Πανηγύριζε στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας η κυβέρνηση, διότι κατά τη συνεδρίαση της οικονομικής και δημοσιονομικής επιτροπής της EE, ο πρόεδρος του συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων Π. Σακελλάρης κατάφερε να απαλειφθεί από τη γνωμοδότηση της επιτροπής ο χαρακτηρισμός «ασαφές», που αφορούσε το χρονοδιάγραμμα της ελληνικής κυβέρνησης για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Eτσι, στη συνεδρίαση του Ecofin στις 14 Mάρτη, που θα έχει ως βάση την εισήγηση αυτής της επιτροπής, η κυβέρνηση δε θα δεχτεί πίεση από τους εταίρους να προχωρήσει άμεσα και έτσι θα έχει την άνεση να φανεί συνεπής με τη δέσμευσή της ότι η μεταρρύθμιση θα γίνει την επόμενη τετραετία, αφού ολοκληρωθεί ο κοινωνικός και πολιτικός διάλογος στην παρούσα.
Πολλές φορές από τις στήλες της «K» έχουν παρουσιαστεί τα δεδομένα του ασφαλιστικού προβλήματος και έχουν αποκαλυφθεί οι προθέσεις της κυβέρνησης (και όχι μόνο), καθώς και το περιεχόμενο της κυοφορούμενης μεταρρύθμισης. Tο τελευταίο διάστημα, μετά τον ανασχηματισμό, στο ζήτημα της χρονικής μεθόδευσης η κυβέρνηση έχει εμφανίσει μια αρρυθμία, κυρίως λόγω της αγαρμποσύνης του Tσιτουρίδη, ο οποίος λέει και ξελέει, εμφανιζόμενος ανακόλουθος από μέρα σε μέρα. Tο μόνο σχόλιο που θα θέλαμε να προσθέσουμε είναι ότι το γεγονός ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση παραπέμπεται (ή λέγεται ότι παραπέμπεται) στην επόμενη τετραετία, προκειμένου μέχρι το τέλος της τρέχουσας να προετοιμαστεί το έδαφος, αποτελεί μια ακόμα επιβεβαίωση για το σκληρό αντεργατικό της περιεχόμενο.
Γιατί, βέβαια, μια μεταρρύθμιση που δεν θα θίγει τον σκληρό πυρήνα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων η κυβέρνηση θα έσπευδε να την κάνει μια ώρα γρηγορότερα, για να κερδίσει πολιτικά απ’ αυτή. Tο ότι την αναβάλλει (ή λέει ότι την αναβάλλει) αποδεικνύει ότι φοβάται το λεγόμενο πολιτικό κόστος από την έκταση και την ένταση των αντιδράσεων.
Γιατί, βέβαια, μια μεταρρύθμιση που δεν θα θίγει τον σκληρό πυρήνα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων η κυβέρνηση θα έσπευδε να την κάνει μια ώρα γρηγορότερα, για να κερδίσει πολιτικά απ’ αυτή. Tο ότι την αναβάλλει (ή λέει ότι την αναβάλλει) αποδεικνύει ότι φοβάται το λεγόμενο πολιτικό κόστος από την έκταση και την ένταση των αντιδράσεων.
Εν πάση περιπτώσει, το τοπίο ξεκαθάρισε, μετά τη συνάντηση Αλογοσκούφη-Τσιτουρίδη και τις ανακοινώσεις που έγιναν.
Οποία πρωτοτυπία. Θα συσταθεί μια ακόμη «επιτροπή σοφών», που θα μελετήσει τα δεδομένα του προβλήματος και θα εισηγηθεί λύσεις. Παράλληλα, ο διάλογος θα προχωρήσει και στη Βουλή και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Θα γίνουν, δηλαδή, και αυτή τη φορά όλα όσα έγιναν και τις προηγούμενες, με στόχο να εμφανιστεί ως μονόδρομος μια ακόμα μεταρρύθμιση που θα φαλκιδεύει τα ασφαλιστικά δικαιώματα και θα βάλει στην κλίνη του Προκρούστη ό,τι απέμεινε μετά τις τόσες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 15 χρόνων.
