Αν θέσουμε το ερώτημα «τι αφορά η αμερικάνικη αντιπυραυλική ασπίδα;», οι εννιά στους δέκα θα απαντήσουν ότι αφορά στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος. Η επέλαση της αμερικάνικης υπερδύναμης δεν αφορά μόνο την Ευρώπη (με στόχο τη Ρωσία), αλλά προχωρά παραπέρα. Χρησιμοποιώντας το πεδίο στο οποίο υπερέχει σημαντικότατα έναντι των αντιπάλων της (το στρατιωτικό δηλαδή), η αμερικάνικη υπερδύναμη τρίζει τα δόντια σ’ ένα ακόμα ανερχόμενο αστέρα της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής τάξης, την Κίνα.
♦ Το μέτωπο της Ασίας
Για το πώς γίνεται αυτό, γράφει μια καλά ενημερωμένη εφημερίδα: «Περίπου 370 χιλιόμετρα βόρεια του Περθ, στο Γκέραλντον της δυτικής ακτής της Αυστραλίας, οι Αμερικανοί χτίζουν μια βάση. Οταν ολοκληρωθεί, θα ελέγχει δύο γεωστρατηγικούς δορυφόρους που θα δίνουν πληροφορίες στις αμερικάνικες στρατιωτικές δυνάμεις στην Ασία και τη Μέση Ανατολή… Από τη στιγμή που στηθεί η βάση στο Γκέραλντον και ξεκινήσει να λειτουργεί, θα είναι σχεδόν αδύνατο στην Αυστραλία να είναι εντελώς ουδέτερη ή να κάνει πίσω σε οποιονδήποτε πόλεμο θα εμπλέκονται οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τον διακεκριμένο υπότροφο της Αυστραλιανής Ακαδημίας Ενόπλων Δυνάμεων, Φίλιπ Ντόρλινγκ. Πράγματι, ίσως αυτό είναι το ζήτημα. Η Αυστραλία, μαζί με την Ιαπωνία, την Ινδία, τις Φιλιππίνες και τη Νότια Κορέα, συνυπέγραψε το αντιπυραυλικό σύστημα των ΗΠΑ, το οποίο η Κίνα φοβάται ότι στοχεύει στην εξουδετέρωση της μέτριας δύναμης των 21 διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων» («Asia Times», 6/6/07).
Οπως μας πληροφορεί το ίδιο δημοσίευμα, στις 12 του περασμένου Μάρτη η Αυστραλία συνυπέγραψε μια κοινή δήλωση συνεργασίας σε θέματα ασφαλείας με την Ιαπωνία, που σύμφωνα με υψηλό στέλεχος του ινστιτούτου «Ναυτίλος» (αμερικάνικη «δεξαμενή σκέψης» για πολιτικά θέματα), αποτελεί ανοιχτό «αντικινέζικο και αμερικανοκρατούμενο διεθνές συμμαχικό σύστημα», το οποίο «επιβεβαιώνει τις ήδη επιταχυνόμενες τάσεις στρατιωτικοποίησης των πολιτικών τους, τόσο για την Ιαπωνία όσο και για την Αυστραλία».
Στο ίδιο μήκος κύματος, στέλεχος του Kanwa («δεξαμενή σκέψης» με έδρα το Χονγκ Κονγκ) υποστηρίζει ότι οι αντιπυραυλικές εγκαταστάσεις που σκοπεύουν να δημιουργήσουν οι Αμερικανοί στην Αυστραλία, με ισχυρότατα ραντάρ εύρους επιτήρησης 4.000 χιλιομέτρων, θα τους δώσουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις εκτοξεύσεις πυραύλων από την κεντρική βάση πυρηνικών δοκιμών στην επαρχία Σανξί. Ο αστός αναλυτής καταλήγει: «Η Ρωσία ανησυχεί για τα αμερικάνικα σχέδια στην Ανατολική Ευρώπη και η Κίνα στην Ανατολική Ασία. Και οι δύο χώρες μπορούν προφανώς να αποφασίσουν να επιδιώξουν μια συντονισμένη πολιτική πάνω σ’ αυτό το θέμα».
Αυτές οι εξελίξεις έχουν θορυβήσει την κινεζική ηγεσία που αναζητά τρόπους απάντησης στην αμερικανική στρατιωτική επέλαση, με τους συμμάχους της που δεν είναι άλλοι από τη Ρωσία που βρίσκεται αντιμέτωπη με την ίδια ακριβώς απειλή. Στην τελευταία, άλλωστε, συνάντησή τους, στο πλαίσιο της συνόδου για την «ασιατική συνεργασία», που έγινε στην Σεούλ, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ρωσίας και της Κίνας (Σεργκέι Λαβρόφ και Γιανγκ Τσεχί) «αντάλλαξαν απόψεις σε ένα ευρύ φάσμα διεθνών θεμάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων της συνεργασίας στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης και έναντι των σχεδίων των ΗΠΑ για ανάπτυξη παγκόσμιου αντιπυραυλικού συστήματος» (στο ίδιο).
