Κόλαφος για την κυβέρνηση, αλλά και για την Επιτροπή ΒΑΕ είναι η ανακοίνωση της Ελληνικής Εταιρίας Ιατρικής Εργασίας και Περιβάλλοντος (ΕΕΙΕΠ) για το ζήτημα των ΒΑΕ. Πρόκειται για μια ανακοίνωση που λέει πολλά και υπονοεί πολύ περισσότερα. Αναφέρει συμπεράσματα και παραλείπει, για λόγους οικονομίας του χώρου, την επιχειρηματολογία που στηρίζει αυτά τα συμπεράσματα. Η σημαντικότητα αυτής της ανακοίνωσης είναι που οδήγησε στο θάψιμό της από το σύνολο των ΜΜΕ (ρεπορτάζ με αποσπάσματα είδαμε μόνο στο «Ριζοσπάστη»).
Με την ανακοίνωση αυτή δε μιλούν άσχετοι. Μιλούν οι πιο σχετικοί απ’ όλους. Οι γιατροί εργασίας. Αυτοί που απουσιάζουν εντελώς από την επιτροπή που υποτίθεται ότι μελετά την «αναμόρφωση των ΒΑΕ». Οπως απουσίαζαν και από την προηγούμενη επιτροπή (την είχε συγκροτήσει ο Ρέππας). Τα μέλη εκείνης της επιτροπής είχαν τουλάχιστον την εντιμότητα να σημειώσουν την απουσία των κατ’ εξοχήν ειδικών, των γιατρών εργασίας. Ζήτησαν στελέχωση της επιτροπής και η κυβέρνηση απέρριψε το αίτημά τους. Τα μέλη της σημερινής επιτροπής δεν είχαν ούτε αυτή την ευαισθησία. Κι όχι μόνο δεν είχαν την ευαισθησία, αλλά διά του προέδρου της επιτροπής απέρριψαν σχετικό αίτημα.
Το παρασκήνιο που αποκαλύπτουμε κατέστη παρασκήνιο χάρη στην κυβέρνηση. Υπάρχουν, ντοκουμέντα, υπάρχουν επιστολές που αντηλλάγησαν. Τον περασμένο Σεπτέμβρη, το ΔΣ της ΕΕΙΕΠ με επιστολές του προς τον υπουργό Εργασίας και τον πρόεδρο της επιτροπής ζήτησαν τη συμμετοχή τους στην επιτροπή με θεσμικό ρόλο, ως εκπρόσωποι των ειδικών της συγκεκριμένης επιστήμης. Ο μεν υπουργός Εργασίας απαξίωσε να δώσει οποιαδήποτε απάντηση (προφανώς ήταν απασχολημένος με το… αναψυκτήριο), ο δε πρόεδρος της επιτροπής Π. Μπεχράκης απάντησε πως μπορεί εκπρόσωπος της ΕΕΙΕΠ να παρακολουθεί τις εργασίες της επιτροπής ως παρατηρητής. Δηλαδή, να μην έχει όχι δικαίωμα ψήφου, αλλά ούτε καν τη δυνατότητα να καταθέτει υπομνήματα και προτάσεις και αυτά να περιλαμβάνονται στα πρακτικά.
Η άρνηση του πνευμονολόγου Π. Μπεχράκη είναι για μας ευεξήγητη. Ο άνθρωπος αυτός λειτουργεί ως εντολοδόχος της κυβέρνησης και διεκπεραιωτής του σχεδίου της για μαζικό αποχαρακτηρισμό των ΒΑΕ. Οντας ο ίδιος παντελώς άσχετος με τα επιστημονικά θέματα που αφορούν το καθεστώς ΒΑΕ, δεν ήθελε να έχει μέσα στα πόδια του ανθρώπους καταρτισμένους, με γνώσεις και εμπειρία από την καθημερινή πράξη. Θα τους δεχόταν μόνο ως διακοσμητικά στοιχεία. Το ερώτημα είναι αν ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής και αν η αρνητική απάντηση ήταν συλλογική ή προσωπικά δική του. Το λόγο για ν’ απαντήσει έχει ο εκπρόσωπος της ΓΣΕΕ Γ. Ρωμανιάς, που συμμετείχε μέχρι πρότινος στην επιτροπή. Ηταν η επιτροπή σε γνώση του αιτήματος της ΕΕΙΕΠ, το συζήτησε και αν ναι ποια ήταν η θέση της ΓΣΕΕ;
Εμείς παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο της ανακοίνωσης της ΕΕΙΕΠ. Οχι μόνο και όχι τόσο επειδή αποτελεί μια ακόμη δικαίωση του αγώνα που δίνουμε εδώ και πολύ καιρό, αλλά επειδή αποτελεί μια ανάσα, ένα σημαντικό στήριγμα για τις εργατικές θέσεις. Αν και λιτή, η ανακοίνωση περιγράφει με επιστημονικό τρόπο την κατάσταση που επικρατεί στους χώρους εργασίας, τη φθορά που υφίσταται η υγεία των εργαζόμενων και την παντελή αδιαφορία των κυβερνήσεων γι’ αυτό, χαρακτηρίζει (εισαγωγικά κιόλας) τα ΒΑΕ «ελάχιστη ασφαλιστική συμβολή στον περιορισμό των συνεπειών του επαγγελματικού κινδύνου και της πρώιμης φθοράς της υγείας των εργαζομένων», επιχειρηματολογεί για τη χρησιμότητα του θεσμού και ζητά την επέκταση και όχι τη συρρίκνωσή του.
Αναρωτιόμασταν σε προηγούμενο φύλλο, με ποιο επιστημονικό και ηθικό έρεισμα η επιτροπή θα προχωρήσει σε αποχαρακτηρισμούς κλάδων (χωρίς καν μια μελέτη) ή σε κατάτμηση των ΒΑΕ σε κατηγορίες. Μετά απ’ αυτή την επιστημονική ανακοίνωση, το ερώτημα απαιτεί απάντηση πιο επιτακτικά. Το επιστημονικό σωματείο των γιατρών εργασίας έκανε το καθήκον του. Ο λόγος ανήκει τώρα στην εργατική τάξη. Αυτή πρέπει να αποτρέψει την επίθεση ενάντια σ’ ένα αγκωνάρι του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος.
Ο θεσμός των Β.Α.Ε. αποτελεί για τη χώρα μας την βασική, ελάχιστη ασφαλιστική συμβολή στον περιορισμό των συνεπειών του επαγγελματικού κινδύνου και της πρώιμης φθοράς της υγείας των εργαζομένων με ιδιαίτερα βαριές, ανθυγιεινές και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας. Διασφαλίζεται έτσι η προληπτική αρχή του περιορισμού της έκθεσης σε αποδεδειγμένα δυσμενείς συνθήκες εργασίας, προκειμένου να περιοριστούν οι αναμενόμενες δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία των εργαζόμενων.
Η προσπάθεια αποχαρακτηρισμού των ΒΑΕ από την κυβέρνηση της ΝΔ και στο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, στηρίζεται κύρια στην επιχειρηματολογία της ύπαρξης πλούσιας νομοθεσίας για την υγεία και ασφάλεια (Υ&Α) και τη βελτίωση γενικά των συνθηκών εργασίας. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που συμβαίνει είναι η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και των όρων προστασίας της Υ&Α του συνόλου των εργαζόμενων. Συγκεκριμένα η προωθούμενη επέκταση των ελαστικών μορφών «απασχόλησης», η αυξανόμενη ανεργία, η κατάργηση του 8ωρου, η εντατικοποίηση της εργασίας, κ.α. οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη φθορά της σωματικής και ψυχικής υγείας των εργαζομένων, την εμφάνιση νέων ασθενειών και περισσότερο σύνθετων κινδύνων.’
Ταυτόχρονα η απουσία υπηρεσιών και υποδομών Ιατρικής της Εργασίας και Ασφάλειας στους χώρους δουλειάς και υποδομών Ιατρικής της Εργασίας στις υπηρεσίες υγείας, η μη εφαρμογή της νομοθεσίας και στοιχειωδών μέτρων Υ&Α από τους εργοδότες, η μη κατοχύρωση της ασφαλιστικής κάλυψης του επαγγελματικού κινδύνου, επιτρέπουν την ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση της υγείας των εργαζομένων.
