Ακόμα και αν φοβάσαι ότι θα χάσεις τις εκλογές, δεν το εξωτερικεύεις ποτέ. Οχι μόνο άμεσα, που ακόμα και οι ατζαμήδες της αστικής πολιτικής δεν το κάνουν, αλλά ούτε έμμεσα. Δεν ζητάς, για παράδειγμα αλλαγή του εκλογικού νόμου τις παραμονές των εκλογών, γιατί δίνεις όπλα στην προπαγάνδα του αντίπαλου, του προσφέρεις αυτοπεποίθηση και προκαλείς άγχος και εκνευρισμό στο δικό σου στρατόπεδο. Αυτόν τον απλό πολιτικό κανόνα φαίνεται πως ξέχασαν τα στελέχη της ΝΔ, που εμφανίστηκαν με ένα μπαράζ δηλώσεων και συνεντεύξεων την περασμένη Κυριακή, για να ζητήσουν αλλαγή του εκλογικού νόμου στην κατεύθυνση παραπέρα πριμοδότησης του πρώτου κόμματος, ώστε να σχηματίζει άνετη πλειοψηφία. Και δεν μιλάμε για τίποτα παρακατιανούς που αναζητούσαν λίγη δημοσιότητα, αλλά για στελέχη πρώτης γραμμής.
Πρώτος και καλύτερος ο γραμματέας της ΝΔ Λ. Ζαγορίτης, που υπήρξε προσωπική επιλογή του Καραμανλή και ό,τι λέει θεωρείται πάντοτε «γραμμή Μαξίμου». Είπε σε εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης: «Η Ν.Δ. προτείνει στο ΠΑΣΟΚ, χωρίς να πειράξουμε την αναλογία της εκπροσώπησης των μικρότερων κομμάτων, να συνεννοηθούμε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, ο πρώτος να μπορεί να κυβερνήσει με άνεση, αφαιρώντας κάποιες έδρες από τον δεύτερο. Εάν στο ΠΑΣΟΚ έχουν ψυχή και πιστεύουν ότι θα κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, ας συμφωνήσουμε από τώρα να το κάνουμε».
Δεύτερος ο Δ. Σιούφας, από τους υπουργούς που αποτελούν τον σκληρό καραμανλικό πυρήνα και επίσης μπαινοβγαίνει συχνά στο Μαξίμου, ο οποίος δήλωσε στον «Ελεύθερο Τύπο»: «Προσωπικά, πάντως, και αφού ακούω τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ να μιλά συχνά για εκλογές και νίκη κι άλλα παρόμοια, τονίζω: Αν ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ πιστεύει αυτά που λέει, έχει τον τρόπο να το αποδείξει. Αποδεχόμενος αλλαγές στον εκλογικό νόμο, που θα ενισχύουν την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος στη Βουλή και στις προσεχείς εκλογές».
Τρίτος ο Δ. Αβραμόπουλος, με τις γνωστές αρχηγικές φιλοδοξίες «όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου», που δήλωσε στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»: «Εχουν πια ωριμάσει οι συνθήκες, ώστε, κυρίως τα δυο κόμματα εξουσίας, να συμφωνήσουν για έναν εκλογικό νόμο -σταθερά του πολιτικού μας συστήματος. Αυτός θα μπορούσε να ισχύσει ακόμα και στις επόμενες εκλογές ύστερα από συμφωνία».
Και τελευταίος (όχι όμως και καταϊδρωμένος) ο Μητσοτάκης, που είπε στην «Καθημερινή της Κυριακής»: «Αφού και τα δυο μεγάλα κόμματα είναι βέβαιο πως συμφωνούμε ότι πρέπει να έχουμε ισχυρή κυβέρνηση και αφού και τα δυο πιστεύουν ότι θα κυβερνήσουν, γιατί να μην ενισχύσουν ελαφρά το νόμο του ΠΑΣΟΚ, ανεβάζοντας τις 40 έδρες σε 45; Αν μάλιστα τα δυο κόμματα συμφωνήσουν, η αλλαγή αυτή θα ισχύσει από τις επόμενες εκλογές και η απειλή ακυβερνησίας θα φύγει από τον ορίζοντα».
