Η αστική νομιμότητα έχει τα όριά της. Κι όποιοι περιορίζονται σ’ αυτά τα όρια δεν κάνουν τίποτ’ άλλο από το να νομιμοποιούν τα πιο αντιδραστικά μέτρα του αστικού κράτους. Αυτό αποδείχτηκε για μια φορά ακόμη με την τύχη της προσφυγής που κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας η ελεγχόμενη από τον Περισσό Δημοκρατική Συσπείρωση για τις Λαϊκές Ελευθερίες και την Αλληλεγγύη. Η αίτηση αφορούσε την ακύρωση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, που επέτρεψε την παράταση της λειτουργίας των 342 ρουφιανοκαμερών που έχουν διασπαρεί σε όλη την Αθήνα.
Η εισηγήτρια του ΣτΕ Ειρήνη Σαρπ στην εισήγησή της (η σχετική συζήτηση στην Ολομέλεια του οργάνου θα γινόταν χτες) επέλεξε το ρόλο του Πόντιου Πιλάτου. Επισημαίνει ότι η ΕΛΑΣ δε μπορεί να χρησιμοποιεί σύστημα συλλογής δεδομένων εικόνας και ήχου και να επεξεργάζεται αυτά τα δεδομένα για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος, μπορεί όμως να χρησιμοποιεί τις κάμερες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας, υπό την προϋπόθεση ότι δε θα καταγράφουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή δεδομένα για φυσικά πρόσωπα που η ταυτότητά τους είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί μέσω των στοιχείων που συλλέγουν οι κάμερες.
Με άλλα λόγια, το ΣτΕ επιτρέπει να παραμείνουν σε λειτουργία οι ρουφιανοκάμερες και επαφίεται στην Ασφάλεια, ότι δεν θα συλλέγει δεδομένα απ’ αυτές! Μόνο αφελείς μπορούν να πιστέψουν, ότι θα λειτουργούν όλες αυτές οι κάμερες και θα χρησιμοποιούνται για την κυκλοφορία (το τελευταίο που ενδιαφέρει την κυβέρνηση) και όχι για την παρακολούθηση και καταγραφή των κινητοποιήσεων. Παρακολουθείστε πως κινούνται οι κάμερες και παρακολουθούν μια πορεία για να καταλάβετε ποια είναι η δουλειά τους.
Ο Περισσός, βέβαια, είναι μια νομιμόφρων πολιτική δύναμη. Γι’ αυτό και στη διάρκεια των κινητοποιήσεών του δεν έχει καταστρέψει ούτε μια κάμερα.