Η συνεδρίαση συνεχίστηκε με τους υπόλοιπους μάρτυρες υπεράσπισης της Ειρήνης Αθανασάκη.
Ο Γιώργος Ροδαλάκης, συνταξιούχος δικηγόρος, διευθυντής ιστορικών ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, κατέθεσε ότι γνωρίζει από εικοσαετίας την Ειρ. Αθανασάκη, ως συνάδελφο της συζύγου του, και έκαναν πολύ στενή παρέα.
Γνώριζε την ιστορία με τον πράκτορα Περάκη, την οποία του είχε διηγηθεί αμέσως τότε η Ειρήνη. Οτι της είχε προσφέρει χρήματα για να τους δίνει πληροφορίες για τον Αγαπίου, με τη συνοδεία της απειλής ότι η μη συνεργασία της θα έχει συνέπειες για την ίδια.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της έδρας, είπε πως ουδέποτε παρατήρησε τίποτα το περίεργο στη ζωή της Αθανασάκη (π.χ. να λείπει κατά χρονικά διαστήματα) και τοποθέτησε περί το 1997 το περιστατικό με τον Περάκη. Επίσης, ότι η συγκεκριμένη δουλειά που έκαναν η σύζυγός του και η Ειρήνη ήταν μια δουλειά ψυχοφθόρα που απαιτούσε να είναι κανείς σε ετοιμότητα ακόμα και τη νύχτα, μη τυχόν φτάσει κάποιο γκρουπ ή παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα. Ουδέποτε η Αθανασάκη αναζητήθηκε ακόμα και τη νύχτα και δεν βρέθηκε. Επίσης, ουδέποτε σε συζητήσεις η Αθανασάκη εμφανίστηκε να επικροτεί έστω ενέργειες σαν κι αυτές που της αποδίδονται (ο κύκλος αυτών των ερωτήσεων έγινε από τον εφέτη Λ. Ντούλη). Απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης (Α. Κωνσταντάκης), ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι την περίοδο που δεν υπήρχαν τα κινητά τηλέφωνα, οι εργαζόμενοι όπως η Αθανασάκη ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν ανά πάσα στιγμή το στίγμα τους στο γραφείο, για να μπορούν να τους βρουν στην περίπτωση που έπρεπε να λύσουν κάποιο πρόβλημα με τα γκρουπ.
Η Αγγελική Μαργαρίτη, στενή φίλη της Αθανασάκη, αναφέρθηκε στη φιλία τους για πάνω από 30 χρόνια. Αναφέρθηκε στη ζωή της Αθανασάκη, τις σπουδές της, την ειδίκευσή της επί τριετία στο Βέλγιο, την ένταξή τους στην ΚΝΕ, την αποχώρηση της Ειρήνης το 1983 για προσωπικούς λόγους, στις ιδεολογικοπολιτικές της απόψεις που δεν ήταν συμβατές με τη δράση οργανώσεων όπως ο ΕΛΑ (να σημειωθεί ότι στις σχετικές αναφορές της μάρτυρα δεν υπήρχε καμιά απαξίωση), στο παρατσούκλι Μυρτώ με το οποίο ήταν γνωστή και στην ΚΝΕ και στον φιλικό της περίγυρο στο Περιστέρι, στην ιστορία με τον πράκτορα Περάκη, που και αυτή η μάρτυρας γνώριζε.
Εντύπωση προκάλεσε η επιμονή του εισαγγελέα να ρωτάει τους μάρτυρες -αμφισβητώντας εμμέσως το περιστατικό με τον Περάκη- γιατί η Αθανασάκη πήρε το φάκελο με τα λεφτά και τον επέστρεψε σε δεύτερη συνάντηση. Η επιμονή αυτή προκάλεσε την αντίδραση της Αθανασάκη, η οποία είπε πως οι μάρτυρες δεν γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες. Διευκρίνισε, λοιπόν, ότι πήρε το φάκελο γιατί δεν ήξερε ότι περιείχε χρήματα. Σε μια συνάντηση πενταλέπτου (είχε φύγει από τη δουλειά της με μικρή άδεια), ο τύπος αυτός της είπε ότι ανήκει σε μια διεθνή εταιρία ερευνών, χωρίς να της εξηγήσει τι και πως. Της είπε να πάρει το φάκελο και σε επόμενη συνάντηση θα συζητούσαν αναλυτικά. Η ίδια πήρε το φάκελο νομίζοντας ότι περιέχει κάποια έγγραφα που εξηγούσαν τι ακριβώς ήθελαν απ’ αυτή. Στην επόμενη συνάντηση, στο «Ιντερκοντινένταλ», της μίλησε για τον Αγαπίου και αυτή του πέταξε τα χρήματα και έφυγε.