♦ Τα εμπόδια
Ο δρόμος της παγκόσμιας υποταγής στη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ δεν είναι, όμως, στρωμένος με ροδοπέταλα. Κι αυτό γιατί οι Αμερικανοί, που επιχειρούν να μπουν σφήνα στις σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση και να τρίξουν τα δόντια στην ανερχόμενη Κίνα, συναντούν σημαντικά εμπόδια που έχουν να κάνουν με καθαρά οικονομικά ζητήματα. Μέχρι στιγμής, οι μόνοι, πέρα απ’ το Λονδίνο, ένθερμοι οπαδοί της «αντιπυραυλικής ασπίδας» είναι η Πολωνία και οι βαλτικές «δημοκρατίες». Ακόμα και στην Τσεχία, όπου σχεδιάζεται να εγκατασταθούν τα ραντάρ, υπάρχει έντονη δυσφορία στον πληθυσμό για τα αμερικανικά σχέδια, η υποστήριξη των οποίων, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, δεν ξεπερνά το 30%.
Οι δυνάμεις της «γηραιάς» Ευρώπης δεν δείχνουν και τόσο πρόθυμες να αποδεχτούν τα σχέδια των Αμερικανών. Στην κόντρα Ρωσίας – ΗΠΑ, τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία κράτησαν ουδέτερη στάση, με τη δεύτερη να χαρακτηρίζει δικαιολογημένη την ανησυχία της Ρωσίας. Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία όσον αφορά το φυσικό αέριο αποτελεί σημαντικό παράγοντα σ’ αυτή τη στάση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση των τριών μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιριών φυσικού αερίου στο ενδεχόμενο ενός κλονισμού των σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία. Στις 22 Μάη, η ιταλική ENI, η γαλλική Gaz de France και η γερμανική Ruhrgas, οι οποίες κάνουν μπίζνες με τη ρωσική Gazprom, προειδοποίησαν για τις αρνητικές συνέπειες μιας ενδεχόμενης όξυνσης στις σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία και ζήτησαν περισσότερη πολιτική στήριξη από τις κυβερνήσεις τους για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες εκεί.
Το μέλλον της «αντιπυραυλικής ασπίδας» των Αμερικανών δεν θα πρέπει να θεωρείται επομένως δεδομένο. Η σύνοδος του G8 δεν έδωσε κανένα αποτέλεσμα σ’ αυτό τον τομέα και η κίνηση ματ του πονηρού Πούτιν, για εγκατάσταση της βάσης του αντιπυραυλικού συστήματος στο Αζερμπαϊτζάν, άφησε… «κόκαλο» τον Μπους και έφερε νέους πονοκεφάλους στην Ουάσιγκτον. Γιατί είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι η βάση της Γκαμπάλα στο Αζερμπαϊτζάν (που είχε προταθεί στο παρελθόν από το Αζερμπαϊτζάν στο ΝΑΤΟ, για να χτίσει εκεί τη δική του βάση) είναι λιγότερο αποτελεσματική από την Τσεχία στο να καλύψει το Ιράν (που υποτίθεται ότι είναι ο στόχος της αμερικανικής «αντιπυραυλικής ασπίδας»).
♦ Προς νέο ψυχρό πόλεμο;
Οδεύουμε προς νέο ψυχρό πόλεμο, λοιπόν; Το ερώτημα μάλλον τίθεται λάθος. Το σωστότερο θα ήταν να αναρωτηθούμε, αν ο «ψυχρός πόλεμος» έπαψε ποτέ να υπάρχει. Να αναρωτηθεί αν οι διακηρύξεις για την παγκόσμια ειρήνη και συνεργασία ήταν ποτέ ειλικρινείς και πραγματοποιήσιμες. Σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην αποκόμιση ανώτατου κέρδους από τις μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών (που έχουν τον τρόπο να υποτάξουν τις κυβερνήσεις τους πολύ καλύτερα απ’ όσο ο παπάς το ποίμνιό του), σε ένα σύστημα που στηρίζεται στη δύναμη του ισχυρότερου, ποιος μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι αυτή η δύναμη είναι δυνατό να επιβάλλεται μόνο οικονομικά και τα σύννεφα του πολέμου να χαθούν κάποια στιγμή άπαξ δια παντός;
Το ότι 62 χρόνια μετά το τέλος του πιο φονικού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας (του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) η επανάληψη ενός πολέμου ανάλογου μεγέθους φαντάζει σε πολλούς απίθανη, δεν οφείλεται στην «ευαισθητοποίηση» των κρατών και των ηγετών τους για την «ειρήνη», αλλά σε άλλους παράγοντες η ανάλυση των οποίων ξεφεύγει απ’ τα όρια αυτού του σχολίου. Θα αρκεστούμε μόνο να αναφέρουμε, ότι η «ισορροπία του τρόμου», που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου», μεταθέτοντας το πεδίο που ξεσπούν οι πόλεμοι από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις στην περιφέρεια, είναι ένας απ’ αυτούς. Η «ενοποίηση», επίσης, της παγκόσμιας αγοράς, μετά την κατάρρευση των χωρών του παλινορθωμένου καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη (που παρουσιάζονταν για χρόνια σαν «σοσιαλιστικές»), η οποία έδωσε τη δυνατότητα στο δυτικό κεφάλαιο να εκμεταλλευτεί νέες αγορές (που έχασε η ρωσική υπερδύναμη), είναι ένας ακόμα λόγος.
