Eνα πρωτοφανές κύμα επιθέσεων σαρώνει τις τελευταίες μέρες το νότιο Αφγανιστάν. Είναι η πρώτη φορά από την αμερικάνικη εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 που τα αμερικάνικα και τα συμμαχικά τους στρατεύματα αντιμετωπίζουν τέτοιας έκτασης πρόκληση από τις δυνάμεις των ισλαμιστών μαχητών.
Πολύωρες μάχες με κυβερνητικές δυνάμεις, επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, κυβερνητικά κτίρια, αυτοκινητοπομπές με όλμους ρουκέτες και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, επιθέσεις αυτοκτονίας, και από την άλλη, νέα μαζική δολοφονία αμάχων από αμερικάνικα βομβαρδιστικά στο χωριό Αζίζι της επαρχίας Κανταχάρ. Επίκεντρο των επιθέσεων είναι οι επαρχίες Χέλμαντ, Κανταχάρ, Ζαμπούλ και Ουρουζγκάν. Και ακολουθούν οι επαρχίες Πάκτια, Γκαρντέζ, Πάκτικα, Νουριστάν και Γκαζνί, ενώ, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Ασοσιέτεντ Πρες», οι ισλαμιστές μαχητές επεκτείνουν τη δράση τους σε όλο και περισσότερες περιοχές. Μόνο το διήμερο 21 και 22 Μαΐου σημειώθηκαν 20 επιθέσεις σε 12 επαρχίες της χώρας, ενώ ο απολογισμός των επιθέσεων και των συγκρούσεων μέσα σε μια βδομάδα, από τις 17 Μαΐου, είναι περισσότεροι από 300 νεκροί.
Η μεγαλύτερη επίθεση, με τη συμμετοχή εκατοντάδων μαχητών, έγινε στην πόλη Μούσα Κάλα της επαρχίας Χέλμαντ στο νότιο Αφγανιστάν. Η επίθεση ξεκίνησε εναντίον κυβερνητικών κτιρίων και αστυνομικών σταθμών το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης, 17 Μαΐου, και οι μάχες μεταξύ ανταρτών και αστυνομικών κράτησαν εννιά ώρες.
Οι νεκροί από τις πολύωρες μάχες είναι 40 Ταλιμπάν και τουλάχιστον 13 αστυνομικοί, σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους. Αντίθετα, ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Qari Mohammad Yousuf, ανακοίνωσε ότι νεκροί είναι 30 αστυνομικοί και ότι οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει την πόλη και αργότερα αποχώρησαν.
Την ίδια μέρα σκοτώθηκε ένας αμερικάνος από επίθεση αυτοκτονίας σε αυτοκινητοπομπή στην πόλη Χεράτ του δυτικού Αφγανιστάν. Επίσης, λίγες ώρες μετά την απόφαση της καναδικής βουλής να παρατείνει για δύο χρόνια την παραμονή στο Αφγανιστάν της καναδικής στρατιωτικής δύναμης σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυρών με ισλαμιστές μαχητές η πρώτη καναδή στρατιωτίνα. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο νότιο Αφγανιστάν 2.300 καναδοί στρατιώτες.
Στις 19 Μαΐου σκοτώθηκε 1 και τραυματίστηκαν 6 αμερικάνοι στρατιώτες στην επαρχία Ουρούζγκαν, όταν η περίπολός τους δέχτηκε επίθεση. Στις 20 Μαΐου σκοτώθηκαν 2 γάλλοι στρατιώτες στην Κανταχάρ. Στις 21 Μαΐου σε μάχη στην περιοχή Σπιν Μπολντάκ σκοτώθηκαν 1 αξιωματικός της πολυεθνικής δύναμης και 3 αφγανοί στρατιώτες, ενώ τραυματίστηκαν 1 ξένος και 25 αφγανοί στρατιώτες. Την ίδια μέρα έγινε επίθεση αυτοκτονίας με αυτοκίνητο – βόμβα στην Καμπούλ κοντά στη στρατιωτική βάση της πολυεθνικής δύναμης με 3 νεκρούς. Πρόκειται για μια επιλεκτική μόνο αναφορά στις επιθέσεις των τελευταίων ημερών.
