Εντυπωσιάζει (χωρίς να εκπλήσσει) η «συντεταγμένη» εμφάνιση ολόκληρου του αστικού πολιτικού φάσματος στο λεγόμενο «σκοπιανό». Παρά τις αποχρώσεις, που είναι λογικό να υπάρχουν στις θέσεις των κομμάτων, ολόκληρο το φάσμα, από το ΛΑΟΣ μέχρι το ΚΚΕ, συντάσσεται γύρω από τις βασικές συνιστώσες της «εθνικής γραμμής». Ποιες είν’ αυτές; 1. Στο βόρειο γείτονά μας πρέπει να επιβληθεί ονομασία της αρεσκείας του ελληνικού κράτους. 2. Αυτή η ονομασία πρέπει να είναι μία για όλες τις χρήσεις, δηλαδή η Δημοκρατία της Μακεδονίας πρέπει να εγκαταλείψει το συνταγματικό της όνομα. 3. Η τελευταία γραμμή υποχώρησης του ελληνικού κράτους είναι μια σύνθετη ονομασία. 4. Αν αυτό δε γίνει αποδεκτό, η FYROM δεν θα πάρει πρόσκληση για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, επειδή θα ασκήσει βέτο η ελληνική κυβέρνηση. Το ίδιο θα γίνει και στις διαδικασίες ένταξης στην ΕΕ.
Από εκεί και πέρα αρχίζει το παιχνίδι των διαφοροποιήσεων. Για παράδειγμα, ΚΚΕ και ΣΥΝ υποστηρίζουν ότι η σύνθετη ονομασία πρέπει να περιλαμβάνει αυστηρά γεωγραφικό προσδιορισμό, όμως δεν είναι διατεθειμένοι να χαλάσουν τον κόσμο αν το επίθετο που θα συνοδεύει τη λέξη Μακεδονία δεν είναι αυστηρά γεωγραφικού τύπου. Σ’ αυτή τη θέση προσχώρησε και το ΠΑΣΟΚ, που ασκεί παράλληλα κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης, προσπαθώντας να βγάλει τη σχετική πολιτική υπεραξία. Το ΛΑΟΣ επιμένει στην παλιά αδιάλλακτη γραμμή, δηλώνοντας ότι δε θέλει επουδενί τη λέξη Μακεδονία, αλλά κι αυτό δεν είναι διατεθειμένο να χαλάσει τον κόσμο αν υπάρξει μία και μοναδική σύνθετη ονομασία (το συλλαλητήριο που οργάνωσε εντάσσεται στη γραμμή στήριξης της κυβέρνησης, όπως λέει ο Καρατζαφέρης και συμφωνούν τα κυβερνητικά στελέχη, που ρίχνουν το κέντρο βάρους στα κοινά σημεία και όχι στις διαφορετικές αποχρώσεις).
Εξ ορισμού, αυτό το «ενιαίο εθνικό μέτωπο» αποκτά σημασία μεγαλύτερη από το σκοπό γύρω από τον οποίο συγκροτείται. Ειδικά στη συγκυρία μέσα στην οποία διαμορφώνεται. Μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από τη σκληρή νεοφιλελεύθερη επίθεση της κυβέρνησης σε πολλά (για να μην πούμε σε όλα τα) μέτωπα. Είναι δυνατόν να υπάρξει εθνική πολιτική σ’ αυτές τις συνθήκες; Μια χούφτα καπιταλιστές να ρουφάνε «με το μπουρί» τον ιδρώτα και το αίμα των εργαζόμενων, η νεολαία να εξαθλιώνεται, οι φοιτητές να απειλούνται με την επιβολή του νόμου και της τάξης, οι φτωχοί αγρότες να ξεκληρίζονται και από την άλλη να είμαστε «όλοι μαζί ενωμένοι στον εθνικό στόχο»; Για το κοινοβουλευτικό κομματικό φάσμα είναι.