Οποία πρωτοτυπία. Θα συσταθεί μια ακόμη «επιτροπή σοφών», που θα μελετήσει τα δεδομένα του προβλήματος και θα εισηγηθεί λύσεις. Παράλληλα, ο διάλογος θα προχωρήσει και στη Βουλή και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Θα γίνουν, δηλαδή, και αυτή τη φορά όλα όσα έγιναν και τις προηγούμενες, με στόχο να εμφανιστεί ως μονόδρομος μια ακόμα μεταρρύθμιση που θα φαλκιδεύει τα ασφαλιστικά δικαιώματα και θα βάλει στην κλίνη του Προκρούστη ό,τι απέμεινε μετά τις τόσες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 15 χρόνων.
Από τη σκοπιά τους οι αστοί ειδικοί έχουν δίκιο στις διαπιστώσεις και τις προτάσεις τους. Τους καλούν να μελετήσουν ένα πρόβλημα στη λογιστική του διάσταση. Εκεί πλέον υπάρχουν «κουκιά μετρημένα». Τόσα είναι τα έσοδα του ασφαλιστικού συστήματος, τόσα τα αποθεματικά του, τόσες οι δαπάνες του. Κάνουν και μια προβολή στο μέλλον, υπολογίζουν τις δημογραφικές τάσεις και το ποσοστό απασχόλησης και… έτοιμο το αποτέλεσμα: ένα έλλειμμα ναααα (μετά συγχωρήσεως). Πώς αντιμετωπίζεται το έλλειμμα; Οι «ειδικοί» δεν έχουν κανένα πρόβλημα να εκπονήσουν δυο τρία εναλλακτικά σενάρια (ας είναι καλά οι υπολογιστές, φτιάχνεις ένα μοντέλο, του βάζεις δεδομένα, σου βγάζει αποτελέσματα) και ν’ αφήσουν στους πολιτικούς να πάρουν τις τελικές αποφάσεις. Ετσι κι αλλιώς, όλα τα σενάρια θα οδηγούν σε περικοπές ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Και επειδή δε μιλάμε για ψιλολόγια και μπαλώματα, αλλά για λύσεις που θα οδηγούν σε εξάλειψη του ελλείμματος (εκείνο που θα διαφέρει θα είναι ο χρονικός ορίζοντας), όλα τα σενάρια θα προτείνουν αύξηση στα όρια ηλικίας και μείωση των συντάξεων.
Δε διαβάζουμε βουλωμένο γράμμα, λέμε το αυτονόητο. Εκεί που έχει οδηγηθεί το ασφαλιστικό σύστημα, κάθε λογιστική προσέγγιση οδηγεί υποχρεωτικά σε αυτά τα αποτελέσματα. Γιατί, βέβαια, αυτή η λογιστική προσέγγιση κάνει προβολή μόνο στο μέλλον και ποτέ στο παρελθόν. Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια αναλογιστική μελέτη που θα μας έλεγε ποια θα ήταν η σημερινή κατάσταση και ποιες οι προοπτικές του ασφαλιστικού συστήματος, αν είχαν τηρηθεί τα παρακάτω:
– Το κράτος δεν καταλήστευε τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, μετατρέποντάς τα σε θαλασσοδάνεια προς τους καπιταλιστές.
– Το κράτος δεν ασκούσε κοινωνική πολιτική φορτώνοντας τα βάρη της στα ασφαλιστικά ταμεία.
– Οι καπιταλιστές δεν επιδίδονταν στο αγαπημένο και προσοδοφόρο σπορ της εισφοροδιαφυγής και εισφοροκλοπής και το κράτος δεν τους επιβράβευε με συνεχείς χαριστικές ρυθμίσεις.
