Η μεγαλύτερη σε διάρκεια, ένταση, μαζικότητα, αποφασιστικότητα απεργία της τελευταίας δεκαετίας, η απεργία των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας, έκλεισε άκαιρα τον πρώτο της κύκλο. Είναι το γεγονός των απεργιακών αγώνων όλων των εργαζόμενων στρωμάτων, από τότε που η εργαζόμενη κοινωνία μπήκε στο βαθύ και ατελείωτο σκοτεινό τούνελ της λιτότητας.
Τα εύσημα αυτά η απεργία τα κέρδισε επάξια με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της.
Για πρώτη φορά πρόβαλε δυνατά η ανάγκη της υπεράσπισης του Δημόσιου Δωρεάν Σχολείου.
Για έξι βδομάδες τα χίλια μύρια προβλήματά του, απόρροια της χρόνιας υποχρηματοδότησης και συρρίκνωσής του, βρέθηκαν στο κέντρο των συζητήσεων, έγιναν πρωτοσέλιδα στον Τύπο και κυρίαρχο θέμα των τηλεπαράθυρων.
Το αίτημα της αύξησης των δαπανών για την Παιδεία έπαψε να έχει την αξία απλά της ιστορικής αναφοράς, έγινε υπαρκτό και διεκδικήσιμο.
Για πρώτη φορά πρόβαλε δυνατά η ανάγκη να ζει κανείς με αξιοπρέπεια απ’ το μισθό του και μόνο.
Τούτο το «μαξιμαλιστικό» και «μη ρεαλιστικό» αίτημα, αποδεκτό μέχρι τα τώρα μόνο από πολιτικούς και συνδικαλιστικούς σχηματισμούς με ταξικό προσανατολισμό, αγκαλιάστηκε από το σύνολο ενός κλάδου, που έδωσε σκληρή μάχη στα ίσα με την πολιτική της λιτότητας, σε καιρούς μάλιστα που έχει οπισθοχωρήσει ακόμη και αυτή η μάχη για τα ψωροεπιδόματα. Εγινε αποδεκτό και από την υπόλοιπη εργαζόμενη κοινωνία, που παρά την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλαν η κυβέρνηση και τα τσιράκια της στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, δεν τσίμπησε στον «κοινωνικό αυτοματισμό», δείχνοντας δρόμους και αφήνοντας παρακαταθήκες για μελλοντικούς αγώνες.
Εμμέσως, αλλά με σαφήνεια η απεργία αποκάλυψε το ζήτημα της διανομής του πλούτου στον καπιταλισμό. Και με την ένταση, τη διάρκεια και τη δυναμική της την αμφισβήτησε. Τα σκάνδαλα των καρτέλ, των κουμπάρων, τα πλούσια δώρα στον Χριστόδουλο, οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για το συνταξιοδοτικό των «βολευτάδων», ο τρελός χορός των τραπεζικών κερδών και των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, οι μειωμένες δαπάνες για την Παιδεία και στον φετινό προϋπολογισμό και τα μπαξίσια στην ΕΛ.ΑΣ, αέναων βεβαίως φαινομένων στον καπιταλισμό, που συνέπεσαν όμως χρονικά με την απεργία, ήταν το σκηνικό της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.
Οι εργαζόμενοι, οι γονείς που πληρώνουν απευθείας το «μάρμαρο» του ελλείμματος της «Δημόσιας Δωρεάν Εκπαίδευσης» είδαν τον εαυτό τους μέσα σ’ αυτή την απεργία. Χτυπημένοι οι ίδιοι απ’ την άγρια χρόνια λιτότητα, την καλπάζουσα ακρίβεια, την ανεργία, τον εξευτελισμό της δουλειάς, των ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων τους, ζώντας μονίμως υπό καθεστώς ανασφάλειας και φόβου, έρχονταν να σφίξουν το χέρι των απεργών και να τους ψιθυρίσουν «βάστα δάσκαλε», νιώθοντας πως η νίκη της απεργίας των εκπαιδευτικών θα ήταν λυτρωτική και για τους ίδιους, για όλη την εργαζόμενη κοινωνία.
Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια (απ’ την απεργία ακόμη της ΕΑΣ, όπου είχαμε όμως απολυμένους) μια απεργία είχε τέτοια κοινωνική αποδοχή. Που εκφράσθηκε και σε όλα τα γκάλοπ των εταιριών δημοσκοπήσεων, ακόμα και όταν η ένταση κορυφώθηκε την 5η και 6η εβδομάδα.
Οι απεργοί έδειξαν θαυμαστή αντοχή και τα πρωτοφανή, μαζικότατα, ενθουσιώδη επαναλαμβανόμενα συλλαλητήριά τους, που μπορούσαν να συγκριθούν μόνο μ’ εκείνα που έγιναν ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ, βούλιαξαν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τις πλατείες και τους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Ξαφνιασμένη η οκνηρή πολιτικά επαρχία αντίκριζε για πρώτη φορά τους δασκάλους να πορεύονται στους δρόμους της διεκδικώντας ζωή για τους ίδιους και το όνειρο της μόρφωσης για τα παιδιά της.
Δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί -στη συντριπτική πλειοψηφία τους της Πρωτοβάθμιας- κάθε ηλικίας, νέοι άπειροι συνάδελφοι, στα πρώτα αγωνιστικά τους σκιρτήματα και άλλοι πιο έμπειροι από απεργιακούς αγώνες, ακόμα και ασπρομάλληδες λιγάκι πριν τη σύνταξη, αντάμωσαν στους δρόμους.
Ανέπτυξαν δεσμούς αλληλεγγύης, συναδελφικότητας, συντροφικότητας. Βίωσαν τη δύναμη της συλλογικότητας, ξέφυγαν απ’ τη μοναξιά του «καναπέ», το τέλμα του ατομισμού και αυτό το τεράστιο κέρδος της απεργίας θα κεφαλαιοποιηθεί απ’ τον καθένα ξεχωριστά, ανάλογα φυσικά με την ωριμότητα και το επίπεδο της πολιτικής κρίσης του.
Αντίστοιχο θα είναι το κέρδος αυτό και για την υπόλοιπη εργαζόμενη κοινωνία που είδε καθαρά και ξάστερα ότι ένας κλάδος εργαζόμενων μπορεί να παλέψει μαζικά, συλλογικά για τα δίκια του, αρκεί να πιστέψει στη δύναμη της συλλογικής αποφασιστικότητάς του. Γιατί μπορεί η απεργία των δασκάλων να μην νίκησε στη φάση αυτή σε επίπεδο αιτημάτων, προκάλεσε όμως ισχυρά χτυπήματα στην κυβερνητική πολιτική, ταρακούνησε όλο το πολιτικό σκηνικό και άνοιξε ζητήματα ευρύτερης κοινωνικής σημασίας.
Με μεγάλο προσωπικό οικονομικό κόστος, ο αγώνας αυτός των μισθοσυντήρητων εκπαιδευτικών ήταν πραγματικά ηρωικός, φωτίζοντας και πάλι τη γνωστή -πλην όμως ξεχασμένη και παραγκωνισμένη αλήθεια- πως τίποτε δεν κερδίζεται αν δε ματώσεις πολύ.
Η απεργία προκάλεσε τεράστια κρίση στα κυβερνητικά επιτελεία, που εκφράσθηκε με τα τελεσίγραφα και τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς της Μ. Γιαννάκου, το χάσιμο του ελέγχου κάθε ψυχραιμίας της, τα συνεχή «αδειάσματά» της από βουλευτές και μέλη της κυβέρνησης που σαν τα ποντίκια φρόντιζαν να εγκαταλείψουν το κλυδωνιζόμενο σκάφος, τη στάση του Τύπου -ακόμα και του φιλοκυβερνητικού- που δεν μπόρεσε να στραφεί ανοιχτά ενάντια στους εκπαιδευτικούς, τα συνεχή χτυπήματα και τις προκλήσεις των δυνάμεων καταστολής και τέλος με την υποχώρηση του ίδιου του Καραμανλή που αναγκάστηκε να δεχτεί τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και να γίνει ο ίδιος «μπακάλης» παζαρεύοντας τις δόσεις του επιδόματος των 105 ευρώ, κάνοντας «γαργάρα» την έως τότε άκαμπτη στάση του.
Η αναλγησία της κυβέρνησης και προσωπικά του Καραμανλή, που το παίζει «συνετός», «κεντρώος» «σεμνός και ταπεινός» εξόργισε τους εκπαιδευτικούς και προκάλεσε το λαϊκό αίσθημα.
Για τους έχοντες μνήμη και κρίση η αναλγησία αυτή θα παραλληλιστεί με την αναλγησία που επέδειξαν στο παρελθόν και οι «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ στις πολυήμερες απεργίες των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας. Αβίαστα έτσι θα προκύψει το συμπέρασμα ότι όλοι οι διαχειριστές της εξουσίας στον καπιταλισμό έχουν θαυμαστή ομοθυμία όταν έρχονται αντιμέτωποι με λαϊκές διεκδικήσεις και στέκονται το ίδιο εχθρικά απέναντι στις «κοινωνικές δαπάνες». Στο συμπέρασμα αυτό θα λειτουργήσει προσθετικά και η βρόμικη στάση του ΠΑΣΟΚ ν’ απλώσει χέρι βοήθειας στην κυβέρνηση, την ώρα που έσφιγγε επικίνδυνα η θηλιά γύρω απ’ το λαιμό της, με την πρόταση για αναβολή της συζήτησης για το άρθρο 16 του Συντάγματος στη βουλή.
Στα δύσκολα, στις στιγμές έντασης φαίνονται οι φίλοι κι οι εχθροί λέει ο λαός. Και σε τούτη την μεγάλη απεργία ξεσκίστηκαν πραγματικά όλες οι μάσκες. Και μαζί και αυτές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Που μετά από μεγάλη πίεση, όταν όλος ο κόσμος βοούσε, δια της βίας αποφάσισαν μια τρίωρη στάση εργασίας η πρώτη και δυο 24ωρες απεργίες η δεύτερη. Που έκαναν τα πάντα να μη ριχτούν εφεδρείες στη μάχη απ’ όλα τα μέτωπα των εργαζόμενων ώστε να νικήσει η απεργία.
