Ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό και την υπουργό Παιδείας έστειλε το ΤΕΙ Αθήνας για να εκφράσει τη μέγιστη αγωνία του για το μέλλον του Ιδρύματος. Στην επιστολή επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι «το ΤΕΙ Αθήνας με τις σημερινές απαιτήσεις του ΥΠΔΒΜΘ είναι αδύνατο να λειτουργήσει και προφανώς το Σεπτέμβριο θα αναστείλει τη λειτουργία του και δε θα εγγράψει κανένα σπουδαστή». Βέβαια, οι διδάσκοντες του Ιδρύματος, ως μέρος του καθηγητικού κατεστημένου, ρίχνουν και το σχετικό γλείψιμο, μη παραλείποντας να εκφράσουν τη στήριξή τους στις «πρωτοβουλίες της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, όταν αυτές αποτελούν προϊόν ώριμης σκέψης, δηλαδή, όταν αυτές προκύπτουν έπειτα από λεπτομερή και αντικειμενική μελέτη των υφιστάμενων προβλημάτων της ανώτατης εκπαίδευσης» (αλήθεια ποιες;
Μήπως η διοίκηση του ΤΕΙ Αθήνας ξέχασε το νόμο-πλαίσιο που απεργάζεται το υπουργείο Παιδείας, επιδιώκοντας να ξεθεμελιώσει το δημόσιο Πανεπιστήμιο και ΤΕΙ;). Στη συνέχεια, όμως, όταν αναφέρονται στα καθημερινά μεγάλα προβλήματα λειτουργίας του ΤΕΙ, καταδεικνύεται το μέγεθος της ασφυξίας που επιβάλλεται στα Ιδρύματα. Σημειώνουμε ότι η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας ακολουθούν απέναντι στα Πανεπιστήμια και τα Τεχνολογικά Ιδρύματα την προσφιλή και πάγια τακτική όλων των κυβερνώντων όταν προτίθενται να ξεπουλήσουν έναν φορέα και να του αλλάξουν τα φώτα, ξεθεμελιώνοντας δομή, τρόπο λειτουργίας, δικαιώματα προσωπικού εκ βάθρων: συστηματική κατασυκοφάντηση, απαξίωση, πλήρη εγκατάλειψη στην τύχη του, χωρίς οικονομικούς πόρους, ώστε αναγκαστικά να συρθεί στο σκοτεινό μέλλον που του ετοιμάζουν. Γι’ αυτό και οι συνεχείς απαξιωτικές δηλώσεις Παπανδρέου, Διαμαντοπούλου, Πανάρετου για τα Ιδρύματα. Γι’ αυτό και οι συνεχείς παρεμβάσεις, παραβιάζοντας το περίφημο «αυτοδιοίκητο» των Ιδρυμάτων, στο οποίο υποκριτικά ομνύουν. Γι’ αυτό και το πετσόκομμα κάθε χρηματοδότησης, ώστε να πέσει σαν ώριμο φρούτο η «αναγκαιότητα» για αναζήτηση πόρων «από τρίτους» και η λειτουργία με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Η διοίκηση του ΤΕΙ Αθήνας, στην επιστολή της, επισημαίνει ότι τα Ιδρύματα δέχονται διαρκώς αλληλοαναιρού-μενες εγκυκλίους, τις οποίες το υπουργείο Παιδείας επιβάλλει να εφαρμοστούν. Οι εγκύκλιοι αυτοί αφορούν την περαιτέρω περικοπή του έκτακτου Εκπαιδευτικού Προσωπικού, όταν ο αριθμός του, βάσει προηγούμενης κατανομής που έκανε το υπουργείο για όλα τα ΤΕΙ, εμφανίζεται μειωμένος ήδη κατά 30%. Εύλογα, λοιπόν, οι διδάσκοντες αναρωτιούνται «μήπως τελικά οι εγκύκλιοι και τα διάφορα έγγραφα που απευθύνει κάθε φορά η ηγεσία του Υπουργείου ΠΔΒΜΘ δεν αποσκοπούν στη διαχείριση των προβλημάτων, αλλά συνιστούν απόπειρες χειραγώγησης και κατάργησης του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της αυτοδιοίκησης των Ιδρυμάτων».
