Μέρες τώρα γνώριζα ότι πλησιάζει η ώρα που θα χρειαστεί να σου πω μερικά λόγια αποχαιρετισμού. Το επερχόμενο τέλος μου το ανακοίνωσες ο ίδιος μέσα από το θάλαμο της εντατικής θεραπείας. Κι ήταν -πίστεψέ με, συντροφάκο – η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Ν’ ακούς έναν αγαπημένο σύντροφο να σου ανακοινώνει με φωνή που μόλις ακουγόταν το επερχόμενο τέλος του. Να μιλά γι’ αυτό με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου: «Είμαι στα τελευταία μου, συντροφάκο»!
Εμεινα άφωνος, δεν ήξερα τι να πω, αλλά ήσουν εσύ που μ’ έβγαλες από τη δύσκολη θέση. Μόλις πήγα να πω «άσε τις μαλακίες», πήγες παρακάτω. Παραγγελίες ήθελες να μου δώσεις, όπως πάντα. Να μπει στην «Κόντρα»το ημερολόγιο για τα συσσίτια της Σπλάντζιας, που ήταν για σένα έργο ζωής. «Θέλω να το δω δημοσιευμένο», μου είπες. Προσπάθησα να παζαρέψω μαζί του την αναβολή της δημοσίευσης για μια βδομάδα. Ησουν ανένδοτος κι ο αντίλογός σου ήταν δυστυχώς πειστικός: «Δεν ξέρω αν θα προλάβω την άλλη εβδομάδα. Θέλω να το δω δημοσιευμένο, έχει συναισθηματική αξία για μένα». Κι ύστερα η αγωνία για το αν έφτασε ο φάκελος στην εφημερίδα. Τα γαμοσταυρίδια επειδή αργούσε. Ο τελευταίος θυμός. Η ανακούφιση όταν ο φάκελος έφτασε κυριολεκτικά επί του πιεστηρίου και οι διερευνητικές ερωτήσεις: «Το έβαλες σε καλή σελίδα; Εντάξει παιδί μου». Και το τελευταίο ερώτημα, τα ανακλαστικά του γιατρού: «Πώς πάει ο γιος σου, ρε;». Α, ρε Κωστή…
Σε δυο μέρες άλλο τηλεφώνημα, άλλη παραγγελία: «Πες στο Δημήτρη ότι είμαι πάντα μαζί του. Να τους τα πει δυνατά». Το τελευταίο μήνυμα προς τον Δημήτρη Κουφοντίνα, τον σύντροφο Κουφοντίνα όπως ο ίδιος τον αποκαλούσες, χωρίς να χαμπαριάζεις τίποτα, που την επομένη θα στηνόταν μπροστά στο έκτακτο δικαστήριο του Κορυδαλλού για να απαγγείλει το δικό του «κατηγορώ» ενάντια στο σύστημα της εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ξανά τηλεφώνημα την άλλη μέρα: «Του το ‘πες του Δημήτρη; Πες του ότι δε μπορώ, αλλά είμαι μαζί του».
Νωρίς το απόγευμα της Δευτέρας άλλο τηλεφώνημα, πάντα από την Εντατική: «Πώς τα πήγε ο Δημήτρης;». Ηθελες περιγραφή, γιατί δεν ήξερες σε τι κατάσταση θα βρισκόσουν την άλλη μέρα. Ηταν η τελευταία μας επικοινωνία. Δεν σε ξανάκουσα από τότε, Κωστή. Δεν σε ξανάκουσε κανένας. Την επομένη σε διασωλήνωσαν. Οι προσπάθειες των συναδέλφων σου, των συντρόφων σου, απέβησαν άκαρπες. Ξύπνησες μόνο για λίγο. Δε μπορούσες να μιλήσεις, ήξεραν όμως τι ήθελες ν’ ακούσεις. Σου διάβασαν από την «Κόντρα» την «απολογία» του Δημήτρη. Σου μετέφεραν το μήνυμά του: «Γερά, γιατρέ». Ενα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό σου, μου είπαν. Βυθίστηκες σ’ έναν ύπνο από τον οποίο δεν ξαναξύπνησες.
Ακόμα στριφογυρίζουν στο μυαλό μου τα τελευταία σου λόγια. Η αγωνία, η έγνοια του επαναστάτη. Η Εντατική ήταν για σένα στίβος μάχης. Με όσες δυνάμεις σου απέμεναν προσπαθούσες να κάνεις αυτό που έκανες κάθε μέρα. Εφυγες όμως νωρίς, γαμώτο. Πολύ νωρίς. Εδωσες πολλά, μα είχες πολλά ακόμα να δώσεις. Ορφανέψαμε, συντροφάκο. Η απουσία σου μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πόσο σημαντικοί είναι για το κίνημα αγωνιστές σαν εσένα. Εύκολα είναι τα λόγια, δύσκολες οι πράξεις. Θα δούμε…
Π.Γ.