Και τώρα, όταν η απεργία έκλεισε τον πρώτο και πιο δυναμικό και αποφασιστικό κύκλο της, έρχονται τάχαμου προβληματισμένες να αναλάβουν «πρωτοβουλίες» για έναν «ειλικρινή διάλογο», βάζοντας νέες τρικλοποδιές -αυτό είναι σίγουρο- στον αγώνα. Τα πεπραγμένα της ΓΣΕΕ, να ιδρύσει τη γνωστή Ακαδημία Εργασίας που ο Πολυζωγόπουλος φιλοδοξούσε να την κάνει πανεπιστήμιο μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, όπως και ολόκληρη η διαδρομή και των δύο μέσα στο εργατικό κίνημα, μας προϊδεάζουν αρνητικά για τούτες τις περίφημες «πρωτοβουλίες».
Ολος ο συνδικαλιστικός αστισμός σύμπηξε μέτωπο ενάντια στους αγωνιζόμενους δασκάλους, ώστε οι εργαζόμενοι να μη νιώσουν σύνολο αλλά αποκομμένα, ξεχωριστά μέρη, μόνα τους απέναντι στην εξουσία που μπορεί να τα ξεσκίσει. Στην ίδια ρότα έπαιξε και η ΟΛΜΕ, παρότι υποτίθεται «αδελφή Ομοσπονδία».
Η δύναμη όμως της απεργίας των δασκάλων, που φώτιζε με δυνατές ζεστές ακτίνες την κοινωνία, πέτυχε να στήσει το πανεκπαιδευτικό μέτωπο στη ζωή, παρά τα βρόμικα παιχνίδια στην κεφαλή. Εγινε ατμομηχανή για την «κουτσή» έστω απεργία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για τις μαθητικές και φοιτητικές καταλήψεις. Εγινε η κόκκινη κλωστή που ένωσε όλους σ’ ένα πανεκπαιδευτικό κίνημα, που μπορούσε να στήσει την αντιεκπαιδευτική πολιτική, απ’ το Νηπιαγωγείο ως το Πανεπιστήμιο, στο απόσπασμα. Και από αυτή την άποψη ήταν μέγα λάθος το άκαιρο κλείσιμο της απεργίας, που άφησε ακάλυπτους τους μαθητές και φοιτητές (όταν μάλιστα στους δεύτερους υπάρχει η πρόσθετη δυσκολία ότι δεν υπάρχει μπροστά αυτή τη στιγμή το νομοσχέδιο για την αλλαγή του νόμου πλαίσιου).
Η απεργία έβαλε όλη την εργαζόμενη κοινωνία απέναντι στις ευθύνες της. Η υπεράσπιση της Δημόσιας Δωρεάν Εκπαίδευσης, η αποτροπή της άλωσής της από την αγορά και τις επιχειρήσεις, το δικαίωμα στη μόρφωση, το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία δεν είναι υπόθεση μονάχα των εκπαιδευτικών.
Και απ’ αυτή την άποψη η εργαζόμενη κοινωνία υστέρησε. Είδε με θετικό μάτι την απεργία των δασκάλων, στάθηκε με συμπάθεια δίπλα της, πλην όμως δεν τη στήριξε ενεργά όσο θα΄ πρεπε, όσο απαιτούσαν οι ανάγκες των καιρών (όταν μια μερίδα αγωνιζόμενων εργαζόμενων έχει απέναντί της τον άγριο καπιταλισμό). Δεν συμπαρατάχθηκε με τους απεργούς, συγχρονίζοντας το βήμα, ξεπερνώντας τις πρακτικές ανάσχεσης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό συμπέρασμα για όλους τους μελλοντικούς αγώνες, αν θέλουμε όλοι απ’ τα βάθη της καρδιάς μας να σπάσει τούτη η πολιτική λιτότητας.
Ο απολογισμός του πρώτου τούτου δυναμικού κύκλου της απεργίας των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας είναι θετικός για τη μάχη και αρνητικός για τον πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση ο αγώνας συνεχίζεται -και δε μπορεί να γίνει αλλιώς- εφόσον υπαρκτά παραμένουν τα μύρια προβλήματα που ταλανίζουν το Δημόσιο Σχολείο και άλλα τόσα αυτά που φέρνουν οι αντιεκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις.
Από αυτή τη μάχη ο Δάσκαλος βγήκε νικητής. Οχι βεβαίως σε επίπεδο αιτημάτων. Κέρδισε τη συλλογική του αξιοπρέπεια, αναβαπτίστηκε στη συνείδηση όλης της εργαζόμενης κοινωνίας.
Τίποτε, λοιπόν, δεν θα ’ναι όπως παλιά. Ούτε για την κυβέρνηση που θα σκεφτεί πολύ, τα επόμενα αντιεκπαιδευτικά της βήματα.
Γιούλα Γκεσούλη