Τα συγχαρητήρια του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η πρόσκληση του Γκόρντον Μπράουν, την επαύριο κιόλας της εκλογής, να επισκεφτεί το Λονδίνο και το θερμό μήνυμα του Ζοζέ Μπαρόζο δεν αφήνουν αμφιβολία για το ότι η «διεθνής κοινότητα» και ειδικά τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν τρέφουν καμιά ανησυχία περί «κομμουνιστικού κινδύνου», μετά την εκλογή του Δ. Χριστόφια στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτά τα είχαν λυμένα από πριν. Το μόνο που τους ανησυχούσε ήταν το ενδεχόμενο επανεκλογής του σκληρού εθνικιστή Τ. Παπαδόπουλου, ο οποίος τους την είχε φέρει με το σχέδιο Ανάν (δεσμεύτηκε για την αποδοχή του και μετά ηγήθηκε του «όχι»).
Μόνο η ηγεσία του Περισσού τόλμησε να αναφέρει τη λέξη «κομμουνιστές» στο συγχαρητήριο μήνυμά της, το οποίο όμως απευθυνόταν περισσότερο στο εσωτερικό του ελλαδικού κόμματος, παρά στον Χριστόφια, το ΑΚΕΛ και τους ψηφοφόρους του. Κατανοητή η παραπληροφόρηση, γιατί το ζόρι με τον «σύντροφο Δημήτρη» είναι μεγάλο, όπως κατανοητή και η δήλωση Τσίπρα, που είδε στην εκλογή Χριστόφια «μήνυμα αισιοδοξίας για τις δυνάμεις της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη», διότι απέδειξε «ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο» (στην Κουμουνδούρου συμμετοχή στην εξουσία ονειρεύονται).
Τα κοινωνικο-οικονομικά είναι λυμένα στην Κύπρο. Γι’ αυτό, άλλωστε, ουδείς καπιταλιστής ανησύχησε με την εκλογή Χριστόφια, ουδείς ιμπεριαλιστής εξέφρασε ενόχληση (το αντίθετο, χαρά και ανακούφιση εξέφρασαν). Την ώρα που οι οπαδοί του ΑΚΕΛ έσειαν κόκκινες σημαίες για να γιορτάσουν τη νίκη, θυμίζοντας περισσότερο φιλάθλους παρά μέλη και φίλους ενός επαναστατικού κόμματος, ο Χριστόφιας δήλωνε ότι θα είναι πρόεδρος όλων των Κυπρίων (καπιταλιστών και εργαζόμενων), έδινε όρκους πίστης στην ανοιχτή οικονομία (τον καπιταλισμό), έπλεκε το εγκώμιο του Παπαδόπουλου και του Κασουλίδη και έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο ρόλο της Κύπρου ως μέλους της ΕΕ, σημειώνοντας με νόημα, ότι «η ευρωπαϊκή μας πορεία δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε ευκαιρίες και να διεκδικήσουμε τα ιδιαίτερα συμφέροντα του λαού και της πατρίδας μας» (εννοείται πως αυτές οι αναφορές λογοκρίνονται αυστηρά στις στήλες του «Ριζοσπάστη»).
Το πρόβλημα για τον Χριστόφια δεν είναι η εσωτερική πολιτική, αλλά το Κυπριακό. Από τη μια έχει αναλάβει έγγραφες δε-σμεύσεις έναντι του ΔΗΚΟ, που σημαίνει ότι θέλει κάποιο χρόνο για να αποστεί απ’ αυτές, ενώ από την άλλη οι πιέσεις για επιτάχυνση των διαδικασιών άρχισαν αμέσως μετά την εκλογή του. Η βρετανική κυβέρνηση έστειλε τον επιτετραμμένο της να προσκαλέσει τον Χριστόφια στο Λονδίνο, υπενθυμίζοντας έτσι ότι δεν απεμπολεί το ρόλο της εγγυήτριας δύναμης. Ο Μπαρόζο μαζί με τα συγχαρητήρια κάλεσε άκομψα τον Χριστόφια ν’ αρχίσει «χωρίς καθυστέρηση» διαπραγματεύσεις με τον Ταλάτ, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ο Ταλάτ από τη μεριά του δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Σε συνέντευξη Τύπου κάλεσε τον Χριστόφια σε συνομιλίες για συμφωνημένη λύση του Κυπριακού μέχρι τα τέλη του χρόνου και αναφέρθηκε σε λύση εντός του πλαισίου του ΟΗΕ. Οπως είπε, «σκοπός μας είναι η δημιουργία ενός νέου κράτους στη βάση της ισότητας των δύο κοινοτήτων και του ίσου καθεστώτος των δύο ιδρυτικών κρατών».
Ομως, όλα τούτα περισσότερο εντάσσονται στο πλαίσιο της άσκησης πίεσης, παρά εκφράζουν αισιοδοξία για γρήγορη λύση. Και να θέλει, ο Χριστόφιας δε μπορεί στα γρήγορα να νεκραναστήσει το σχέδιο Ανάν, του οποίου υπήρξε «ήπιος υποστηρικτής», όπως γράφει ο Τύπος σε Κύπρο και Ελλάδα. Ούτε οι παραδοσιακά φιλικές σχέσεις μεταξύ ΑΚΕΛ και ΡΤΚ, μεταξύ Χριστόφια και Ταλάτ, αποτελούν εγγύηση για ξεπέρασμα των σκοπέλων και επανένωση του νησιού, όπως πολλοί σπεύδουν να προεξοφλήσουν.
Πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε τις εξελίξεις και από πλευράς Αμερικανών, που ελέγχουν τη γενική γραμματεία του ΟΗΕ, και από πλευράς Ευρωπαίων, που θέλουν να κάνουν μπίζνες (τουριστικές και άλλες) στο βόρειο τμήμα του νησιού. Θα δείξουν αντοχή στην ανάγκη του Χριστόφια να ρυθμίσει τις εσωτερικές ισορροπίες ή θα μεγιστοποιήσουν την πίεση για γρήγορες λύσεις; Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν.