Κι αυτό, όμως, είναι σημάδι της κρίσης του ΠΑΣΟΚ, γιατί μόνο με τα ΜΜΕ στο πλευρό του μπορεί να ισχυροποιηθεί ένα αστικό κόμμα. Οι απειλές περί «δικού μας μέσου ενημέρωσης», που εκτόξευσε ο Γιωργάκης απαντώντας σε σχετική πρόταση συνέδρου στην Αλεξανδρούπολη, κανένα μιντιάρχη δεν ανησυχούν. Είναι περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση. Το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να αποφύγει το σκληρό πρέσινγκ των «νταβατζήδων» μόνο αν εμφανιζόταν με αλλαγμένη πολιτική. Αλλαγή πολιτικής, όμως, δεν σημαίνει να στέλνεις τη Μιλένα με σινιέ μπουφανάκι και καπελάκι στις συγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ, αλλά να καλείς σε αγώνες, να οργανώνεις αγώνες, να βάζεις τα πρωτοκλασάτα στελέχη σου μπροστά. Μόνο έτσι θα μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να αναπτύξει μια αδιαμεσολάβητη σχέση με την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, αλλά αυτό ούτε το θέλει ούτε το μπορεί. Πάνω απ’ όλα μετράει η υπευθυνότητα απέναντι στην κεφαλαιοκρατία. Γι’ αυτό και πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως στο παρασκήνιο αναζητούνται οι δίαυλοι προς μια νέα συμφωνία με τους «νταβατζήδες». Μπορεί ο Γιωργάκης να το παίζει «ντούρος», αλλά και ο ίδιος δεν είναι χτεσινός στην αστική πολιτική για να παίζει με πείσματα. Απλά, ψάχνει την καλύτερη γι’ αυτόν συγκυρία, η οποία όμως αργεί και κανείς δεν ξέρει αν και πότε θα ‘ρθει. Οπότε, το πραγματικό ερώτημα που τίθεται για το ΠΑΣΟΚ στη σχέση του με τους «νταβατζήδες» είναι: συμβιβασμός ή παράδοση άνευ όρων;
Κάθε Κυριακοδεύτερο και καλύτερα για τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Στις εικονικές κάλπες των γκάλοπ, φυσικά. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι πόσο θ’ αργήσει η Κυριακή που θα δείξει τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ να περνά στη δεύτερη θέση και το ΠΑΣΟΚ στην τρίτη. Την περασμένη Κυριακή, πάντως, το γκάλοπ της «Κάπα Ρισέρτς» έδωσε 29,1% στη ΝΔ, 23,2% στο ΠΑΣΟΚ, 18,4% στο ΣΥΡΙΖΑ, 7,5% στο ΚΚΕ και 5,1% στο ΛΑΟΣ. Ιδια ήταν η εικόνα και στο γκάλοπ της GPO τη Δευτέρα.
Δύσκολα μπορεί να μιλήσει κανείς για κατασκευασμένα γκάλοπ, όσο κι αν πάντοτε υπάρχει η υποψία ότι κάποιοι αριθμοί «πειράζονται» (τα περί δεοντολογίας καλύτερα να μην τα παίρνουμε στα σοβαρά, όταν πρόκειται για τον θαυμαστό κόσμο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων). Εύκολα, όμως, μπορούμε να διαπιστώσουμε, ότι η εικόνα που καταγράφουν αυτά τα γκάλοπ εμπεριέχει σε σημαντικό ποσοστό και τη χειραγώγηση που ασκούν τα ΜΜΕ. Για παράδειγμα, ο Τσίπρας αποτελεί το αγαπημένο τους προϊόν, που το πωλούν με όλους τους τρόπους του σύγχρονου πολιτικού μάρκετινγκ. Μ’ αυτόν τον τρόπο, στριμώχνουν και το ΠΑΣΟΚ αλλά και τη ΝΔ και αυξάνουν τις δυνατότητές τους για έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων.
Με τέτοια αποτελέσματα δεν βγαίνει αυτοδυναμία ούτε με το νέο εκλογικό νόμο που δίνει «μπόνους» 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Στα κομματικά επιτελεία γνωρίζουν ότι σε μη προεκλογικές περιόδους τα αποτελέσματα των γκάλοπ αντανακλούν παροδικές τάσεις, όμως ανησυχούν, διότι δεν γνωρίζουν σε ποιο βαθμό θα αποδυναμωθούν οι σημερινές τάσεις και δεν θα αποκτήσουν μεσοπρόθεσμα μόνιμα χαρακτηριστικά, με κάπως πιο χαμηλά ποσοστά σε ό,τι αφορά τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ικανά όμως να κόψουν την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, δεδομένου ότι και το ΚΚΕ εμφανίζει σταθερότητα σε ποσοστά πάνω από το 8%, ενώ και το ΛΑΟΣ δεν αποδυναμώνεται (κρατάει ποσοστά γύρω στο 4-5%).