Η σημαντικότατη μείωση του έκτακτου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ο θεσμός του έκτακτου ΕΠ ήρθε για να καλύψει εκπαιδευτικές ανάγκες, διότι όταν άρχισε να ισχύει ο Ν. 1404/1983, ο αριθμός των μελών μόνιμου ΕΠ ήταν σημαντικά μικρός), σε συνδυασμό με τον διαρκώς μειούμενο, λόγω συνταξιοδότησης, αριθμό των μελών του μόνιμου προσωπικού, δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Επιπλέον, στην επιστολή υπογραμμίζεται ότι «οι συνεχείς περικοπές στις χρηματοδοτήσεις κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2009-2010 και 2010-2011 έφτασαν το 50% περίπου», γεγονός που συνιστά «πολιτική οργανωμένης εξόντωσης».
Επισημαίνεται επίσης η διαρκής παρέμβαση του Πανάρετου στον τρόπο πρόσληψης του έκτακτου Εκπαιδευτικού Προσωπικού. Ο υφυπουργός, με σχετική εγκύκλιο, επιχειρεί να καταργήσει το άρθρο του νόμου 1404/1983, που ρυθμίζει λεπτομερώς αυτή τη διαδικασία. Και αναφέρεται ότι ο υφυπουργός «κατάργησε τελείως αυθαίρετα τις μονιμοποιήσεις και τις εξελίξεις, οι οποίες δεν επέφεραν καμία οικονομική επιβάρυνση, καθώς επίσης τους διορισμούς και τις προκηρύξεις του μόνιμου ΕΠ» (για το λόγο αυτό το ΤΕΙ βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη).
Επισημαίνεται επίσης η διαρκής παρέμβαση του Πανάρετου στον τρόπο πρόσληψης του έκτακτου Εκπαιδευτικού Προσωπικού. Ο υφυπουργός, με σχετική εγκύκλιο, επιχειρεί να καταργήσει το άρθρο του νόμου 1404/1983, που ρυθμίζει λεπτομερώς αυτή τη διαδικασία. Και αναφέρεται ότι ο υφυπουργός «κατάργησε τελείως αυθαίρετα τις μονιμοποιήσεις και τις εξελίξεις, οι οποίες δεν επέφεραν καμία οικονομική επιβάρυνση, καθώς επίσης τους διορισμούς και τις προκηρύξεις του μόνιμου ΕΠ» (για το λόγο αυτό το ΤΕΙ βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη).
Γίνεται επίσης λόγος για τη μεγάλη καθυστέρηση στην αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων ΤΕΙ, για το μπλοκάρισμα των διαδικασιών εξέλιξης του διδακτικού προσωπικού, των ερευνητικών προγραμμάτων, κ.λπ. Τέλος, η διοίκηση του ΤΕΙ Αθήνας δηλώνει ότι «εάν χρειαστεί θα καταφύγει ακόμη και στη δικαιοσύνη με σκοπό να προασπίσει τα συμφέροντα του Ιδρύματος».
Από την επιστολή είναι φανερό ότι η διοίκηση του Ιδρύματος φορτώνει όλα τα κακώς κείμενα στην καμπούρα του υφυπουργού Πανάρετου, στον οποίο προσάπτει ένα είδος αντιδικίας με τα Ιδρύματα, ή και αδυναμία στη διαχείριση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την οποία είναι υπεύθυνος. Πολύ φτωχή και ρηχή αλήθεια ερμηνεία. Γιατί η απόφαση για το συνεχές πετσόκομμα των δαπανών για την Παιδεία, για το πλήρες ξεχαρβάλωμα των εργασιακών σχέσεων των εργαζόμενων (όπως π.χ. των συμβασιούχων εργαζόμενων των Ιδρυμάτων) είναι κυβερνητική απόφαση και γίνεται με τις ευλογίες της τρόικας. Η απόφαση για τον ενταφιασμό του δημόσιου Πανεπιστήμιου και ΤΕΙ και η λειτουργία τους με τα χυδαία κριτήρια της καπιταλιστικής αγοράς, είναι κυβερνητική απόφαση, στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής και διεθνούς πραγματικότητας, που κινείται σταθερά στον αστερισμό της Μπολόνια και της αποθέωσης της «επιχειρηματικότητας».
