Τον επόμενο κιόλας χρόνο από την ψήφιση του αντιασφαλιστικού νόμου 1902/1990, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έβαλε μπροστά για την προώθηση δεύτερου αντιασφαλιστικού πακέτου. Κι όπως γίνεται πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η διαδικασία ξεκίνησε με την ιδεολογική προετοιμασία, η οποία περιλαμβάνει και τον «κοινωνικό διάλογο». Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, «ξεχνώντας» όσα είχαν γίνει μόλις ένα χρόνο πριν, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το κνούτο των ΜΑΤ επέβαλε τον αντιασφαλιστικό της νόμο, έσπευσε να πάρει μέρος σε μια ακόμη φάρσα διαλόγου, συμμετέχοντας στην επιτροπή Φακιολά, μια από τις πολλές επιτροπές που έχουν κατά καιρούς συγκροτηθεί για να στηρίξουν τη διαχρονική αντιασφαλιστική επίθεση σε όλες τις φάσεις της.
Η κόντρα με την κυβέρνηση, σε σχέση με τη λειτουργία αυτής της επιτροπής, αφορούσε διαδικαστικά ζητήματα και όχι ζητήματα ουσίας. Η κυβέρνηση ήθελε να μετατρέψει την επιτροπή σε παράρτημά της, η ΓΣΕΕ ζητούσε να είναι κάπως λάσκα τα πράγματα και να δοθεί στην επιτροπή περισσότερος χρόνος. Ετσι, καθησύχαζε τους εργαζόμενους, ότι τάχα προασπίζεται τα συμφέροντά τους, ενώ συμφώνησε να μη δίνονται στη δημοσιότητα τα πρακτικά από τις συνεδριάσεις της επιτροπής, που παρέμειναν… απόρρητες. Θυμίζουμε, ότι η συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο» στηριζόταν απ’ όλες τις τάσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Αλλωστε, ο Περισσός κατείχε τότε τη θέση του γενικού γραμματέα της ΓΣΕΕ.
Λίγο πριν η επιτροπή Φακιολά ολοκληρώσει το έργο της, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποφάσισε να απέχουν οι εκπρόσωποί της, χωρίς όμως να αποχωρήσει απ’ αυτή. Σε συνέντευξη Τύπου διευκρίνισε ότι δεν αντιδικεί με την επιτροπή, αλλά με την κυβέρνηση, η οποία κατέθεσε το Σεπτέμβρη του 1991 το λεγόμενο «μίνι ασφαλιστικό» (μετέπειτα νόμος 1876/1991). Ακολουθήθηκε έτσι η λύση των δυο πορισμάτων. Ενός της επιτροπής Φακιολά και ενός των «επιστημόνων» της ΓΣΕΕ (Ρομπόλης, Πέτρουλας, Ρουπακιώτης). Η επιτροπή Φακιολά πρότεινε εξίσωση του ορίου συνταξιοδότησης ανδρών-γυναικών στα 55 χρόνια και υπολογισμός του συντάξιμου μισθού με βάση όχι την τελευταία διετία (ή πενταετία), αλλά όλο τον ασφαλιστικό βίο! Οι εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ έβγαλαν ένα γενικόλογο πόρισμα, που στηριζόταν στην αντεργατική αρχή της «ανταποδοτικότητας», πρότεινε την τριμερή χρηματοδότηση και νομιμοποιούσε την ιδιωτική ασφάλιση, χαρακτηρίζοντάς την ως «πρόσθετη ασφάλιση». Το πόρισμα αυτό αρχικά πρότεινε αποσύνδεση της κατώτερης σύνταξης του ΙΚΑ από τα 20 βασικά ημερομίσθια, καθιέρωση ασφαλιστικής εισφοράς στους δημόσιους υπάλληλους, μη χορήγηση αναπηρικής σύνταξης για αναπηρία κάτω από 50%, πληρωμή τμήματος του κόστους υγείας από τον ίδιο τον ασφαλισμένο. Στην τελική μορφή κάποια απ’ αυτά τα σημεία τα «μάζεψαν».
Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν η αποδοχή της λογικής της ανταποδοτικότητας, με τα εξής λόγια: «Καθιέρωση ανταποδοτικής δυναμικής ανάμεσα στους συνολικούς χρηματοδοτικούς πόρους (εισφορές και κρατική συμμετοχή( και στο επίπεδο και περιεχόμενο των παροχών». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό μπορεί να το καταλάβει κάθε εργαζόμενος σήμερα, που το κράτος επικαλείται τα ελλείμματα και τις κακές αναλογιστικές προοπτικές του ΙΚΑ, για να προωθήσει ένα ακόμη αντιασφαλιστικό πακέτο.
Ετσι, ξεκίνησε ένας νέος γύρος «διαλόγου», ο οποίος άφηνε στο απυρόβλητο τον αντιασφαλιστικό νόμο 1902/1990 (η ΓΣΕΕ τον αποδέχτηκε πλήρως) και εστιαζόταν στη… δοσολογία του νέου αντιασφαλιστικού πακέτου. Η ΓΣΕΕ θεωρούσε ως ζήτημα προς συζήτηση και την αύξηση των ορίων ηλικίας και τη μείωση των συντάξεων. Ας σημειωθεί ότι το «μίνι ασφαλιστικό» ψηφίστηκε χωρίς να πέσει ούτε ντουφεκιά για την τιμή των όπλων (δεν έγινε καν ένα απογευματινό συλλαλητήριο!). Στη διάρκεια αυτού του «διαλόγου» αποθεώθηκε η συνεργασία των «κοινωνικών εταίρων». Τη «διατύπωση μεταβατικών διατάξεων, που θα κάνουν την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος κοινωνικά αποδεκτή», πρότεινε ο ΣΕΒ. «Κάθε αλλαγή στα όρια ηλικίας πρέπει να μην ανατρέπει βίαια τις προσδοκίες των ασφαλισμένων. Η μεταβατική περίοδος πρέπει να υπακούει στον παραπάνω κανόνα», υπερθεμάτιζε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ. Μ’ άλλα λόγια, αυξήστε τα όρια, αλλά μην πειράξετε αυτούς που θέλουν λίγα χρόνια για να βγουν στη σύνταξη! Αλλωστε, ο Σ. Ρομπόλης, που είναι και σήμερα ο βασικός επιστημονικός συνεργάτης της ΓΣΕΕ στα ασφαλιστικά ζητήματα, δεν είχε κανένα πρόβλημα να δηλώνει σε ημερίδα: «Επιδιώκουμε τη σύγκλιση ορίων ηλικίας προς τα πάνω»! Ας σημειώσουμε πως την περίοδο αυτού του «εθνικού διαλόγου» (πρώτο εξάμηνο 1992) δόθηκε στη δημοσιότητα και προσχέδιο θέσεων του ΠΑΣΟΚ «γα την Κοινωνική Πολιτική», που επεξεργάστηκε επιτροπή υπό τον Στ. Τζουμάκα (ναι, αυτόν που σήμερα βγαίνει στα παράθυρα και παριστάνει τον αριστερό). Ηταν τόσο προκλητικές αυτές οι θέσεις, τόσο ταυτόσημες μ’ αυτές της επιτροπής Φακιολά και σε κάποια σημεία ακόμα πιο αντιασφαλιστικές, που αρμόδιος υπουργός δήλωνε στην «Ελευθεροτυπία»: «Οι προτάσεις της επιτροπής Φακιολά μοιάζουν με χαμομήλι μπροστά στο ισχυρό αυτό ρούμι του ΠΑΣΟΚ»! «Πολύ ευχαρίστως θα κάναμε νόμο το πόρισμα Τζουμάκα για το ασφαλιστικό», δήλωνε χαριτολογώντας ο «αγρίως νεοφιλελεύθερος» υπουργός Εθνικής Οικονομίας Στ. Μάνος.
Σε επίπεδο τακτικής, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία οργάνωσε ένα «20ήμερο δράσης», που έκλεισε με ένα συλλαλητήριο και αμέσως μετά κήρυξε τη λήξη της συνδικαλιστικής σεζόν και την έναρξη των «μπάνιων του λαού». Ο «αγώνας» θα δινόταν από τα στελέχη με συμμετοχή σε τηλεοπτικές συζητήσεις, ημερίδες, επισκέψεις στον Μητσοτάκη και τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς. Μέχρι και ιδέα για… δημοψήφισμα έπεσε από την ΠΑΣΚΕ και σε κάποιες ΔΕΚΟ (ΟΤΕ, ΟΣΠΑ) ψηφίστηκε και από τον Περισσό!