Το ΠΑΣΟΚ, βέβαια, πλήττεται καίρια και στο επιτελείο του Γιωργάκη επικρατεί πανικός, που φάνηκε και από τις ανεπίσημες δηλώσεις περί βενιζελικών που δε μπορούν να χωνέψουν την ήττα της 11ης Νοέμβρη και στηρίζουν τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Το επιχείρημα είναι εξ ορισμού γελοίο, όμως και να ισχύει αυτός ο ισχυρισμός δεν αλλάζει τίποτα σε επίπεδο πρακτικής πολιτικής. Σημασία έχει πως σε μια περίοδο βαθιάς κυβερνητικής κρίσης το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο αδυνατεί να γυρίσει υπέρ του τους συσχετισμούς, αλλά αντίθετα βλέπει τη διαφορά του από τη ΝΔ να μεγαλώνει. Το συνέδριο σε λίγες μέρες θα μοιάζει με κηδεία και ήδη ο Γιωργάκης άρχισε να ζητά… χαμηλότερες προσδοκίες. Σημασία έχει πως μιλάει ξανά για «νέο ξεκίνημα» και σκάνε όλοι στα γέλια, ενώ περισσότερο ξεκαρδίζονται όταν ξιφουλκεί κατά του «νέου κατεστημένου», που το χαρακτηρίζει «συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό, οικονομικό, μιντιακό» και υπόσχεται ότι το ΠΑΣΟΚ θα κόψει «τον ομφάλιο λώρο με την κυβερνητική εποχή του» και με το «οικονομικό και μιντιακό κατεστημένο».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι «νταβατζήδες» των ΜΜΕ του την έχουν φυλαγμένη του Γιωργάκη και τον χτυπούν αλύπητα.
Ανήσυχοι, όμως, είναι και στη ΝΔ, διότι ναι μεν δεν κινδυνεύουν από το ΠΑΣΟΚ, κινδυνεύουν όμως να χάσουν την αυτοδυναμία και μετά να δουν στην εξουσία μια συμμαχική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ. ‘Η, να αναγκαστούν να συμμαχήσουν με το ΛΑΟΣ και να γίνουν όμηροι του Καρατζαφέρη, κάτι που ο Καραμανλής δεν θα ‘θελε ούτε στα χειρότερα όνειρά του. Η πολιτική και κοινωνική συγκυρία συντηρεί το ΛΑΟΣ και κάποια στιγμή, αν οι εξελίξεις συνεχιστούν στο σημερινό μοτίβο, ο Καραμανλής θα πρέπει να το ξανασκεφτεί. Ηδη ο Καρατζαφέρης του κλείνει το μάτι εδώ και καιρό.
Στον Περισσό έχουν τη γραμμή «μπόρα είναι θα περάσει». Ασφαλώς, τα τεράστια «νούμερα» του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ τους ενοχλούν, όπως τους ενοχλεί και η πίεση για «ενότητα της αριστεράς» που πάντα αυξάνεται σε τέτοιες συγκυρίες. Γι’ αυτό και ρίχνουν το βάρος στην προπαγάνδιση της δικής τους «εναλλακτικής πρότασης εξουσίας». Το «εναλλακτική» έχει μονιμοποιηθεί πλέον στο λεξιλόγιό τους, από το οποίο παλιότερα απουσίαζε εντελώς. Αντίθετα, έχει εξαφανιστεί η λέξη «επανάσταση» και τα παράγωγά της (π.χ.«επαναστατικός»), ώστε με την «εναλλακτικότητα» να περιγράφεται μια ομαλή κοινοβουλευτική πορεία προς την εξουσία, ένας κυβερνητισμός με σοσιαλιστικό φερετζέ.
Αντίθετα, στον ΣΥΝ (σ’ αυτά τα θέματα υπάρχει σκέτος ΣΥΝ και όχι ΣΥΡΙΖΑ) προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν τα γκαλοπιανά κέρδη, παίζοντας πιο δυνατά το χαρτί του κυβερνητισμού. Δεν είναι κορόιδα, βέβαια, να μιλήσουν για συμμαχία με το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και απορρίπτουν μετά βδελυγμίας την ιδέα της «κεντροαριστεράς», αντιπροτείνοντας την… «κεντροαριστερά». Χαρακτηριστικότατη απ’ αυτή την άποψη ήταν η συνέντευξη Αλαβάνου στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής. Αφού διαπίστωσε ότι «η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί μόνη της, χρειάζεται συμμάχους από τα κάτω», περιέγραψε αυτούς τους συμμάχους ως «μια σοσιαλιστική συνιστώσα μέσα ή δίπλα στον ΣΥΡΙΖΑ». Μιλούν, δηλαδή, για διάσπαση του ΠΑΣΟΚ, ώστε να προκύψει η «μεγάλη συνάντηση της ιστορικής αριστεράς με τον προωθημένο σοσιαλιστικό χώρο».