Ο εισαγγελέας, όμως, επέμεινε στην ίδια κατεύθυνση, συμπεραίνοντας με νόημα ότι και η Αθανασάκη γνώριζε πως ο Αγαπίου ήταν «μόνιμος ύποπτος». Η μάρτυρας, βέβαια, του έδωσε πληρωμένη απάντηση: Και τι σημαίνει αν το γνώριζε; Απαγορευόταν να κάνει σχέση μαζί του; Τότε ήμασταν όλοι πολιτικοποιημένα άτομα, ο κόσμος ασχολούνταν με την πολιτική και όχι όπως σήμερα που όλοι ασχολούνται μόνο με την πιστωτική τους κάρτα. Και μετά απ’ αυτή την απάντηση, ο εισαγγελέας δεν έδωσε καμιά εξήγηση για το τι υπονοούσε η παρατήρησή του. Εμεινε έτσι μια προηγούμενη «ατάκα» του: «Μπορεί να σημαίνει πολλά, μπορεί να μη σημαίνει και τίποτα»!
Απαντώντας σε εύστοχες ερωτήσεις της εφέτη Μ. Χυτήρογλου η μάρτυρας διευκρίνισε ότι στο ΚΚΕ δεν είχαν ψευδώνυμα και το Μυρτώ ήταν παρατσούκλι της Ειρήνης, το οποίο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε μια συνωμοτική οργάνωση, δεδομένου ότι με αυτό την γνώριζε πολύς κόσμος. Θα επέλεγε άλλο όνομα ως ψευδώνυμο.
Εξίσου εύστοχες ερωτήσεις υπέβαλε και ο εφέτης Λ. Ντούλης, δίνοντας τη δυνατότητα στη μάρτυρα να απαντήσει ότι όλα τα πολιτικοποιημένα άτομα είχαν διάφορα έντυπα στα προσωπικά τους αρχεία, κούτες ολόκληρες με προκηρύξεις, περιοδικά όπως η Αντιπληροφόρηση κ.λπ., και αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ήταν μέλη των οργανώσεων που υπέγραφαν αυτά τα έντυπα.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του Α. Κωνσταντάκη η κ. Μαργαρίτη είπε πως ουδέποτε η Ειρήνη προσπάθησε να της κάνει ζύμωση ενάντια στην πολιτική του ΚΚΕ και να την τραβήξει σε άλλη κατεύθυνση.
Η Ειρήνη Τρέσου, εξαδέρφη και στενή φίλη της Αθανασάκη, μίλησε για τη φιλία τους από τότε που γνώρισαν τον εαυτό τους. Μαζί στο σχολείο, στενή παρέα, μοιράζονταν τα πάντα, γι’ αυτό και της είναι αδιανόητες οι κατηγορίες. Εχω συγκλονιστεί –είπε η μάρτυρας- δεν μπορώ να δουλέψω, έχω καταχρεωθεί. Μπαίνω στο Internet, διαβάζω αυτά που είπε η πρόεδρος, ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, και τρελαίνομαι όταν ακούω την απόφαση.
Φυσικά, γνώριζε και αυτή το περιστατικό με τον πράκτορα Περάκη. Στην αρχή –είπε- σκεφτήκαμε ότι κάποιος της φλερτάρει. Μετά ότι πρόκειται για πρόταση δουλειάς. Οταν της έδωσε το φάκελο, πίστεψε ότι είχε μέσα μια επαγγελματική πρόταση. Ομως είχε μέσα μόνο τα λεφτά. Το συζητήσαμε και αναρωτήθηκε τι σόι εταιρία είναι αυτή που δίνει μ’ αυτόν τον τρόπο λεφτά. Η κάρτα του Περάκη ήταν στ’ αγγλικά και δεν έγραφε εταιρία, μόνο κάποια τηλέφωνα. Πήγε στο επόμενο ραντεβού και εκεί της ζήτησαν να πει αυτά που θα της έλεγαν να πει για τον Αγαπίου και φυσικά αρνήθηκε. Πήραμε στα τηλέφωνά του και δεν απάντησαν ποτέ. Της έλεγα συνέχεια ότι έκανε λάθος που δεν δημοσιοποίησε αμέσως τότε αυτό το περιστατικό. Μετά το περιστατικό αυτό, με πλησίασε μια γνωστή πελάτισσα (η μάρτυρας έχει ταβέρνα) και μου είπε: «Ηρέμησε, τελείωσε το θέμα». Μάλλον ήταν αστυνομικός και δεν είχα καταλάβει τίποτα.
