Ο 72χρονος Γαβράς, διασημότητα του γαλλικού και όχι του ελληνικού σινεμά, ζει σήμερα την κορύφωση της εικόνας του ως σκηνοθέτης κατεξοχήν πολιτικός. Αναρωτιόμαστε, τί μπορεί να σημαίνει «πολιτικός» σκηνοθέτης, όταν μάλιστα, όπως εύστοχα υπογραμμίζει σε πρόσφατη συνέντευξή του ο ίδιος ο Γαβράς, «ο κινηματογράφος ήταν πολιτικός από τη γέννησή του… Ο,τι κάνουμε απευθύνεται σε χιλιάδες ανθρώπους και είναι μια πολιτική θέση… έχουμε πολιτική ευθύνη». Η αυτονόητη παρατήρηση πως ο (κινηματογραφικός) δημιουργός είναι (και) φορέας-παραγωγός πολιτικού νοήματος δε μοιάζει ωστόσο να αποτελεί το καθιερωμένο κριτήριο για την ανάδειξη κάποιων σκηνοθετών ως πολιτικών ή ως “πιο” πολιτικών από άλλους. Ο χαρακτηρισμός (μαζί και η έννοια του πολιτικού πολύ περιορισμένη) κατά κανόνα τιμά τους σκηνοθέτες εκείνους που επικεντρώνονται σε μια προφανώς και ρητά πολιτική θεματολογία ή “επικαιρότητα” και που μάλιστα στέκονται κριτικά απέναντί της.
Η περίπτωση του δηλωμένα αριστερού Γαβρά είναι με βάση τον παραπάνω διαδεδομένο ορισμό το ιδανικό παράδειγμα πολιτικού δημιουργού. Οπως όλες οι ταινίες του, έτσι και το πρόσφατο “Τσεκούρι” “έχει πολιτικό θέμα και δράση”, αναφέρεται με τρόπο ευθύ στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα των καπιταλιστικών κοινωνιών. Θέμα αυτή τη φορά είναι “η ανεργία και η μοναξιά”, οι οποίες αποδίδονται μέσα από την ιστορία ενός πρώην υψηλού στελέχους της γαλλικής χαρτοβιομηχανίας και ευηπόληπτου οικογενειάρχη που άνεργος πλέον αποφασίζει να μεταμορφωθεί σε κατ’ εξακολούθηση δολοφόνο ώστε να βγάλει από τη μέση τους υποψήφιους για τη νέα διευθυντική θέση στην οποία ευελπιστεί.
Πάνω στους διαδοχικούς φόνους, χτίζεται μια μαύρη (μα εντελώς ανάλαφρη) κωμωδία, που με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη διδάσκει πως όταν κάποιος “αποφασίζει να βρει τη λύση του προβλήματός του ατομικά, πέφτει αυτόματα σε μια προβληματική σχεδόν ανήθικη”.
“Το Τσεκούρι” είναι όσο “πολιτικές” είναι και οι προηγούμενες ταινίες του Γαβρά: κατά τη γνώμη μας ελάχιστα. Κι αυτό γιατί παρότι γι’ άλλη μια φορά ο σκηνοθέτης της επιλέγει να διαχειριστεί ένα καυτό κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα με έντιμες προθέσεις, η κινηματογραφική του γλώσσα, κατασκευή και προσέγγιση παραμένει συμβατική και ανώδυνη. Ο Γαβράς δεν ξεπερνά τα όρια ενός ρηχού σχολιασμού, δεν εμβαθύνει στο φαινόμενο που αναπαριστά και για μια ακόμη φορά μετατρέπει μια συγκλονιστική πραγματικότητα σε μια συμπαθητική (με όλη την αρνητική σημασία της λέξης) μυθοπλασία κατάλληλη για όλα τα στομάχια.
Ε.Γ.