Το βροντερό όχι στον εμφύλιο που σχεδιάζουν οι Αμερικάνοι στο Λίβανο επανέλαβε για μια ακόμα φορά ο ηγέτης της Χεζμπολά, Χασάν Νασράλα, στο λόγο που έβγαλε με αφορμή την γιορτή του Ασούρα, στη Βηρυτό. Καταγγέλλοντας τους Αμερικάνους ως ενορχηστρωτές της ισραηλινής επίθεσης στο Λίβανο, ο Νασράλα κάλεσε τους συγκεντρωμένους να αντιταχθούν στην ταπείνωση της χώρας τους με το κύλισμα στο χάος και τον εμφύλιο, υποστηρίζοντας ότι ο Λίβανος θα παραμείνει ο τάφος των εισβολέων.
Αυτό δεν είναι μόνο στα λόγια αλλά αποδείχτηκε στην πράξη με τη συγκρατημένη στάση που κράτησαν οι μαχητές της Χεζμπολά στα τελευταία γεγονότα. Αυτοί που έδιωξαν τον πιο ισχυρό στρατό της Μέσης Ανατολής απ’ τη χώρα τους δεν θα μπορούσαν άραγε να βάλουν στα λαγούμια τους τα τσιράκια των Αμερικανών; Αυτή η τακτική όμως επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Γιατί η Χεζμπολά δε θέλει να χρεωθεί η ίδια έναν εμφύλιο πόλεμο που θα αναβιώσει τις μνήμες του δεκαπενταετούς εμφυλίου και θα την σύρει σε έναν πόλεμο φθοράς, που θα αφήσει τους Σιωνιστές στο απυρόβλητο.
Από την άλλη, η κυβέρνηση Σινιόρα δε βρίσκεται σε τόσο καλή κατάσταση. Στριμωγμένη απ’ τις κινητοποιήσεις και ολοένα και πιο απομονωμένη απ’ τις πλατιές λαϊκές μάζες, που βλέπουν την αμερικάνικη στήριξη, πόσο θα μπορέσει να αντέξει σ’ αυτή την κατάσταση; Γι’ αυτό και ο Σινιόρα την περασμένη βδομάδα επιχείρησε να συναντηθεί με τον φιλοσύριο πρόεδρο Εμίλ Λαχούντ και τον πρόεδρο της λιβανέζικης Βουλής και αρχηγό της Αμάλ (της οργάνωσης από την οποία προέκυψε και συνεργάζεται σήμερα η Χεζμπολά) Ναμπίχ Μπέρι, για την «άρση του αδιεξόδου», χωρίς αποτέλεσμα. Για να πάρει την απάντηση απ’ τον βουλευτή της Χεζμπολά, Αμπίν Τσέρι, ότι «δεν θα υπάρξει συνάντηση μεταξύ της αντιπολίτευσης και της κυβέρνησης μέχρι η κυβέρνηση να αποφασίσει τουλάχιστον στο κύριο αίτημα: αυτό μιας ενωμένης, αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης».
Γιατί αυτό που ζητά η Χεζμπολά και όλες οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η αντιστοίχιση της σημερινής τους δύναμης μέσα στο κοινοβούλιο, είτε με το σχηματισμό νέας κυβέρνησης (όπου θα διαθέτουν το 1/3 που απαιτείται για να μπορούν να θέσουν βέτο σε σημαντικά ζητήματα) είτε με νέες εκλογές. Μια δύναμη που δεν προήλθε από εκλογικές φιέστες και υποσχέσεις αλλά από τη φωτιά του αγώνα του περασμένου Αυγούστου.