Η εφέτης Μ. Χυτήρογλου ρώτησε για το «Μυρτώ» και η μάρτυρας εξέφρασε την έκπληξη που αισθάνθηκε όταν μετά τη σύλληψη της Ειρήνης διάβασε για ψευδώνυμο. Αν είναι δυνατόν να είναι ψευδώνυμο το όνομα με το οποίο την ξέρει τόσος κόσμος.
Επειδή το θέμα με τον Περάκη επανήλθε και η μάρτυρας ρωτήθηκε από την έδρα αν η Αθανασάκη απευθύνθηκε σε κάποιον δικηγόρο, η Αθανασάκη παρενέβη και πάλι για να διευκρινίσει ότι το γεγονός ότι της ζητούνταν συνεργασία ειδικά σε βάρος του Αγαπίου δεν το είχε αναφέρει σε κανέναν από τους φίλους της που καταθέτουν ως μάρτυρες. Τους είπε το περιστατικό χωρίς ποτέ να πει ότι αφορούσε τον Αγαπίου. Μίλησε γενικά για κάποιον φίλο της. Οι μάρτυρες κατάλαβαν εκ των υστέρων ότι αφορούσε τον Αγαπίου και γι’ αυτό πλέον το αναφέρουν ως δεδομένο στις καταθέσεις τους. Ο εισαγγελέας, όμως, επέμεινε στο βιολί του: γιατί η Αθανασάκη δεν πήγε τότε στον εισαγγελέα να καταγγείλει το γεγονός!
Κρατώντας τη ψυχραιμία της η Αθανασάκη του απάντησε ότι δεν είχε ποτέ διάθεση να μπαινοβγαίνει στα εισαγγελικά γραφεία. Και επειδή ο πρόεδρος της ζήτησε να μιλήσει αναλυτικά για την πρώτη συνάντηση με τον Περάκη, περιέγραψε όσα αναλυτικά είχε πει στο πρώτο δικαστήριο.
Της τηλεφώνησε (μετά τις ανθοδέσμες) και της ζήτησε να συναντηθούν στο «Νέον» στη Μητροπόλεως, λέγοντάς της ότι την γνωρίζει αυτός και θα τη συναντήσει. Της έδωσε την κάρτα του που έγραφε Alex Perakis, ένα νούμερο κινητού και «Βρυξέλλες» με λατινικούς χαρακτήρες αλλά ανορθόγραφα (ούτε αγγλικά ούτε γαλλικά).
Της είπε ότι εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρία πολιτικών και κοινωνικών ερευνών που ήθελε τη συνεργασία της. Φαντάστηκε ότι είχε κάποια σχέση με την Ολυμπιάδα. Την παρακάλεσε να πάρει το φάκελο και θα συναντιόταν μια άλλη φορά, επειδή σε λίγο θα ταξίδευε. Οταν είδε τα λεφτά, άρχισε να αναρωτιέται τι τρέχει, τι θέλουν. Πήγε στη δεύτερη συνάντηση και της είπε κατευθείαν: Εμείς έχουμε ένα σχέδιο και θα προχωρήσουμε, με τη βοήθειά σου ή όχι. Θέλουμε ένα πρόσωπο και να ξέρεις ότι θα σε προστατεύσουμε. Του είπε ότι δεν θέλει ν’ ακούσει τίποτα και να πάρει τα λεφτά του και να φύγει. Τότε γύρισε και της είπε: «Ελα μωρέ Ειρήνη, ξέρεις πολύ καλά ότι τον Αγαπίου θέλουμε, όχι αυτόν που γράφουν οι εφημερίδες, τον άλλο». Τότε γύρισε και του είπε: «Κοίταξε να δεις Περάκη, πάρε τα λεφτά σου και δίνε του, δεν γουστάρω καμιά δουλειά μαζί σου». Περιέγραψε το περιστατικό μόνο στον Αγαπίου, ενώ στους φίλους της δεν είπε λεπτομέρειες.