Τον Ιούνη του 1992, ύστερα από τρεις συναντήσεις του Μάνου με το προεδρείο της ΓΣΕΕ σε διάρκεια δυο εβδομάδων, κλείστηκε συμφωνία για τη μορφή του «εθνικού διαλόγου»! Η ΓΣΕΕ, αφού πρώτα αποδέχτηκε και επισήμως τον αντιασφαλιστικό νόμο 1902/90, κάθισε στο τραπέζι με τους Μάνο και Σιούφα για να βρουν… σημεία σύγκλισης, αδειάζοντας την ΑΔΕΔΥ η οποία αποχώρησε, συνοδευόμενη από την απειλή του Μάνου, ότι θα πληροφορηθεί τις ρυθμίσεις για τους δημόσιους υπάλληλους, όταν το νομοσχέδιο της κυβέρνησης κατατεθεί στη Βουλή! Στις 8 Ιούλη του 1992 κυβέρνηση και ΓΣΕΕ κατέληξαν σε πρωτόκολλο συναντίληψης, το οποίο ανακοίνωσε περιχαρής ο Μάνος, αρνούμενος να δεχτεί δημοσιογραφικές ερωτήσεις. Το πρωτόκολλο στηριζόταν σε τέσσερα σημεία: Εφαρμογή της τριμερούς χρηματοδότησης, ρύθμιση των χρεών των Ταμείων, μη αλλαγή των μεταβατικών διατάξεων των δυο προηγούμενων αντιασφαλιστικών νόμων, μελέτη από την κυβέρνηση των προτάσεων της ΓΣΕΕ και απάντηση εντός δεκαημέρου! Ούτε στα καλύτερα όνειρά της δεν φανταζόταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι θα έφτανε σε μια τέτοια συμφωνία, τεράστιας προπαγανδιστικής σημασίας.
Αυτό το πρωτόκολλο δημιούργησε σάλο και μέσα στο γραφειοκρατικό συνδικαλιστικό σύστημα. Το ΠΑΣΟΚ τράβηξε τ’ αυτί του Κανελλόπουλου, όχι για την ουσία, αλλά για την τακτική, με την οποία έδωσε αέρα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο Περισσός όχι μόνο υπερασπίστηκε το πρωτόκολλο με την κυβέρνηση, αλλά τη βγήκε… από τα δεξιά στον Κανελλόπουλο, όταν αυτός αναγκάστηκε από το κόμμα του να βγει και να δηλώσει ότι «η συνέχιση του διαλόγου δεν έχει πλέον κανένα νόημα» (σημειωτέον: την περίοδο εκείνη έχει ήδη γίνει η διάσπαση με τους «ανανεωτές» και έχουμε το «ταξικά καθαρό» κόμμα των Παπαρήγα-Φλωράκη). Τελικά, η διοίκηση της ΓΣΕΕ, που συνήλθε νυχτιάτικα, επικύρωσε το πρωτόκολλο συνεργασίας με την κυβέρνηση, συμπληρώνοντας ότι οι απαντήσεις της κυβέρνησης πρέπει να είναι… γραπτές! Ετσι, ο «διάλογος» συνεχίστηκε κανονικότατα, με τη ΓΣΕΕ στη θέση του γελοίου. «Κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας» χαρακτήριζε τη διαδικασία ο Σιούφας, για «παιχνίδι εντυπώσεων» μιλούσε ο Κανελλόπουλος, «η κυβέρνηση δεν υπαναχωρεί απ’ αυτά που συμφωνήθηκαν στις 8 Ιουλίου» ανταπαντούσε ο Μάνος.