Η ταυτότητα των παρεμβάσεων και το γεγονός ότι ανάμεσα στους τέσσερις οι δύο παίρνουν την άδεια του Καραμανλή ακόμα και για να βήξουν δείχνουν πως το ζήτημα αλλαγής του εκλογικού νόμου εγείρεται από τον ίδιο τον Καραμανλή, που ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα. Μόνο που αποκαλύπτει τον εκνευρισμό του και την αδυναμία στάθμισης της πραγματικότητας. Ηταν ποτέ δυνατόν το ΠΑΣΟΚ, που άλλαξε τον εκλογικό νόμο για να δυσκολέψει τη ζωή της ΝΔ (πρόκειται για την τακτική της «δεξιάς παρένθεσης») να δεχόταν αλλαγή του εκλογικού νόμου και μάλιστα αυτό να ισχύσει στις επόμενες εκλογές; Γιατί να το δεχτεί; Για να διευκολύνει τη δεύτερη τετραετία της ΝΔ, που είναι η πιθανότερη εξέλιξη σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής γκάλοπ;
Το ΠΑΣΟΚ, φυσικά, υποδέχτηκε καταλλήλως το θεόσταλτο δώρο. Ο μεν Ευθυμίου δήλωσε ότι «είναι ορατή πλέον η αρχή του τέλους για τη ΝΔ, και οι δηλώσεις των δύο υπουργών έχουν χαρακτηριστικά πανικού και είναι ηττοπαθείς», τα δε πράσινα παπαγαλάκια στον αστικό Τύπο ανέλαβαν να εκλαϊκεύσουν αυτή τη γραμμή. Και βέβαια, δεν παρέλειψαν να ανασύρουν από το αρχείο μια τοποθέτηση που είχε κάνει ο Καραμανλής μόλις πριν από πέντε μήνες: «Συμφωνώ ότι οι κυβερνήσεις καλό είναι να είναι ισχυρές. Αλλά ο κόσμος σέβεται τους θεσμούς και αναγνωρίζει στη δική μας παράταξη ότι δεν καταφεύγει στους τακτικισμούς για μικροκομματικά συμφέροντα, όπως το ΠΑΣΟΚ, που άλλαξε δυο φορές τον εκλογικό νόμο την τελευταία στιγμή. Η αλλαγή του ένα χρόνο πριν από τις εκλογές δημιουργεί θεσμική ανασφάλεια», έλεγε στο Πολιτικό Συμβούλιο της ΝΔ στις 11 του περασμένου Γενάρη.
Την επομένη στο press room ανατέθηκε στον Αντώναρο να συμμαζέψει λίγο τα πράγματα, αλλά τα ασυμμάζευτα δε συμμαζεύονται. Ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος από τη μια δήλωσε ότι «η θέση της κυβέρνησης είναι γνωστή και έχει εκφραστεί επανειλημμένα από τον Πρωθυπουργό» και από την άλλη κάλυψε πλήρως τα στελέχη που άνοιξαν θέμα εκλογικού νόμου. «Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι τα συγκεκριμένα στελέχη τα οποία αναφέρατε ή ορισμένα εξ αυτών έχουν εκφράσει αυτές τις θέσεις, οι οποίες άλλωστε προβλέπονται και από το Σύνταγμα και στο παρελθόν. Εκείνο το οποίο βλέπω είναι ότι υπάρχει μια υπεραντίδραση κάποιων από τοποθετήσεις στελεχών που είχαν άλλο νόημα. Η υπεραντίδραση αυτή προδίδει αγωνία και πανικό. Προδίδει πόσο φοβούνται αυτοί που θα είναι δεύτεροι. Η κυβέρνηση πάντως δεν φοβάται. Γιατί στις επόμενες εκλογές δεν θα είναι δεύτερη. Θα είναι πρώτη». Στις επίμονες ερωτήσεις των πολιτικών συντακτών ξεκαθάρισε ότι δεν χαρακτήρισε «προσωπικές» τις θέσεις των συγκεκριμένων στελεχών, επιβεβαιώνοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς ότι πρόκειται για γραμμή του Μαξίμου, ενώ με το γνωστό μουλαρίσιο πείσμα του αρνήθηκε να πει οτιδήποτε για τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Η προσπάθεια του Μαξίμου, λοιπόν, έπεσε στο κενό και το μόνο που κατάφερε είναι να καταδείξει τους φόβους της κυβέρνησης ότι η εκλογική της νίκη θα είναι οριακή και η επόμενη κυβέρνηση Καραμανλή ενδέχεται να στηρίζεται σε μια εντελώς εύθραυστη ισορροπία ενός-δύο βουλευτών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (θα γίνει υποχείριο των μεγάλων καπιταλιστικών «λόμπι», που περιλαμβάνουν ολόκληρες ομάδες βουλευτών).