Είναι προκλητικό το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία και μελέτες που να αποδεικνύουν βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ότι τα εργατικά ατυχήματα αποκρύπτονται, οι επαγγελματικές ασθένειες δεν διαγιγνώσκονται και η επίσημη καταγραφή τους είναι σε μηδενικά επίπεδα, δεν υλοποιείται η εργοδοτική υποχρέωση της γραπτής εκτίμησης του επαγγελματικού κινδύνου. Παρόλα αυτά εργοδότες και κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται αυτή την έλλειψη των στοιχείων που οι ίδιοι δημιουργούν για να επιβάλλουν νέα μέτρα εις βάρος των εργαζομένων.
Σε αυτές τις συνθήκες η προσπάθεια οποιουδήποτε αποχαρακτηρισμού των ΒΑΕ κρίνεται τουλάχιστον αυθαίρετη, ατεκμηρίωτη και κατά τούτο αντιεπιστημονική. Αντιθέτως αναδεικνύεται η ανάγκη διεύρυνσης του θεσμού. Ο σκόπιμος αποκλεισμός εκπροσώπου της Ελληνικής Εταιρίας Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος από την σύνθεση της επιτροπής αναθεώρησης των ΒΑΕ, επιβεβαιώνει τον ψευδεπίγραφο επιστημονικό χαρακτήρα της. Η αντίστοιχη επιτροπή που είχε συσταθεί το 1992, δήλωσε ότι αδυνατεί να γνωμοδοτήσει επί του θέματος λόγω έλλειψης στοιχείων που να αφορούν τις συνθήκες εργασίας. Τα δεδομένα αυτά δεν υπάρχουν ούτε σήμερα, αναδεικνύεται έτσι ότι σκοπός της επιτροπής είναι να δοθεί επιστημονική επίφαση-άλλοθι στην πολιτική σκοπιμότητα περικοπής των ΒΑΕ και της σαλαμοποίηση του θεσμού.
Συγκεκριμένα η δήλωση της επιτροπής (με βάση τα στοιχεία από τον τύπο), ότι κανένας «υγιής» εργαζόμενος δεν πρέπει να συνταξιοδοτείται πρόωρα, οδηγεί στην κατάργηση του χαρακτήρα των ΒΑΕ ως ασφαλιστική συμβολή στον περιορισμό της πρόωρης φθοράς της υγείας των εργαζομένων και εισάγεται μία «νέα» αντίληψη σχετικά με την έννοια της συνταξιοδότησης, αφού αυτή θα δικαιούνται μόνο ασθενείς και ανήμποροι.
Προκλητική είναι και η προσπάθεια διαχωρισμού και σαλαμοποίησης στην ουσία των ΒΑΕ σε διάφορες κατηγορίες. Η αρμόδια επιτροπή όμως πρέπει να απαντήσει: Με ποια επιστημονικά κριτήρια έγινε ο παραπάνω διαχωρισμός; Ποια μελέτη επικινδυνότητας κατέληξε στο ότι μειωμένο ωράριο πρέπει να δοθεί μόνο στην δεύτερη κατηγορία των ΒΑΕ; Ποιος και πώς καθορίζει ότι τα μέτρα Υ&Α θα εφαρμόζονται με «ελαστικότητα» στο σύνολο των εργαζομένων και με αυστηρότητα μόνο σε μια κατηγορία των ΒΑΕ; Από πού προκύπτει ότι η εφαρμογή ενός μέτρου για την προστασία της υγείας (π.χ. μειωμένο ωράριο) μπορεί να λειτουργεί μόνο σε υποκατάσταση ενός άλλου (π.χ. μέτρα ΥΑΕ) και όχι σε συνδυασμό, ειδικά στα ΒΑΕ; Οι παραπάνω μεθοδεύσεις στερούνται κάθε επιστημονικής τεκμηρίωσης. Δυστυχώς μερίδα επιστημόνων και μάλιστα Πανεπιστημιακών δεν διστάζουν να γίνουν φερέφωνα της κυβερνητικής πολιτικής και των εργοδοτών.
Βασικές παράμετροι
για τα ΒΑΕ
1. Η βασική θέση μας σε ότι αφορά την προστασία από τον επαγγελματικό κίνδυνο είναι αυτή της εγγενούς ασφάλειας. Δηλαδή ότι οι κίνδυνοι πρέπει να αντιμετωπίζονται στην πηγή τους με στόχο την εξάλειψή τους. Στις παραγωγικές δραστηριότητες όμως, που παρά τη λήψη των όποιων μέτρων ο κίνδυνος είναι δεδομένος, τα ΒΑΕ, μέσω της πρόωρης συνταξιοδότησης, εξασφαλίζουν την μειωμένη έκθεση των εργαζομένων σε αυτούς τους κινδύνους.
