Ρεπορτάζ από την τρίτη κατά σειρά κοινή συνεδρίαση των διαρκών κοινοβουλευτικών επιτροπών Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων, που έγινε το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης, δεν έχουμε, γιατί βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη όταν έκλεινε η ύλη της «Κ». Μάλλον, όμως, δεν θα προσθέσει τίποτα αυτό το ρεπορτάζ. Η κυβέρνηση φρόντισε πριν την Πέμπτη να καταστήσει προφανείς τις προθέσεις της.
Ο Μαγγίνας έστειλε τη Δευτέρα μια τυπική επιστολή στους έξι «κοινωνικούς εταίρους» (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΟΚΕ) με την οποία τους καλούσε «να προσέλθουν στη Βουλή για την ανταλλαγή απόψεων επί των θεμάτων του Β΄ Κύκλου», στον οποίο «με κοινή συμφωνία, εντάχθηκαν τα θέματα της Ενοποίησης των Ασφαλιστικών Φορέων, της καθιέρωσης Κάρτας Κοινωνικής Ασφάλισης και της Ηλεκτρονικής Υποστήριξης του Ασφαλιστικού Συστήματος».
Η πρόσκληση αυτή συνιστούσε φτύσιμο και ωμό εκβιασμό προς τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία είχε αρνηθεί τη συμμετοχή της στην προηγούμενη συνεδρίαση των κοινοβουλευτικών επιτροπών, όχι δηλώνοντας αποχώρηση από το «διάλογο», αλλά επικαλούμενη την έλλειψη χρόνου προκειμένου να μελετήσει τις προτάσεις της κυβέρνησης για το ζήτημα της χρηματοδότησης του ΙΚΑ. Αν η κυβέρνηση ήθελε να συνεχίσει τον προσχηματικό «διάλογο» με όλα τα μέρη παρόντα, τότε θα αναζητούσε παρασκηνιακά (ξέρει τον τρόπο) συνεννόηση με τη ΓΣΕΕ, προκειμένου αυτή να επανέλθει.
Η ΓΣΕΕ, αντέδρασε με τον γνωστό οπορτουνιστικό τρόπο. Σε απαντητική επιστολή της εξέφρασε «έντονη έκπληξη» για την επιστολή Μαγγίνα, διότι «κάνετε λόγο για συμφωνία μας να συζητηθούν τα θέματα του Β΄ κύκλου, χωρίς να έχουν συζητηθεί καν τα θέματα του Α΄ κύκλου, που αναφέρονται στη χρηματοδότηση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης».
Υπενθύμιζε ότι δεν προσήλθε στην προηγούμενη συνεδρίαση «επειδή είχατε αρνηθεί να μας ενημερώσετε εγκαίρως για τις κυβερνητικές θέσεις, ώστε να προλάβουμε να τις μελετήσουμε και να καταστεί δυνατή η οποιαδήποτε σχετική επ’ αυτών συζήτηση κατά τη συνεδρίαση», και ότι «η ΓΣΕΕ κατέθεσε τις θέσεις και τις προτάσεις της για τη χρηματοδότηση του συστήματος, σε ειδική συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα». Κατέληγε δε στην εξής πρόταση: «Σας καλούμε να αλλάξετε το αντικείμενο συζήτησης στην κοινή συνεδρίαση της προσεχούς Πέμπτη 15 τρέχοντος μηνός Νοεμβρίου, των 2 κοινοβουλευτικών επιτροπών και να ορίσετε ως αντικείμενο το θέμα της χρηματοδότησης του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης».
Απλωνε, δηλαδή, χέρι συνεργασίας και συναίνεσης προς την κυβέρνηση, όπως κάνει πάντοτε η πουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία (βλέπε στη διπλανή σελίδα τα αίσχη της, όταν προετοιμαζόταν και ψηφιζόταν ο νόμος Σιούφα). Τι θα κόστιζε στην κυβέρνηση να κάνει μια ακόμη συνεδρίαση, να πει η ΓΣΕΕ τα δικά της, να απαντήσουν οι υπουργοί και να τελειώσει το πανηγύρι, χωρίς κανείς να μπορεί να πει στην κυβέρνηση ότι δεν «εξάντλησε όλα τα περιθώρια διαλόγου»;
Πόσο θα μπορούσε να κωλυσιεργήσει η ΓΣΕΕ, αν αυτό ήταν που φοβόταν η κυβέρνηση; Μία, δυο, τρεις συνεδριάσεις; Ενα με δυο το πολύ μήνες. Ασε που θα μπορούσαν να πυκνώσουν τις συνεδριάσεις, ώστε να μη χαθεί χρόνος.
Ομως, η κυβέρνηση επέλεξε να κλείσει την πόρτα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Και μάλιστα με τρόπο τσαμπουκαλίδικο: αρνούμενη ακόμα και να απαντήσει στην επιστολή της ΓΣΕΕ. Απάντησαν «κύκλοι» του Μαγγίνα ότι το αίτημα δεν γίνεται δεκτό κι άμα θέλει η ΓΣΕΕ να πάει στη συνεδρίαση των επιτροπών και να πει εκεί ό,τι νομίζει, ενώ ο Αλογοσκούφης, με σκαιό ύφος, απάντησε σε δημοσιογραφική ερώτηση ότι δεν θα κάνει με τη ΓΣΕΕ διάλογο διά του Τύπου κι άμα θέλει η ΓΣΕΕ να πάει στη Βουλή. Η ΓΣΕΕ, φυσικά, δε μπορούσε να πάει υπ’ αυτές τις συνθήκες και ο Παναγόπουλος έγινε τζάμπα μάγκας, διαφημίζοντας την αποχή από το «διάλογο» και απειλώντας ότι «θα γίνει της Γαλλίας».
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση επείγεται να τελειώνει με τη φάρσα του «εθνικού διαλόγου» που γίνεται στη Βουλή. Μια δυο συνεδριάσεις ακόμα (αν φύγει και το ΠΑΣΟΚ, θα μείνουν μόνοι τους οι κυβερνητικοί να συζητούν με τον ΣΕΒ και τις άλλες εργοδοτικές οργανώσεις) και τέρμα, πριν την εκπνοή του χρόνου. Κι από Γενάρη νομοσχέδιο; Εχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια τέτοια φιλολογία, που έγινε πιο έντονη μετά την ανακοίνωση ότι το Ασφαλιστικό συζητήθηκε στην κυβερνητική επιτροπή την Τετάρτη. Οταν ένα θέμα φτάνει στην κυβερνητική επιτροπή, τότε βρισκόμαστε στα πρόθυρα της νομοθετικής ρύθμισης.
Στη σεναριολογία δε θέλουμε να μπούμε. Την αφήνουμε σε κάτι «πράσινα» παπαγαλάκια, που θυμήθηκαν ξαφνικά τα εργατικά δικαιώματα. Ανεξάρτητα από την έκταση που θα έχει η πρώτη νομοθετική ρύθμιση, το βέβαιο είναι ότι θα είναι σε βάρος των εργαζόμενων και θα επιδιωχτεί η ψήφισή της αιφνιδιαστικά. Σημασία έχει η ετοιμότητα των εργαζόμενων, που βρίσκεται ακόμα σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθώς η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ελέγχει την κατάσταση.