουν και κάποιες σωστές ιδέες. Για παράδειγμα, η σχετικότητα των ιδεών του καλού και του κακού, η άποψη πως «μερικές φορές η σιωπή μεταφέρει περισσότερο συναίσθημα, ενώ οι λέξεις υπό προϋποθέσεις διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα», η αντίληψη ότι η «ταινία είναι μια μορφή ερώτησης που απευθύνεται στο κοινό» κ.λπ.
Ομως, αυτά δεν αρκούν για να τον κάνουν μεγάλο σκηνοθέτη. Εναν αριστοτέχνη της εικόνας ναι. Πέρα όμως από τις άλλοτε ωραίες και άλλοτε σοκαριστικές σκηνές, χρειάζεται περισσότερο βάθος και ουσία. Πράγματα που επίσης λείπουν και από όλο τον εσμό δημοσιογράφων και εμπόρων τέχνης, που πουλάνε την αμπελοφιλοσοφίζουσα τέχνη σαν υψηλή τέχνη.
Ιστορίες λοιπόν… Ιστορίες σαν το «Ολομόναχοι μαζί»… Που πραγματεύονται τη μοναξιά και την ανάγκη επικοινωνίας. Που λένε το αυτονόητο: ότι το αληθινό μας σπίτι είναι οι άνθρωποι που μας αγαπούν. Αλλη μια εύπεπτη ιδέα και πέραν αυτού ουδέν.
Ελένη Σταματίου