– Το κράτος τηρούσε με συνέπεια τις οικονομικές του υποχρεώσεις έναντι των Ταμείων, σύμφωνα με τις αρχές της τριμερούς χρηματοδότησης, τις οποίες το ίδιο έχει θεσπίσει.
Γιατί άραγε καμιά από τις πολλές επιτροπές «σοφών», που έχουν συσταθεί μέχρι τώρα, δεν ξεκίνησε τις εργασίες της από μια τέτοια μελέτη; Το ερώτημα είναι προφανές. Γιατί μια τέτοια μελέτη θα έκανε σκόνη το σόφισμα της «δημογραφικής γήρανσης» και θα αποδείκνυε ότι τα ελλείμματα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος δεν είναι απότοκο αυτής της «γήρανσης», που αναγκαστικά πρέπει να αντιμετωπιστεί με επώδυνα (πάντα για τους εργαζόμενους) μέτρα, αλλά είναι απότοκο της ληστρικής πολιτικής που ακολουθήθηκε επί περισσότερο από μισό αιώνα.
Θα ήταν, όμως, λάθος και για το εργατικό κίνημα να ξεκινά από το αίτημα για μια τέτοια μελέτη. Αυτό θα σήμαινε προσχώρηση στην αρχή της λογιστικής αντιμετώπισης του ασφαλιστικού, της προσέγγισής του ως ζήτημα εσόδων-δαπανών. Ομως, το ασφαλιστικό είναι πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα, ένα ταξικό ζήτημα και ως τέτοιο πρέπει να προσεγγιστεί. Οι αναφορές στην πολύχρονη καταλήστευση των Ταμείων επικουρικά μόνο πρέπει να χρησιμοποιούνται και πάντοτε χωρίς να συσκοτίζουν την ταξική ουσία του ζητήματος. Χωρίς ταξική βάση το παιχνίδι είναι χαμένο. Παίζεις στο γήπεδο του αντίπαλου και με το διαιτητή στημένο.
Ποια είναι η ταξική βάση; Είναι εξαιρετικά απλή, απλούστατη. Η κοινωνική ασφάλιση δεν είναι δώρο των αφεντικών και του κράτους τους. Είναι στοιχειώδες δικαίωμα των εργαζόμενων, ίδιας αξίας με το μεροκάματο. Ο εργαζόμενος είναι ο παραγωγός του κοινωνικού πλούτου. Ο εργαζόμενος είναι επίσης το υποζύγιο της φορολογίας (έμμεσης και άμεσης).
Δικαιούται, λοιπόν, να διεκδικεί πλήρη ασφάλιση για όλους, εργαζόμενους και άνεργους, και πλήρη χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το αστικό κράτος.
Δικαιούται, λοιπόν, να διεκδικεί πλήρη ασφάλιση για όλους, εργαζόμενους και άνεργους, και πλήρη χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το αστικό κράτος.
Αν αυτή η προσέγγιση σας φαίνεται… μαξιμαλιστική, δεν έχετε παρά να αναλογιστείτε πού έχουν οδηγήσει οι «ρεαλιστικές» προσεγγίσεις που ακολουθούνται μέχρι τώρα από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Τι έχουν χάσει εργαζόμενοι και συνταξιούχοι μέχρι τώρα και τι ακόμα θα χάσουν με τη νέα μεταρρύθμιση. Σκεφτείτε, αν θέλετε, πραγματιστικά. Είναι δυνατόν να έχεις καμιά τύχη σε μια διαπραγμάτευση που πας αφοπλισμένος και έτοιμος να διαπραγματευθείς το πόσα θα χάσεις; Αν δεν πας διεκδικώντας το μάξιμουμ, πώς μπορείς να κερδίσεις έστω το μίνιμουμ; Αν δε ζητήσεις μείωση ορίων ηλικίας και αύξηση συντάξεων, μπορείς να ‘χεις ελπίδες;
Πέτρος Γιώτης