Ο Αναστάσιος Κατίντσαρος στράφηκε ενάντια στην τρομοϋστερία και στο κυνήγι μαγισσών, που υπαγορεύεται από συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες, οι οποίες έφεραν κατηγορούμενη και την Αθανασάκη.
Αναφέρθηκε στην αγανάκτηση που προκάλεσε η δίωξή της στο Περιστέρι και στις κινητοποιήσεις που έγιναν με τη δημιουργία μιας επιτροπής συμπαράστασης, που ξεκινά από απλό κόσμο και φτάνει μέχρι το δήμαρχο, που ήταν ομιλητής στη συναυλία αλληλεγγύης.
Απαντώντας σε συγκεκριμένα ερωτήματα από την έδρα, είπε πως ο ίδιος γνώριζε την Αθανασάκη από τότε που αυτή ήταν στην ΚΝΕ, ότι καμιά φορά ξεχνιέται και είναι έτοιμος και τώρα να την φωνάξει Μυρτώ, ότι η αποχώρησή της από την ΚΝΕ έγινε για επαγγελματικούς λόγους (φόρτος εργασίας), ίσως και από κάποια απογοήτευση, όπως συνέβη με πολύ κόσμο της Αριστεράς. Πεποίθηση όλων στο Περιστέρι είναι πως η Αθανασάκη δεν θα μπορούσε να έχει καμιά εμπλοκή με τον ΕΛΑ, όχι μόνο επειδή ιδεολογικά παρέμεινε πάντα στο χώρο του ΚΚΕ, αλλά και επειδή λόγω της έντονης κοινωνικότητάς της και της δουλειάς της δεν θα μπορούσε να έχει συνωμοτική δράση.
Η ηθοποιός Νένα Μεντή κατέθεσε ότι γνώρισε την Αθανασάκη από τον Αγαπίου και έκτοτε έκαναν πολύ στενή παρέα, ως δυο ζευγάρια.
Αναφέρθηκε στη «φωτογράφηση» του συζύγου της, επίσης ηθοποιού, Σταύρου Μερμήγκη από τον Κακαουνάκη, μετά τη σύλληψη των Αγαπίου-Αθανασάκη, γεγονός που τον οδήγησε να βγει τότε και να κάνει δηλώσεις. Μας «φωτογράφιζαν» και εμάς τότε –είπε- ως υπόπτους που επίκειται η σύλληψή τους, επειδή κάναμε παρέα με τον Αγαπίου και την Αθανασάκη.
Είναι χαρακτηριστικό πως κάποιες φορές, εν τη ρύμη του λόγου της, η γνωστή ηθοποιός ανέφερε την Αθανασάκη ως Μυρτώ. Το γεγονός αυτό τράβηξε την προσοχή της εφέτη Μ. Χυτήρογλου η οποία ρώτησε αν το Μυρτώ ήταν πιο διαδεδομένο από το Ειρήνη. Η Ν. Μεντή απάντησε πως στους παλιούς της φίλους μάλλον είναι πιο διαδεδομένο το Μυρτώ, η ίδια πάντως έχει την τάση να την αποκαλεί έτσι. Για το επεισόδιο με τον Περάκη (σχετικές ερωτήσεις από την ίδια δικαστή) απάντησε ότι το ήξερε και από τους δύο και πως η προσωπική της άποψη –επειδή γνώριζε ότι ο Αγαπίου παρακολουθούνταν από χρόνια- ήταν πως έπρεπε να βγει τότε να κάνει δηλώσεις. Η εκτίμησή της από την απάντηση του Αγαπίου είναι πως μάλλον αδιαφόρησε, επειδή ήταν χρόνια στη μπούκα και δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία.
