Αθόρυβα όπως ξεκίνησαν σταμάτησαν η μία μετά την άλλη οι καταλήψεις των μαθητών. Δεν προέκυψε δυναμική, δεν συγκροτήθηκε κίνημα. Αυτό, όμως, δεν είναι προς θάνατον. Στο διάστημα των τεσσάρων βδομάδων που πάρα πολλά σχολεία βρέθηκαν υπό κατάληψη, οι μαθητές πήραν μερικές βαθιές ανάσες. Το γκρίζο τοπίο των σχολικών νεκροταφείων ζωντάνεψε και οι έγκλειστοί του μπόρεσαν να ζήσουν ένα διάλειμμα κανονικής ζωής.
Γιατί δεν βγήκε δυναμική (και) απ’ αυτό το μαθητικό κίνημα; Γιατί δεν υπήρξε αίτημα ή αιτήματα αιχμής. Αν κοιτάξουμε τα μαθητικά κινήματα της μεταπολίτευσης, θα δούμε πως είχαν έκταση, ένταση, ορμή και διάρκεια μόνο τότε που προκλήθηκαν από συγκεκριμένο πρόβλημα και συσπειρώθηκαν γύρω από συγκεκριμένα αιτήματα. Το 1990-91 ήταν τα αυταρχικά-φασιστικά μέτρα του Κοντογιαννόπουλου (point system κ.λπ.) που δημιούργησαν ένα τόσο πλατύ κίνημα. Το 1998 και το 1999 ήταν ο νόμος Αρσένη που οδήγησε σ’ ένα κίνημα καταλήψεων που κράτησε μήνες, με πολύμορφες εκδηλώσεις και εκτός σχολείων.
Καταλήψεις είχαμε και άλλες χρονιές. Ομως αυτές δεν είχαν την εκρηκτική ανάπτυξη αυτών που προαναφέρθηκαν, γιατί δεν προκλήθηκαν από κάποια κατά μέτωπο επίθεση της κυβέρνησης. Ηταν περισσότερο μια ενστικτώδης αντίδραση των μαθητών, μια προσπάθεια να ξεφύγουν από το «μπούκωμα» που τους προκαλεί αυτό που βιώνουν καθημερινά. Οχι μόνο στο σχολείο, αλλά και έξω απ’ αυτό. Είναι αυτό που λέμε «πρώτα αποφασίζουμε κατάληψη και μετά βάζουμε τα αιτήματα». Γι’ αυτό και οι καταλήψεις ξεκίνησαν ανοργάνωτα, σε σχολεία που απέχουν μεταξύ τους εκατοντάδες χιλιόμετρα, με αιτήματα που τις περισσότερες φορές αφορούσαν ένα συγκεκριμένο σχολείο.
Το γεγονός ότι γρήγορα εξαπλώθηκαν και γενικεύτηκαν δείχνει ότι οι πραγματικοί λόγοι ήταν βαθύτεροι από τις ελλείψεις καθηγητών και βιβλίων και τα προβλήματα στην κτιριακή υποδομή. Είχαν να κάνουν με την πραγματικότητα που βιώνουν οι έφηβοι των σχολείων. Μια πραγματικότητα που όλοι την παραδέχονται, όταν όμως φτάνουν στον τρόπο αντίδρασης των μαθητών αρχίζουν τα δύσκολα.
Μια μειοψηφία μόνο δέχεται πως η αντίδραση αυτή των μαθητών δείχνει υγεία. Η πλειοψηφία υποκύπτει στα συντηρητικά ανακλαστικά, υποτάσσεται στα δόγματα της κυρίαρχης ιδεολογίας και σύρεται πίσω από την κρατική προπαγάνδα, η οποία σερβίρεται σε πολλές εκδοχές (χοντροκομμένες και ραφινάτες). Οι νέοι βαφτίζονται «παρασυρμένοι», «τεμπέληδες», «χαβαλετζήδες» και τόσα άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Πίσω απ’ όλ’ αυτά, όμως, ένα πράγμα κρύβεται. Δεν αναγνωρίζεται στους νέους το δικαίωμα της αμφισβήτησης, της ανυπακοής, της αντίστασης. Το δικαίωμα να σπάσουν, έστω και για λίγο τα δεσμά μιας «κανονικότητας» που τους σκοτώνει καθημερινά, να καταργήσουν -έστω και στα στενά όρια ενός σχολείου- το νόμο και την τάξη που επιβάλλεται από τα πάνω, να ξεφύγουν από τα δεσμά του ατομοκεντρισμού και του απάνθρωπου ανταγωνισμού και να ανιχνεύσουν νέους τρόπους ζωής, συλλογικές μορφές έκφρασης, ανταλλαγή εμπειριών, χαρές της ζωής που στερούνται.
Η διατάραξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας ποσώς ενδιαφέρει το αστικό κράτος. Εκείνο που το ενδιαφέρει είναι η διασάλευση της τάξης, η αμφισβήτηση της αυθεντίας του, η κατάλυση των αρχών στο χώρο του σχολείου. Αυτές οι περιορισμένες νησίδες ελευθερίας, που γεννιούνται με τις καταλήψεις, είναι εχθροί της αστικής τάξης, γιατί προσφέρουν διαπαιδαγώγηση αντίθετη απ’ αυτή της υποταγής στην κρατική εξουσία και τις διάφορες εκφάνσεις της. Περιμένουμε, λοιπόν, τον επόμενο γύρο.








