Αρκετές –επτά τον αριθμό– ταινίες έχουμε και αυτή την εβδομάδα, όμως μόνο οι τέσσερις αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς. Από αυτές οι δύο είναι επανεκδόσεις.
Η πρώτη είναι οι «Παράνομοι» του Νίκου Κούνδουρου, γυρισμένη το 1958. Δεν προβλήθηκε σε δημοσιογραφική προβολή, ώστε να έχουμε προσωπική άποψη, ενώ στο παρελθόν έχουν διατυπωθεί πολλές ενστάσεις για τη σαφήνεια και τους στόχους της. Ομως, και μόνο λόγω του θέματός της έχει ενδιαφέρον, αφού αναφέρεται στην αδιέξοδη προσπάθεια διαφυγής δύο ανταρτών και ενός ποινικού φυγόδικου από τα βουνά προς την ελευθερία, αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι με την ταινία αυτή «αποτίει φόρο τιμής στον αντάρτη των βουνών, τον ταπεινωμένο και εξευτελισμένο Ελληνα που κράτησε ψηλά τη σημαία της Ρωμιοσύνης». Εννοείται ότι η ταινία λογοκρίθηκε, απαγορεύτηκε και «χάθηκε» κάτω από τη βία της μετεμφυλιακής «δημοκρατίας» και της ψευδο-ευδαιμονίας που την ακολούθησε.
Η δεύτερη επανέκδοση είναι μια ταινία από την Αυστραλία με τίτλο «Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων», του Πίτερ Γουίερ. Αφορά τη μυστηριώδη εξαφάνιση τριών μαθητριών και μιας καθηγήτριας κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στο Hanging rock της Βικτόρια. Η ταινία δημιούργησε αίσθηση στην εποχή της, λόγω του μυστηρίου, του υποβλητικού, παγανιστικού τοπίου στο οποίο γυρίστηκε, της μουσικής της κ.λπ. Εξάλλου, ήταν η πρώτη αυστραλιανή ταινία που έγινε ευρύτερα γνωστή.
Από τις υπόλοιπες ταινίες ξεχωρίζει το «Paris» του Σεντρίκ Κλαπίς , μια τοιχογραφία τοπίων και ανθρώπων του σύγχρονου Παρισιού. Εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο από όποια άποψη κι αν το δει κανείς. Παρά ταύτα, ο Κλαπίς καταφέρνει να δέσει αυτό το ετερόκλητο σύνολο και να κρατήσει ως το τέλος το ενδιαφέρον του θεατή. Πολλές παράλληλες ιστορίες και 15 διαφορετικοί χαρακτήρες ζωντανεύουν στα σπλάχνα αυτής της αιώνιας πόλης που σε πείσμα των καιρών μοιάζει να διατηρεί τον ερωτισμό, την ανθρωπιά και τον ιδιαίτερο αέρα της. Σίγουρα δεν πρόκειται για τουριστικό οδηγό, αν και παρακάμπτονται ως ένα βαθμό οι ζόρικες και εξουθενωτικές πλευρές του Παρισιού. Περισσότερο είναι μια ιδιότυπη απάντηση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μια θεώρηση που επιμένει στις ιδιαίτερες παραδόσεις μιας πόλης και μιας ηπείρου και σε μια διαφορετικότητα που συντηρεί τη γοητεία ανθρώπων και πραγμάτων. Θα ήταν άδικο να μη σημειωθεί η παρουσία της Ζιλιέτ Μπινός και του Φαμπρίς Λασινί στους ρόλους δυο τυπικών Παριζιάνων που ακριβώς ενσαρκώνουν την ιδιαιτερότητα των πολιτών αυτής της πολυπολιτισμικής πόλης.
Τέλος, έχουμε την «Ulzhan» του Βόλκερ Σλέντορφ. Με το πρόσχημα ενός θησαυρού, ο ήρωας της ταινίας αναζητά στις απέραντες στέπες του Καζακστάν την απάντηση στις βαθύτερες ανθρώπινες ανησυχίες. Στο δρόμο του θα συναντήσει ιδιόρρυθμα πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά και τον ίδιο τον έρωτα με τη μορφή μιας όμορφης Καυκασιανής, της Ουλτσχάν…
Αν και θα περίμενε κανείς περισσότερα από ένα παλαίμαχο όπως ο Σλέντορφ, μάλλον θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η εποχή των τομών και των αναζητήσεων για τον γερμανικό κινηματογράφο έχει παρέλθει. Ετσι, παρά τα ψήγματα προβληματισμού και αλήθειας που υπάρχουν στην ταινία αυτή (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τρέχουσα οικονομική κατάσταση στο Καζακστάν), διαβλέπει κανείς την αμηχανία που χαρακτηρίζει όχι μόνο τον γερμανικό αλλά και ολόκληρο τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Εχουμε λοιπόν μια ταινία, που μπορεί να μην είναι κακή, σίγουρα όμως δεν έχει ούτε το βάθος ούτε την τόλμη να δώσει καίριες, ριζοσπαστικές και προπαντός αληθινές απαντήσεις.
Ελένη Σταματίου