Περιττεύει να πούμε ότι οι σύμμαχοι που ονειρεύονται δεν θα είναι «από τα κάτω». «Από τα πάνω» θα είναι, στελέχη του ΠΑΣΟΚ θα είναι, για κυβερνητική πλειοψηφία γίνεται λόγος. Εκείνο που αξίζει να επισημανθεί είναι πως όλα τούτα είναι σκέτη προπαγάνδα, η οποία βολεύει σήμερα την ηγεσία του ΣΥΝ. Αν έκανε άνοιγμα στο ΠΑΣΟΚ, αυτό θα λειτουργούσε υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Υπέρ του ΣΥΝ λειτουργεί το κλείσιμο του ματιού προς τους Πασόκους: «εμείς είμαστε το γνήσιο ΠΑΣΟΚ, ελάτε μαζί μας». Αν η συγκυρία τα φέρει έτσι ώστε το ΠΑΣΟΚ ως δεύτερο κόμμα να πάρει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, τότε ο ΣΥΝ θα σπεύσει τρέχοντας. Αλλιώς, θα βρεθεί έκθετος μπροστά στον «προωθημένο σοσιαλιστικό χώρο». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα προγράμματα δεν παίζουν καμιά σημασία. Εύκολα βρίσκουν μερικές ηχηρές διακηρύξεις και μετά αφήνονται στο… βασίλειο του «εφικτού».
Υπάρχει, βέβαια, ο κίνδυνος αυτή η στρατηγική να μη βγάλει πουθενά. Υπάρχει η περίπτωση, αφού χρησιμοποιήσουν τον ΣΥΝ ως μοχλό πίεσης για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και την αύξηση του ελέγχου πάνω στις δυνάμεις του δικομματισμού να τον πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Αυτό το γνωρίζουν καλά στην Κουμουνδούρου, όμως δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παίξουν μέχρι τέλους το παιχνίδι, προσδοκώντας ότι στο τέλος θα κάνουν ταμείο και θα μετρήσουν κάποια, μικρά έστω, κέρδη. Μια δύναμη που έχει μάθει να λειτουργεί ως συμπληρωματική του συστήματος εξουσίας δεν θα άφηνε αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Μπορεί, βέβαια, να προκύψει κρίση. Κι αυτό το ξέρουν, όμως έχουν μάθει να ζουν με τη διαχείριση μικρών ή μεγαλύτερων εσωκομματικών κρίσεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι τα γκάλοπ καταγράφουν υπαρκτές τάσεις, υπαρκτές πολιτικές συμπεριφορές. Η μετατόπιση προς τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει απογοήτευση και θυμό, αντανακλά την κρίση εκπροσώπησης του δικομματισμού, ο οποίος κλείνει έναν κύκλο. Πρόκειται όμως για έναν διαμεσολαβημένο θυμό, για τη δυσαρέσκεια του καναπέ. Η λογική είναι καθαρά κοινοβουλευτική. Αναζητείται πολιτικό σχήμα και πρόσωπα στα οποία θα ανατεθεί η εκπροσώπηση των λαϊκών συμφερόντων. Ετσι εξηγείται και η υστερία με τον Τσίπρα, ένα πρόσωπο εντελώς άγνωστο μέχρι πριν ενάμιση χρόνο, το οποίο δεν έφερε τίποτα από πολιτική άποψη, εκτός από μια ωραία και μοντέρνα φιγούρα. Η σκέψη, ιδιαίτερα των οπαδών και ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, που αποτελούν τον μεγάλο τροφοδότη της συνασπισμικής έκρηξης, είναι εξαιρετικά απλή: ας δείξουμε εμπιστοσύνη σ’ αυτούς, μπας και αλλάξουν τα πράγματα στο ΠΑΣΟΚ, μπας και αλλάξει γενικότερα η πολιτική σκηνή, μπας και σταματήσει λίγο το στρίμωγμά μας.
Μπορεί αυτή η πολιτική συμπεριφορά να αναστραφεί μέχρι την εποχή που θα στηθούν οι πρώτες κάλπες (ευρωεκλογές ή πιο πριν βουλευτικές;). Μπορεί όμως και η βασική της τάση να διατηρηθεί και να δού-με πραγματικά έναν ΣΥΡΙΖΑ κοντά στο 10%. Εκείνο που θέλουμε να τονίσουμε είναι πως είτε διατηρηθεί αυτή η τάση είτε αναστραφεί και γυρίσουμε στην παλιά καλή κυριαρχία του δικομματισμού, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Αλλαγή θα είχαμε μόνο αν οι πολιτικές συμπεριφορές αντιστοιχούνταν με κοινωνικές συμπεριφορές. Αν οι ψηφοφόροι των γκάλοπ σηκώνονταν από τον καναπέ και έβγαιναν στο δρόμο. Αυτό μένει να αποδειχτεί. Και για να το επικαιροποιήσουμε… ιδού το Ασφαλιστικό, ιδού και το πήδημα (από τον καναπέ στο δρόμο).