2. Η εξέταση της επικινδυνότητας- ανθυγιεινότητας μίας εργασίας – επαγγέλματος δεν μπορεί να στηρίζονται σε υποκειμενικά κριτήρια, αλλα μπορεί και πρέπει να τεκμηριώνονται αντικειμενικά με επιστημονικά κριτήρια. Ειδικότερα: α) την στατιστική έρευνα (δείκτες γενικής νοσηρότητας και θνησιμότητας κλπ β) δείκτες επαγγελματικής νοσηρότητας (αριθμός εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών) γ) την μελέτη των υφισταμένων συνθηκών εργασίας σε σχέση με εθνικά ή διεθνή πρότυπα (ποσοτικές και ποιοτικές μετρήσεις- εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου). Η μελέτη και τα κριτήρια εφαρμόζονται στην βάση δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων με όμοιες συνθήκες και επαγγελματικούς κινδύνους
3. Δεν μπορούμε να δεχτούμε διαχωρισμό στα ΒΑΕ ανάμεσα σε εργαζόμενους που εργάζονται σε ίδιες συνθήκες εργασίας και εκτίθενται σε ίδιους επαγγελματικούς κινδύνους για την Υ&Α (ιδιωτικοί και δημόσιοι υπαλλήλοι του ίδιου κλάδου)
4. Προβάλλει η ανάγκη διεύρυνσης του θεσμού και σε άλλους κλαδους μετά από τη σχετική τεκμηρίωση, όπως και η ανανέωση του καταλόγου των επαγγελματικών ασθενειών
5. Λήψη όλων των μέτρων που απαιτούνται για την προστασία της Υ&Α συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των ωρών μιας εργάσιμης ημέρας, της εξασφάλισης σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας κ.α.
6. Συγκρότηση υπηρεσιών με ειδικούς επιστήμονες (Ιατρούς Εργασίας, Τεχνικούς Ασφάλειας, Επόπτες Δημόσιας Υγείας, νοσηλευτές κ.α) και τα σχετικά εργαστήρια, εξοπλισμοί, κλινικές κλπ συγκροτημένα σε Α΄, Β΄και Γ΄ επίπεδο και ενταγμένα οργανικά στο Αποκλειστικά Ενιαίο, Δημόσιο και Δωρεάν Σύστημα Υγείας- Κατάργηση των ΕΞΥΠΠ
7. Κατοχύρωση της ασφαλιστικής κάλυψης του επαγγελματικού κινδύνου ανεξάρτητα από το καθεστώς συνταξιοδότησης του εργαζόμενου. Το επασφάλιστρο πρέπει να βαραίνει αποκλειστικά τον εργοδότη και να κλιμακώνεται ανά κλάδο και ανάλογα με τις συνθήκες εργασίας και την επάρκεια και αποτελεσματικότητα των μέτρων για την προστασία της Υ&Α.
Μια επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος θα επιδίωκε να προσανατολίσει στην λύση των προβλημάτων που προκύπτουν από την απουσία γενικών και ειδικών επιδημιολογικών μελετών, την ανεπαρκή καταγραφή των εργατικών ατυχημάτων και τη μηδενική των επαγγελματικών ασθενειών, την μη εφαρμογή ακόμα και των ελάχιστων θεσμοθετημένων μέτρων ΥΑΕ, τις ψευδεπίγραφες υπηρεσίες Ιατρικής της Εργασίας από μη ειδικούς γιατρούς εργασίας ή και από τις λεγόμενες ΕΞΥΠΠ κλπ. Στην βάση αυτής της προσέγγισης κάθε προσπάθεια αποχαρακτηρισμού ή κατηγοριοποίησης των ΒΑΕ είναι αυθαίρετη και επικίνδυνη για την υγεία των εργαζόμενων και εξυπηρετεί την αποποίηση της ευθύνης των εργοδοτών και του κράτους σε ότι αφορά στην κοινωνική ασφάλιση και στην προστασία της Υ&Α των εργαζομένων.