Την ώρα που στην Ελλάδα η κυβέρνηση ετοιμάζεται να καταργήσει τα ΒΑΕ, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζητήθηκε και εγκρίθηκε έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων «σχετικά με την κοινοτική στρατηγική 2007-2012 για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία», η οποία σφραγίζεται από μια μακάβρια στατιστική.
Μόνο το 2006, 167.000 εργαζόμενοι στις χώρες-μέλη της ΕΕ έχασαν τη ζωή τους από εργατικά «ατυχήματα» ή ασθένειες που σχετίζονται με την εργασία. Η έκθεση αναφέρει ακόμη ότι: 300.000 εργαζόμενοι κάθε χρόνο αποκτούν μόνιμη αναπηρία, ανεξαρτήτως του βαθμού της. 350.000 εργαζόμενοι κάθε χρόνο αναγκάζονται ν’ αλλάξουν εργασία, λόγω «ατυχήματος», ενώ για τον ίδιο λόγο 15.000 εργαζόμενοι αποκλείονται οριστικά από την αγορά εργασίας. Το 35% των εργαζόμενων θεωρούν ότι «η εργασία τους εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία τους». Το 28% θεωρούν ότι «υποφέρουν από προβλήματα τα οποία δεν συνδέονται με ατύχημα, αλλά οφείλονται ή μπορεί να οφείλονται στην εργασία τους ή επιδεινώθηκαν λόγω της σημερινής ή της προηγούμενης εργασίας τους».
Ολες αυτές οι στατιστικές, βέβαια, είναι και ελλιπείς και «πειραγμένες» σε ουσιώδη σημεία τους. Είναι γνωστό πως ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει χρησιμοποιήσει τα επιτεύγματα της πληροφορικής και της ρομποτικής για μια χωρίς προηγούμενο εντατικοποίηση της εργασίας, γεγονός που εξουθενώνει τον εργαζόμενο, ακόμα και σε εργασίες που παλιότερα δε θεωρούνταν βαριές. Αυτό δε πρέπει να συνδυαστεί και με τις ανοιχτές ή καλυμμένες μεθόδους παράτασης της εργάσιμης μέρας (υπερωρίες, μειωμένο ωράριο σε διαφορετικούς εργοδότες στη διάρκεια της μέρας, διευθέτηση του χρόνου εργασίας κ.λπ.). Γι’ αυτό και έχουν κάνει την εμφάνισή τους νέες ασθένειες (έντονα μυοσκελετικά προβλήματα, νευρικές διαταραχές κ.ά.), που στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών δεν καταγράφονται ως επαγγελματικές ασθένειες. Για τη χώρα μας δεν μιλάμε καθόλου, αφού είναι γνωστό πως αν και παρήλθε εικοσαετία από την ψήφιση του νόμου «για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας» και σχεδόν έξι δεκαετίες από την έναρξη της λειτουργίας του ΙΚΑ, δεν υπάρχει ακόμη κατάλογος επαγγελματικών ασθενειών. Στο σχέδιό τους για κατάργηση των ΒΑΕ επικαλούνται την «ευρωπαϊκή εμπειρία», στον τομέα των επαγγελματικών ασθενειών, όμως, δεν έκαναν το απλούστατο: να αντιγράψουν έναν κατάλογο από μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα, που εδώ και δεκαετίες έχουν αναγκαστεί από το εργατικό κίνημα να καταρτίσουν τέτοιους καταλόγους.
Η ίδια η Επιτροπή που συνέταξε την έκθεση σημειώνει σε κάποιο σημείο ότι είναι ανησυχητικό το «υπερβολικά υψηλό ποσοστό ατυχημάτων μεταξύ των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας, όπως και μεταξύ των ανειδίκευτων εργαζόμενων, το οποίο σε ορισμένες χώρες-μέλη είναι τουλάχιστον διπλάσιο από το ποσοστό μεταξύ των μονίμως απασχολούμενων»!
Τέτοιες εκθέσεις χρησιμοποιούνται, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ως όχημα για τη λήψη περαιτέρω αντεργατικών μέτρων. Στο όνομα της λήψης μέτρων για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζόμενων, χτυπιούνται ασφαλιστικές κατακτήσεις. Γιατί οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους δεν ενδιαφέρονται για την προστασία των εργαζόμενων, αλλά για την αύξηση των καπιταλιστικών κερδών. Αλλωστε, και τα εργατικά ατυχήματα τα αντιμετωπίζουν ως παράγοντα που διασαλεύει την τάξη στην παραγωγή, ενώ τις επαγγελματικές ασθένειες ως παράγοντα που επιβαρύνει οικονομικά τα ασφαλιστικά συστήματα. Κάθε φορά που παίρνουν μέτρα δήθεν για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας, τα συνοδεύουν με αντιδραστικές αλλαγές στον ασφαλιστικό τομέα, όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας για τη συνταξιοδότηση.
Η έκθεση στην οποία αναφερόμαστε έρχεται να επιβεβαιώσει με το δικό της τρόπο τις εγκληματικές συνέπειες της σύγχρονης καπιταλιστικής παραγωγής πάνω στους εργαζόμενους. Η υπέρμετρη φθορά της υγείας στην εργασία, όπως και τα συνεχή «ατυχήματα» είναι συνυφασμένα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Οσο βελτιώνεται η παραγωγική μηχανή, όσο αυτοματοποιούνται οι εργασίες τόσο εντατικοποιείται η εργασία τόσο πολλαπλασιάζονται οι κίνδυνοι ατυχημάτων τόσο πιο γρήγορα φθείρεται η υγεία των εργαζόμενων. Οι εργαζόμενοι φυσικά και πρέπει να διεκδικήσουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους. Ομως, αποφασιστική άμυνα απέναντι στη γρήγορη φθορά μπορεί να υπάρξει με τη μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας και του συνολικού παραγωγικού βίου.