Οι παλαιότεροι αστοί πολιτικοί συνήθιζαν να λένε στις off the record συζητήσεις τους με δημοσιογράφους, πως τα εθνικά θέματα είναι το καλύτερο φάρμακο για να ξεφεύγει μια κυβέρνηση από μια δύσκολη γι’ αυτή συγκυρία. Κι όταν δεν υπάρχουν πρέπει να εφευρίσκονται, συμπλήρωναν με νόημα. Αλλωστε, και το σύνταγμα προβλέπει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες για «σπουδαίο εθνικό λόγο». Αυτό τον κανόνα ακολούθησε και ο Καραμανλής, που είδε το λεγόμενο «σκοπιανό» (τι λέξη κι αυτή!) σαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση που είχε περιέλθει μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου Ζαχόπουλου και για να δημιουργήσει κλίμα που θα τον βοηθήσει να προωθήσει το Ασφαλιστικό. Και βέβαια, γνώριζε εκ των προτέρων ότι θα βρει ανταπόκριση από το υπόλοιπο κοινοβουλευτικό δυναμικό.
Ουδείς θα έσπαγε το «εθνικό μέτωπο» χάριν των οξυμμένων κοινωνικών προβλημάτων. Ουδείς θα έθετε όρους σχετιζόμενους με την οικονομική και κοινωνική πολιτική. Ετσι και έγινε. Ούτε σε επίπεδο προπαγάνδας δεν μίλησαν για κοινωνικά προβλήματα. Ούτε καν για το Ασφαλιστικό. Εσπευσαν να προσφέρουν τον οβολό τους στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, λες κι αυτή είναι ανεξάρτητη από την εσωτερική.
Επί της ουσίας του θέματος τώρα, ο Καραμανλής είναι ο μεγάλος κερδισμένος. Οχι μόνο γιατί κατάφερε να δημιουργήσει μια εθνική αχλή, η οποία τον βοηθά στο Ασφαλιστικό (όπως και να το κάνουμε, θολώνει το τοπίο. Εστω κι αν δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας, βοηθάει την κυβέρνηση). Αλλά και γιατί σ’ αυτό καθαυτό το θέμα κατάφερε να βγάλει προς τα έξω την εικόνα ενός αποφασιστικού πρωθυπουργού, που αντιστέκεται στους Αμερικάνους και δε δέχεται τελεσίγραφα.
Παραβλέποντας τις συμβουλές των Μητσοτάκηδων, που ήθελαν άνευ όρων αποδοχή του τελευταίου σχεδίου Νίμιτς, έμεινε στη σκληρή γραμμή του «βέτο». Ετσι, μπορεί ν’ «αγοράσει» χρόνο και να μεταφέρει το μπαλάκι των πιέσεων στη μακεδονική πλευρά, η οποία εμφανίζεται σ’ αυτή τη φάση να είναι η αδιάλλακτη, αφού επί της ουσίας δεν αποδέχεται καμιά από τις ονομασίες που πρότεινε ο Νίμιτς (ούτε με τη φόρμουλα της διπλής ονομασίας).
Ο Καραμανλής απέκρουσε σ’ αυτή τη φάση τον εκβιασμό που άσκησε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Σέφερ, ο οποίος επανέλαβε όσα με προκλητικό τρόπο είχε ανακοινώσει (μιλώντας σε επιλεγμένους δημοσιογράφους) ο αμερικανός πρέσβης: απευθείας διαπραγματεύσεις Αθηνών-Σκοπίων σε επίπεδο πρωθυπουργών ή υπουργών Εξωτερικών, άμεση αναγνώριση Κοσσυφοπέδιου, ενίσχυση της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Ο Καραμανλής φαίνεται να απάντησε στον Σέφερ ότι ο διάλογος για το όνομα γίνεται στο πλαίσιο του ΟΗΕ (μεσολάβηση Νίμιτς), ότι η Ελλάδα έχει πρωτοστατήσει στην υιοθέτηση από την ΕΕ του σχεδίου Αχτισάρι για το Κοσσυφοπέδιο και για την αποστολή της αστυνομικοδικαστικής δύναμης (EULEX), ενώ για το Αφγανιστάν τα όρια της ελληνικής εμπλοκής έχουν εξαντληθεί και δε μπορεί ούτε ελικόπτερα να στείλει ούτε να δώσει έγκριση για τη συμμετοχή του ελληνικού σώματος σε επιχειρήσεις εκτός Καμπούλ (το τελευταίο που θα ήθελε στη διάρκεια της θητείας του είναι να δει κάποιο φέρετρο να καταφτάνει τυλιγμένο με τη γαλανόλευκη).
