Μεγάλη προπαγανδιστική εκστρατεία έστησε το υπουργείο Εργασίας, με επικεφαλής την ίδια την Κατσέλη, για το Σύμφωνο Συνεργασίας ανάμεσα στο υπουργείο και το Ελληνικό Δίκτυο Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης του ΣΕΒ. Οπως γράψαμε στο προηγούμενο φύλλο, στόχος αυτής της συνεργασίας δεν είναι μόνο να διαφημιστούν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις ως φιλανθρωπικά ιδρύματα, αλλά και να τσεπώσουν κρατικό παραδάκι από διάφορα προγράμματα.
Χωρίς τσίπα η Κατσέλη πήρε σβάρνα τα ραδιόφωνα για να διαφημίσει τη νέα συνεργασία της με τους καπιταλιστές, ισχυριζόμενη ότι ενώνουν τις δυνάμεις τους «για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας που μαστίζει τη χώρα μας και για να στηρίξουμε τους νέους ανθρώπους, τα νέα παιδιά που μπαίνουν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας και χρειάζονται συμβουλευτική, κατάρτιση, πρακτική άσκηση, απόκτηση πρώτης επαγγελματικής εμπειρίας». Οι καπιταλιστές που αρπάζουν τη μπουκιά από το στόμα των εργαζόμενων ενδιαφέρονται τάχα να καταπολεμήσουν την παιδική φτώχεια. Αυτή που η ίδια η συμπεριφορά τους προκαλεί. Οι καπιταλιστές που απαίτησαν και πέτυχαν τόσες ρυθμίσεις για την υπερεκμετάλλευση των νέων εργαζόμενων (μεροκάματα χαμηλότερα και από αυτά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, απόλυση χωρίς αποζημίωση ακόμα και μετά από ένα χρόνο δουλειάς κ.λπ.) ενδιαφέρονται τάχα για την ομαλή μετάβασή τους στην αγορά εργασίας. Ποια αγορά εργασίας; Το σύγχρονο δουλεμπόριο εννοούν.
Οπως είπε η Κατσέλη, στόχος τους είναι «να αναπτύξουμε συνέργειες των δικών μας προγραμμάτων με τα προγράμματα αυτά, έτσι ώστε να έχουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα». Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις θα αναπτύσσουν προγράμματα σε συνεργασία με προγράμματα του υπουργείου Εργασίας. Θα κάνουν, δηλαδή, τη διαφήμισή τους με κρατικό χρήμα.
«Οι ίδιες οι επιχειρήσεις έχουν κάθε κίνητρο να προωθήσουν δράσεις, οι οποίες διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και την ανάπτυξη μιας χώρας», λέει ξεδιάντροπα η Κατσέλη, λες και απευθύνεται σε ηλίθιους. Με φιλανθρωπικά προγράμματα προωθείται αυτό που ονομάζουν κοινωνική συνοχή ή με μισθούς που να επιτρέπουν στους εργαζόμενους να ζουν με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, με κοινωνική ασφάλιση, με πλήρη απασχόληση κ.λπ.;