Στις 22 Μαΐου οι Αμερικάνοι διέπραξαν ένα ακόμη έγκλημα πολέμου. Από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες της επόμενης μέρας αμερικάνικα αεροπλάνα βομβάρδισαν το χωριό Αζίζι, το οποίο οι Αμερικάνοι θεωρούσαν κρησφύγετο των ανταρτών που είχαν κάνει στις 17 Μαϊου τη μεγάλη επίθεση στη Μούσα Κάλα, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 60 άνθρωποι, «ύποπτοι Ταλιμπάν» κατά τους Αμερικάνους. Ομως οι τοπικές αρχές μιλούν για 17 τουλάχιστον πολίτες νεκρούς, ενώ επιζήσαντες του βομβαρδισμού μιλούν για τουλάχιστον 40. «Θάψαμε γυναίκες, θάψαμε παιδιά, μας σκοτώνουν, είμαστε οργισμένοι», δήλωσε στο «Ασοσιέτεντ Πρες, ένας από τους επιζήσαντες.
Οι ισλαμιστές μαχητές κλιμακώνουν τις επιθέσεις τους, καθώς οι νατοϊκές δυνάμεις αυξάνονται από 9.000 σε 16.000 και αναπτύσσονται στη θερμή ζώνη του νότιου Αφγανιστάν για να ενισχύσουν τους Αμερικάνους, που αυτή τη στιγμή έχουν ρίξει στη μάχη εναντίον των Ταλιμπάν 23.000 περίπου στρατιώτες, το μεγαλύτερο αριθμό που έχουν αναπτύξει μέχρι τώρα στο Αφγανιστάν.
Η οργή, η φτώχεια, η διαφθορά και η απογοήτευση από την αφγανική κυβέρνηση τροφοδοτούν την εξέγερση των Ταλιμπάν επισημαίνει σε ρεπορτάζ μ’ αυτό τον τίτλο το «Ασοσιέτεντ Πρες» (21/5/06), στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται:
«…Παράλληλα με τις ξένες δυνάμεις και την κυβέρνηση του προέδρου Χαμίντ Καρζάι που προσπαθούν να αναπτυχθούν στη χώρα, αναπτύσσονται και οι δυνάμεις των Ταλιμπάν. Οι μαχητές επιχειρούν τώρα σε περιοχές που δεν είχαν καμιά παρουσία από το 2001. Ολο και μεγαλύτερες περιοχές νότια και ανατολικά περνούν έξω από τον έλεγχο των κυβερνητικών δυνάμεων. Στην επαρχία Γκαζνί νοτιοδυτικά της Καμπούλ, για παράδειγμα, οι Ταλιμπάν έχουν διεισδύσει 10 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της επαρχίας, λένε οι κάτοικοι. Αστυνομία και κυβερνητικοί υπάλληλοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και καταφεύγουν στην πόλη Γκαζνί μπροστά στην απειλή των Ταλιμπάν.
Σε όλη τη χώρα, οι Ταλιμπάν βρίσκουν ένα πληθυσμό απογοητευμένο από την κυβέρνηση και τις ξένες δυνάμεις….Παράλληλα, υπάρχει δυσαρέσκεια με τη σκληρή τακτική που ακολουθούν οι ξένες δυνάμεις κατά την αναζήτηση μαχητών και πολλοί Αφγανοί δεν είδαν καμιά βελτίωση στη ζωή τους πέντε χρόνια μετά την πτώση των Ταλιμπάν…Οι υποστηριζόμενες από τη Δύση προσπάθειες της κυβέρνησης για το ξερίζωμα των φυτειών παπαρούνας ευνοούν επίσης τους Ταλιμπάν. Αντί να συλλαμβάνονται οι αξιωματούχοι που εμπλέκονται στο εμπόριο ναρκωτικών, η κυβέρνηση έχει καταφύγει στην τιμωρία των φτωχών αγροτών κι αυτό προκαλεί οργή. Αν βάλεις όλους αυτούς τους παράγοντες μαζί, έχεις μια εικόνα γιατί οι Ταλιμπάν αυξάνουν τις επιθέσεις τους και τη στρατολόγηση μαχητών…».