Οταν, λοιπόν, τον Αύγουστο η κυβέρνηση της ΝΔ κατέθεσε το αντιασφαλιστικό έκτρωμα, που μετά την ψήφισή του πολιτογραφήθηκε ως νόμος Σιούφα (ν. 2084/1992), η εργατική τάξη ήταν ιδεολογικά και οργανωτικά απροετοίμαστη. Κι όμως, έδειξε μια θαυμαστή ετοιμότητα. Ξεπέρασε το 75% η συμμετοχή στις απεργίες σε ΔΕΗ και Τράπεζες. Στο Σύνταγμα έγινε το μεγαλύτερο εργατικό συλλαλητήριο που έχει γνωρίσει η χώρα στα χρόνια από τη μεταπολίτευση. Κι όμως, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ενδιαφερόταν να υπογράψει «συμφωνία 6 σημείων» με τον ΣΕΒ (!), μπας και τραβηχτεί και η κυβέρνηση σ’ αυτή, συμφωνώντας σε καθολική εφαρμογή της τριμερούς χρηματοδότησης (και όχι μόνο για τους νέους ασφαλισμένους), διοίκηση των Ταμείων με πλειοψηφία συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και εργοδοτών και δυο τρία ακόμη σημεία. Ολα τα υπόλοιπα ασφαλιστικά δικαιώματα τα χάριζαν στην κυβέρνηση! Εφτασαν στο σημείο να ζητούν κοινή συνάντηση ΓΣΕΕ-ΣΕΒ με τον Μητσοτάκη!!! Ο Μητσοτάκης το αρνήθηκε, δήλωσε ότι μόνο χωριστά θα τους δει και ο ΣΕΒ γύρισε την πλάκα, αρχίζοντας να βάλει κατά των απεργιών, που προκαλούν «μεγάλης εκτάσεως ζημίες σε όλη την οικονομία».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Περισσός κατέβηκε στη συνεδρίαση της διοίκησης της ΓΣΕΕ με πρόταση «μια 24ωρη και τέρμα» και αναγκάστηκε να δεχτεί 48ωρη, επειδή πίεζαν η ΟΤΟΕ και η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ! Στη ΔΕΗ, με την τεράστια δύναμη πυρός, που μπορούσε να «τραβήξει» όλο το κίνημα, η απεργία πήρε από την αρχή καθαρά οπερετικό χαρακτήρα. Μια βδομάδα πριν, ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ δήλωνε ότι η απεργία θα λήξει! Δέχτηκαν να οριστούν 16.000 εργαζόμενοι ως προσωπικό ασφαλείας, σε σύνολο 28.000! Αντί να κατέβουν οι διακόπτες και να περιφρουρηθούν μαχητικά οι σταθμοί παραγωγής από τις επιθέσεις των ΜΑΤ, όπως ζητούσαν οι εργάτες, οι γραφειοκράτες έπαιζαν διαλυτικά παιχνίδια και έκαναν πλάτες στην κυβέρνηση και τον απεργοσπαστικό της μηχανισμό. Ολες οι προτάσεις μαχητικών απεργών για επανακατάληψη σταθμών πετιούνταν στα σκουπίδια από τη γραφειοκρατία.
Ο Μητσοτάκης, φυσικά, δεν φέρθηκε σαν ηλίθιος. Πήρε τα μηνύματα, είχε και την πείρα του 1990, τράβηξε σκληρή γραμμή, έκοψε κάθε επαφή με τη γραφειοκρατία και ψήφισε το νόμο. Και η γραφειοκρατία κήρυξε τη λήξη κάθε κινητοποίησης, αφήνοντας πίσω της δεκάδες απολυμένους εργάτες στη ΔΕΗ, που τους έστειλε στα αστικά δικαστήρια για να διεκδικήσουν την επαναπρόσληψή τους. Το μόνο που ενδιέφερε τους εργατοπατέρες ήταν να προκαλέσουν πολιτική φθορά στην κυβέρνηση. Γι’ αυτό και η συνεδρίαση-μνημόσυνο της διοίκησης της ΓΣΕΕ εξελίχτηκε σε φαρσοκωμωδία. Ο Περισσός προσπαθούσε να διαφοροποιηθεί αγωνιστικά από ΠΑΣΚΕ και ΣΥΝ. Ξέρετε πώς; Προτείνοντας να οριστεί σε λίγες μέρες συλλαλητήριο αλληλεγγύης στους εργάτες της ΕΑΣ, που οι άλλοι το ήθελαν σε αόριστο χρόνο! Τελικά το όρισαν όλοι σε λίγες μέρες και έμειναν όλοι μαζί με τη ντροπή ενός ακόμη ξεπουλήματος.