Γιατί η απόφαση να αφανιστεί κάθε κοινωνικό δικαίωμα, όπως αυτό της μόρφωσης, είναι συναπόφαση κυβέρνησης και κορακιών της τρόικας. Την ευθύνη, λοιπόν, δεν τη φέρνει μονάχα ο κολλητός του ΓΑΠ Πανάρετος, αλλά όλοι οι απολογητές του Μνημονίου, στο υπουργείο Παιδείας, στην κυβέρνηση, στο πολιτικό σύστημα.
Γιατί η απόφαση να αφανιστεί κάθε κοινωνικό δικαίωμα, όπως αυτό της μόρφωσης, είναι συναπόφαση κυβέρνησης και κορακιών της τρόικας. Την ευθύνη, λοιπόν, δεν τη φέρνει μονάχα ο κολλητός του ΓΑΠ Πανάρετος, αλλά όλοι οι απολογητές του Μνημονίου, στο υπουργείο Παιδείας, στην κυβέρνηση, στο πολιτικό σύστημα.
Με όρους κάποιας αδικαιολόγητης ψυχαναγκαστικής εμμονής του υφυπουργού Πανάρετου, προσπαθεί και η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ να ερμηνεύσει την επίθεση ενάντια στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ετσι, προφανώς, ερμηνεύονται τα κουτοπόνηρα τερτίπια που κάνει ο υφυπουργός, προκειμένου να πετσοκόψει με όλα τα μέσα (και από τη μύγα ξίγκι) τις κρατικές δαπάνες για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ και να τα οδηγήσει στην πτώχευση και τον αφανισμό. Για την εμπλοκή που παρουσιάστηκε στις εξελίξεις μελών ΔΕΠ (καθυστερώντας τες για άλλους τέσσερις μήνες), η διοί-κηση της ΠΟΣΔΕΠ και η διοί-κηση της ΟΣΕΠ/ΤΕΙ έχουν ήδη καταθέσει μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία Αθηνών, ενώ απέστειλαν και ανοικτή επιστολή στην υπουργό Παιδείας.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και το διπλό, βρόμικο πρόσωπο της ηγεσίας της ΠΟΣΔΕΠ. Ενώ παριστάνει την εξοργισμένη από τις περικοπές στους συμβασιούχους διδάσκοντες των ΑΕΙ και κάνει δηλώσεις συμπαράστασης στον αγώνα τους, από την άλλη υποσκάπτει το εργασιακό τους μέλλον στα Πανεπιστήμια. Στη συνάντηση με την υπουργό Παιδείας, η ΠΟΣΔΕΠ αποδέχτηκε την αύξηση του διδακτικού ωραρίου των μόνιμων μελών ΔΕΠ, που θα έχει ως συνέπεια τη μείωση των συμβασιούχων διδασκόντων (και κατά συνέπεια οποιαδήποτε –όσο μακρινή και να φαντάζει σήμερα αυτή– προοπτική μονιμοποίησής τους). Είναι χαρακτηριστική η σχετική δήλωση της Διαμαντοπούλου: «Ζήτησα από τους εκπροσώπους των Πανεπιστημιακών, αν θα μπορούσαν οι ίδιοι να εργαστούν περισσότερες ώρες , δηλαδή οι έξι ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας να γίνουν εννέα. Μου απάντησαν ομόφωνα και αυθόρμητα ότι είναι κάτι που αρκετοί το κάνουν, ήδη, και το προσφέρουν στο Πανεπιστήμιο. Αυτό είναι πράγματι ένα πολύ ουσιαστικό μήνυμα. Ολοι μπορούμε και πρέπει να προσφέρουμε αυτή την περίοδο».
Γιούλα Γκεσούλη