Ευστοχότατες ήταν και οι ερωτήσεις του εφέτη Λ. Ντούλη. Θα είχε καμιά σημασία –ρώτησε- αν η Αθανασάκη αποκάλυπτε το επεισόδιο με τον Περάκη; Το ότι δεν το κατήγγειλε σημαίνει ότι είναι ένοχη; Η απάντηση της μάρτυρα ήταν, φυσικά, αρνητική. Τότε γιατί να το καταγγείλει; κατέληξε ο δικαστής. Εγώ δεν το είπα για την Ειρήνη –απάντησε η Ν. Μεντή- αλλά για τον Κώστα, αυτόν έψαχναν, όχι την Ειρήνη.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης και του Κ. Αγαπίου, η Ν. Μεντή είπε πως αρκετές φορές έκαναν διακοπές στο σπίτι της στη Σύρο με τον Αγαπίου και την Αθανασάκη και ποτέ δεν τους είδε να φεύγουν ξαφνικά ή να ρωτούν εκ των προτέρων για την πυκνότητα των δρομολογίων κ.λπ. Ηταν άνετοι και χαλαροί πάντοτε. Επίσης, πως για μεγάλο χρονικό διάστημα συναντιόταν με τον Αγαπίου στο Βόλο, όπου είχε σχολή χορού η μητέρα του και εμφανιζόταν στο θέατρο ο κοινός τους φίλος (νεκρός πλέον) Ν. Σκυλοδήμος, ενώ επιβεβαίωσε ότι ο Αγαπίου βοηθούσε τη μητέρα του στη διαχείριση της σχολής χορού.
Αμέσως μετά, ο Κ. Αγαπίου έκανε μια δήλωση με την οποία κατηγορούσε τους δημοσιογράφους της «Ελευθεροτυπίας» Κατερίνα Κατή και Παναγιώτη Στάθη, ότι μετέφεραν διαστρεβλωμένα τοποθέτηση της Ειρ. Αθανασάκη στο Πενταμελές Εφετείο, που συζητούσε την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής της. Η διαστρέβλωση συνίστατο στην αναφορά ότι η φυλακή δεν αντέχεται όταν είσαι αθώος, που –κατά τον Αγαπίου- υπονοεί πως όποιος αντέχει τη φυλακή είναι ένοχος. Πρόκειται –είπε- για ενιαίο κέντρο που καθοδηγεί αυτή την υπόθεση (εγώ δεν λέω της ΓΑΔΑ), δεδομένου ότι οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι ήταν απόντες.
Αμέσως πήρε φόρα και ο Κανάς, που άρχισε να φωνάζει ότι οι δημοσιογράφοι είναι πάντοτε απόντες και γράφουν ό,τι τους λέει ο Πέτρος Γιώτης! «Δηλαδή ήταν και εδώ και στο Εφετείο;», σχολίασε δηκτικά ο πρόεδρος, αλλά ο Κανάς δεν κατάλαβε τίποτα.
Σε λίγο, επέστρεψε στην αίθουσα ο Α. Κωνσταντάκης, ο οποίος ζήτησε το λόγο για να πει, ότι οι δημοσιογράφοι που αναφέρθηκαν ήταν παρόντες στο Εφετείο και το απόσπασμα από την τοποθέτηση της Αθανασάκη που μετέφεραν είναι ακριβές.
Τότε ο Κανάς επιτέθηκε ενάντια στον συνήγορο, μιλώντας για «κατάντια», γεγονός που προκάλεσε την έκρηξη του Α. Κωνσταντάκη, ο οποίος σε πολύ έντονο ύφος είπε στον Κανά ότι δεν του επιτρέπει να μιλά για κατάντια.
Ο Κανάς συνέχισε να φωνάζει μέχρι που ο πρόεδρος του ζήτησε ήρεμα να βγει για λίγο στο καπνιστήριο για να ηρεμήσει.
Στη συνέχεια άρχισαν να καταθέτουν οι μάρτυρες υπεράσπισης του Μ. Κασίμη.
Ο γιατρός Παναγιώτης Μαντάς, μέλος της ΠΓ του ΔΗΚΚΙ, καταφέρθηκε ενάντια στην τρομολαγνεία και στην προσπάθεια κατασκευής ενόχων, που οδηγεί στην κατασκευή ενός νέου «από βορράν κινδύνου». Αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Μ. Κασίμη και στην επαγγελματική, κοινωνική και πολιτική του δραστηριότητα, η οποία δεν ταιριάζει σε ανθρώπους που έχουν χρεωθεί με άλλες υψηλού κινδύνου δραστηριότητες. Απέδωσε τη δίωξή του στο σύνδρομο της βεντέτας που χαρακτηρίζει τους διωκτικούς μηχανισμούς που λειτουργούν κατόπιν και αμερικάνικων παρεμβάσεων. Στο ίδιο πνεύμα μίλησε ο συνδικαλιστής Αλέκος Βερναρδάκης, ενώ ο πρώην διευθυντής του ΕΟΜΜΕΧ Μιχάλης Αγγελίδης αναφέρθηκε με θερμά λόγια στο χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Μ. Κασίμη.