Σίγουρα, όμως, δε μπορούμε να πούμε, ότι τα κράτη και οι ηγέτες τους έμαθαν το μάθημά τους απ’ τα οδυνηρά αποτελέσματα του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου και μπορούν να εγγυηθούν μακροπρόθεσμα την παγκόσμια ειρήνη. Γιατί τότε δεν θα είχαμε δεκάδες πολέμους ανά την υφήλιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Βιετνάμ, Κορέα, Αφρική, Φόκλαντ, Ιράν-Ιράκ, πόλεμος του Κόλπου, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, ξανά Ιράκ κτλ), στους οποίους το αίμα που χύθηκε είναι αθροιστικά πολύ περισσότερο απ’ αυτό που χύθηκε σ’ αυτόν. Δεν θα είχαμε τέτοια διόγκωση των πολεμικών δαπανών και τέτοια συγκέντρωση όπλων μαζικής καταστροφής που δεν υπήρξε σε κανένα προηγούμενο στάδιο της Ιστορίας της Ανθρωπότητας.
Αυτό που οι απολογητές του καπιταλιστικού συστήματος θέλουν να αποκρύψουν είναι ότι ο πόλεμος δεν είναι απότοκο «προσωπικών φιλοδοξιών», «παράλογων ηγεσιών» ή θρησκευτικών διαφορών. Πίσω από κάθε πόλεμο, ακόμα και απ’ τον πιο «παράλογο», αν το ψάξει κανείς θα διαπιστώσει ότι κρύβεται η ίδια οικονομική βάση. Κι αυτή είναι η αποκόμιση του ανώτατου κέρδους, το ξαναμοίρασμα των αγορών, που με την αύξηση της παγκόσμιας φτώχειας γίνονται όλο και πιο στενές, εν ολίγοις το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Ακόμα κι αυτοί οι πόλεμοι που φαντάζουν «θρησκευτικοί» ή φυλετικοί (π.χ. στην Αφρική, αυτή την τεράστια αποθήκη πρώτων υλών, που από δώρο της φύσης έχουν μετατραπεί σε πηγή καταστροφής) δεν θα υπήρχαν, αν δεν υπήρχε αυτή η οικονομική βάση. Εξάλλου, ο πόλεμος είναι μια τρομερά επικερδής υπόθεση για το κεφάλαιο (ίσως η πιο επικερδής).
Οσο παραμένει λοιπόν ο καπιταλισμός τόσο θα «γεννάει» πολέμους. Αυτοί οι πόλεμοι για την ώρα δεν οδηγούν σε γενικευμένο παγκόσμιο μακελειό. Αυτό όμως είναι εφήμερο, γιατί όσο οξύνεται η οικονομική κρίση παγκόσμια, όσο στενεύουν οι αγορές κι όσο υπάρχουν αντίπαλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που θέλουν να ξαναμοιράσουν την ήδη μοιρασμένη παγκόσμια «πίτα», ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος θα είναι αναπότρεπτος. Μπορεί ορισμένοι να χαίρονται που βλέπουν ότι δημιουργείται ένα «αντίβαρο» στην αμερικάνικη «παντοκρατορία», με την ενίσχυση της Ρωσίας, και άλλοι να ζουν με το όνειρο μιας ισχυρής Ενωμένης Ευρώπης που θα αποτελέσει άλλο ένα τέτοιο αντίβαρο. Αυτές οι εξελίξεις, όμως, δεν οδηγούν στην παγκόσμια ειρήνη. Γιατί όταν η Ρωσία ή άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις φτάσουν στο σημείο να μπορούν να αντιπαρατεθούν στα ίσα με τους Αμερικανούς στο στρατιωτικό τομέα, δεν θα διστάσουν να το κάνουν, αδιαφορώντας για το αίμα που θα χυθεί. Αυτό έχει διδάξει η Ιστορία του 20ού αιώνα, για όσους θέλουν να διδάσκονται από την ιστορική εξέλιξη.
Κ. Βάρλας