Θεωρούμε προσβλητικό για τη νοημοσύνη όλων μας να καθήσουμε να συζητήσουμε τον ισχυρισμό του υπουργού Απασχόλησης Β. Μαγγίνα, ότι «υπήρξε προφανώς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την ενημέρωση της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με το χρόνο της απόφασης παραπομπής». Οταν για το παραμικρό ζήτημα υπάρχει εκτεταμένη αλληλογραφία της Κομισιόν με την ενδιαφερόμενη κυβέρνηση, είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι η Κομισιόν συζήτησε στη ζούλα και αποφάσισε την παραπομπή της Ελλάδας στο ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), χωρίς να ενημερώσει την κυβέρνηση για τη μέρα της συζήτησης; Θέλουν να μας πείσουν ότι κοτζάμ Κομισιόν συνεδρίασε ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς ούτε ένας Ελληνας στις Βρυξέλλες να το πάρει χαμπάρι; Και γιατί τότε δεν ξεσήκωσε τον κόσμο η κυβέρνηση, γι’ αυτή την ιταμή συμπεριφορά των Κομισάριων;
Η κυβέρνηση γνώριζε πολύ καλά τη μέρα της συζήτησης και έκλεισε παρασκηνιακά το μάτι στην Κομισιόν να πάρει την απόφαση παραπομπής στο ΔΕΚ, γιατί αυτό βολεύει πρωτίστως την κυβέρνηση.
Το αντικείμενο της προσφυγής της Κομισιόν είναι επιεικώς γελοίο. Η ασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα, λέει, δεν υπάγεται στην κατηγορία της κοινωνικής ασφάλισης, για την οποία υπεύθυνες είναι οι εθνικές κυβερνήσεις, αλλά στην επαγγελματική ασφάλιση, για την οποία έχει αρμοδιότητα η Κομισιόν. Δηλαδή, βαφτίζουν την ασφάλιση μιας τεράστιας κατηγορίας εργαζόμενων σε… ιδιωτική ασφάλιση. Τους έπιασε ο πόνος, λοιπόν, τους Κομισάριους για την «ανισότητα στη μεταχείριση ανδρών και γυναικών» και παραπέμπουν την «παραβίαση» στο ΔΕΚ. Φυσικά, για την εξίσωση προς τα πάνω, αν και τυπικά δεν παίρνουν θέση. Ομως, ποιος μπορεί να φανταστεί ότι θα αποφασιστεί η μείωση κατά πέντε χρόνια του ορίου ηλικίας των ανδρών δημοσίων υπαλλήλων;
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ανοίγει άλλη φάμπρικα. Η Κομισιόν βάζει πόδι σε ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης, μεταμφιέζοντάς τα σε ζητήματα ιδιωτικής ασφάλισης.
Κυβέρνηση και συνδικαλιστική γραφειοκρατία εμφανίστηκαν με κοινή γραμμή πλεύσης, όπως δηλώθηκε μετά τη συνάντηση που είχε την Τετάρτη ο Μαγγίνας με τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Οι γραφειοκράτες ζήτησαν από την κυβέρνηση να επαναφέρει το θέμα στο πολιτικό επίπεδο (στην Κομισιόν), αλλά -όπως δήλωσε ο Μαγγίνας- αυτό δεν είναι νομικά δυνατό. Ετσι, συμφώνησαν σε κοινή γραμμή πλεύσης, την οποία ανακοίνωσε ο Μαγγίνας: «Πρέπει να επαναλάβω ότι υπάρχει μια ταύτιση στην υποστηρικτική γραμμή την οποία έχουμε και με την ΓΣΕΕ και με την ΑΔΕΔΥ για την αντιμετώπιση του θέματος. Θα παρασκευαστεί ένα οπλοστάσιο επιχειρημάτων για να αντιμετωπίσουμε με τον καλύτερο τρόπο αυτή την υπόθεση. Θέλω και πάλι να επαναλάβω ότι το ασφαλιστικό ως πρόβλημα, θα αντιμετωπιστεί μετά τις προσεχείς εκλογές από την Κυβέρνηση η οποία θα προκύψει, αλλά τονίζω, με αποκλειστικό γνώμονα τα πραγματικά συμφέροντα των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων, μέσα από ένα διάλογο και μέσα από διαφάνεια».
Η συμφωνία κυβέρνησης και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας κάθε άλλο παρά αθώα είναι. Κάθε άλλο παρά την υπεράσπιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων έχει ως στόχο. Μπορεί τη δυνατότητα παρέμβασης της Κομισιόν να την αντικρούσουν αποτελεσματικά στο ΔΕΚ, όμως το βασικό τους όπλο θα είναι κάτι που καμιά πλευρά δεν θέλει να ομολογήσει: η δημιουργία Ταμείου Ασφάλισης στο δημόσιο. Τι σημαίνει αυτό; Οτι θα δημιουργηθεί η τεχνική βάση για μια ραγδαία επιδείνωση του καθεστώτος ασφάλισης των εργαζόμενων στο δημόσιο.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν το καθεστώς που ονομάζεται «ασφάλιση στον εργοδότη». Το κράτος εισπράττει απ’ αυτούς ασφαλιστικές εισφορές (παλιότερα δεν εισέπρατε, γιατί τις είχε ισοφαρίσει με αυξήσεις που δεν έδωσε, αλλά το 1992 η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπασε με τον τσαμπουκά τη συμφωνία) και τους καταβάλλει σύνταξη. Αν δημιουργηθεί ασφαλιστικό ταμείο, τι αποθεματικό θα έχει; Δεν χρειάζεται να προβληματιστούμε για την αυθαιρεσία που θα επικρατήσει. Το κράτος θα αναλάβει κάποιες υποχρεώσεις (με ομόλογα μεγάλης διάρκειας) και το Ταμείο θα αφεθεί στα αναλογιστικά προβλήματα που αμέσως θα υπάρξουν (το ίδιο έγινε και σε βάρος του ΙΚΑ, με το νόμο Ρέππα-Χριστοδουλάκη, που νομιμοποίησε τη ληστεία των αποθεματικών του, επιστρέφοντας ψίχουλα από τα κλεμμένα). Αυτά τα αναλογιστικά προβλήματα (ελλείμματα) θα γίνουν η βάση για το χτύπημα των συντάξεων και την επιδείνωση των όρων συνταξιοδότησης. Το γεγονός ότι κανένας από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν έκανε αυτή την επισήμανση, ζητώντας καθαρή τοποθέτηση από την κυβέρνηση, ότι δεν θα προχωρήσει στη δημιουργία Ταμείου, μας βάζει σε υποψία (για να μην πούμε ότι μας δημιουργεί τη βεβαιότητα), ότι τα έχουν συμφωνήσει και ότι θα παρουσιάσουν τη δημιουργία Ταμείου ως γραμμή άμυνας στη δίκη στο ΔΕΚ.