Στην Ουάσιγκτον προφανώς αντιλήφθηκαν ότι ο Καραμανλής, διάγοντας μια δύσκολη για την κυβέρνησή του συγκυρία, δεν έχει περιθώρια για άλλες υποχωρήσεις. Βάλλεται από τ’ αριστερά, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησής του, αν αρχίσει να βάλλεται και από τα δεξιά, κατηγορούμενος για «ενδοτισμό» και «απεμπόληση εθνικών δικαίων», θα κινδυνεύσει να χάσει πρόωρα την εξουσία. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να επανασχεδιάσουν την τακτική τους, μεταφέροντας τις πιέσεις προς τη μακεδονική πλευρά. Αυτό φάνηκε από το ξαφνικό ταξίδι Νίμιτς σε Μακεδονία και Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίσει ρητές διαβεβαιώσεις των δυο κυβερνήσεων για συνέχιση της διαδικασίας, αλλά και από τις δηλώσεις που έκανε στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες ο εκπρόσωπος της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας. «Η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές ότι επιθυμεί να βρεθεί λύση και ότι θα συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με ανοιχτό μυαλό, κάτι το οποίο ελπίζουμε να πράξει και η κυβέρνηση των Σκοπίων», ανέφερε ο Τζ.Απατουράι, πραγματοποιώντας ένα απρόσμενο άνοιγμα προς την Αθήνα.
Υπάρχει περίπτωση να βρεθεί συμβιβαστική λύση στον ένα μήνα που απομένει μέχρι τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι; Δύσκολο να το πει κανείς, αλλά και δύσκολο να το αποκλείσει. Οι Αμερικάνοι, πάντως, δουλεύουν πυρετωδώς τις εναλλακτικές λύσεις, που είναι η παράκαμψη του ελληνικού «βέτο» με κάποιο κόλπο «κράτους παρατηρητή» και η αναβολή για ένα χρόνο της ένταξης στο ΝΑΤΟ Αλβανίας και Μακεδονίας. Οποια κι αν είναι η εξέλιξη, εκείνο που έχει σημασία είναι η μαζική υποστήριξη από τον ελληνικό λαό μιας άδικης υπόθεσης και η χρησιμοποίηση του ΝΑΤΟ ως μοχλού πίεσης.
Σκηνές απείρου κάλλους στις δυο εθνικοφασιστικές συνάξεις της Θεσσαλονίκης. Πιστός στο πνεύμα του καρνάβαλου ο Καρατζαφέρης (που μάζεψε τους πιο πολλούς), μιλούσε περιστοιχιζόμενος από… μασκαράδες ντυμένους αρχαίοι Μακεδόνες, ενώ από κάτω οι συγκεντρωμένοι παραληρούσαν: «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Σκοπιανέ». «Σήμερα βγήκα πιο δυνατός», δήλωσε στους δημοσιογράφους, αποκαλύπτοντας τι είναι αυτό που τον ενδιαφέρει.
Στην άλλη σύναξη είχαμε συνθήματα θρησκευτικής κατάνυξης: «Οταν το ράσο γίνεται σημαία, τότε η ειρήνη γίνεται ωραία»!
Τους τα χάλασε, όμως ο Ζουράρις (τέως υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ και ένθερμος υποστηρικτής του από των στηλών του «Ριζοσπάστη» στις πρόσφατες εκλογές) με όσα είπε για το «ολιγαρχικό τετρακομματικό σύστημα του ψευδοκράτους των Αθηνών». Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Πανίκας να αποχωρήσει, διότι δεν άντεχε άλλο να βλέπει τους άλλους να μιλούν στη δική του εκλογική πελατεία κι αυτός να το ‘χει βουλωμένο.