Μέσα στο Νοέμβρη, σύμφωνα με διαρροές από το υπουργείο Εργασίας, σκοπεύει η Πετραλιά να πάει στη Βουλή νομοθετική ρύθμιση για τον αποχαρακτηρισμό των Βαρέων και Ανθυγιεινών. Λόγος γίνεται για νομοθετική ρύθμιση και όχι για προεδρικό διάταγμα, που σημαίνει ότι ο νόμος Ρέππα μπαίνει στην άκρη και «πάμε για περισσότερα». Ο νόμος Ρέππα πρόβλεπε την έκδοση νέας λίστας με τα ΒΑΕ με προεδρικό διάταγμα. Επειδή, όμως, η κυβέρνηση, πέρα από τον αποχαρακτηρισμό, θέλει να κάνει και την κατηγοριοποίηση, είναι αναγκασμένη να εισάγει νομοθετική ρύθμιση.
Το επόμενο βήμα θα είναι η επέκταση της ρύθμισης και στους παλιούς εργαζόμενους, εκτός ίσως από εκείνους που βρίσκονται λίγα χρόνια πριν τη σύνταξη (η πενταετία είναι η συνήθης περίοδος που δίνεται). Δεν είναι δυνατό να μείνουν τα δυο καθεστώτα, διότι αυτό μπορεί εύκολα να προσβληθεί από εργοδότες στα δικαστήρια, με την επίκληση της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου. Λύση για όσους έχουν πληρώσει κάποια χρόνια το επασφάλιστρο που ισχύει για τους ανήκοντες στα ΒΑΕ υπάρχει. Θα πάρουν μια προσαύξηση στη σύνταξη.
Στο μεταξύ και για όσο θα ισχύει η διαφοροποίηση «παλιοί–νέοι», οι καπιταλιστές θα φροντίσουν να δώσουν λύσεις με τον τρόπο που αυτοί ξέρουν: διώχνοντας παλιούς και προσλαμβάνοντας νέους ή εκβιάζοντας τους παλιούς εργαζόμενους με απόλυση αν δε δεχτούν να ασφαλίζονται στο κανονικό καθεστώς και όχι στα ΒΑΕ. Αυτό άλλωστε το σημειώνει και η διαβόητη επιτροπή Μπεχράκη.
Κι ενώ τα πράγματα οδηγού-νται στο «σημείο μηδέν», η συνδικαλιστική γραφειοκρατία εξακολουθεί να σφυρίζει αδιάφορα. Εβγαλε μια-δυο καταγγελίες τις πρώτες μέρες κι αυτό ήταν. Δεν κάνει καμιά προετοιμασία, δεν προσπαθεί να συγκροτήσει μέτωπο πάλης, ενημερώνοντας τους εργαζόμενους και κάνοντάς τους κοινωνούς του προκλητικού πορίσματος της επιτροπής Μπεχράκη. Ο σκοπός της είναι διάφανος: όταν η κυβέρνηση καταθέσει το νομοσχέδιο, να γίνουν καναδυό συλλαλητήρια, άντε και μια 24ωρη απεργία για την τιμή των όπλων και τέρμα.
Γνωμοδότηση κατά παραγγελίαν
Οταν ο Μπεχράκης συναντήθηκε με την Πετραλιά για να της παραδώσει επισήμως το πόρισμα, έκανε λόγο για «καθαρά επιστημονική προσέγγιση του θέματος» (στο προηγούμενο φύλλο δείξαμε αναλυτικά πως τίποτα το επιστημονικό δεν υπάρχει, αφού η επιτροπή δεν είχε στα χέρια της ούτε μια επιδημιολογική μελέτη, ενώ οι αποφάσεις της δεν συνοδεύονται από την παραμικρή, επιστημονικοφανή έστω, επιχειρηματολογία). Οταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο αν η επιτροπή χρησιμοποίησε μελέτες, απάντησε: «Μελέτες βεβαίως. Περιλαμβάνεται ένα παράρτημα το οποίο είναι η γνωμοδότηση του Καθηγητή του Εργατικού Δικαίου του Πανεπιστημίου της Αθήνας του κ. Λεβέντη… υπάρχει μια άριστη γνωμοδότηση επ΄ αυτού».
Ομως, στο cd που παραδόθηκε στους δημοσιογράφους, τέτοια γνωμοδότηση δεν υπήρχε. Επειδή είμασταν σίγουροι ότι θα πρόκειται για κάποιο κείμενο του ποδαριού, για κάποια γνωμοδότηση κατά παραγγελίαν (άλλωστε, ένας καθηγητής του Εργατικού Δικαίου δεν έχει στο αντικείμενό του θέματα όπως τα ΒΑΕ, που άπτονται κυρίως της Ιατρικής της Εργασίας), ζητήσαμε να μας δοθεί αυτή η γνωμοδότηση. Χρειάστηκε να περάσει μια βδομάδα με συνεχείς οχλήσεις μας προς το υπουργείο για να μας τη δώσουν (οι δικαιολογίες ήταν της πλάκας). Οταν την πήραμε, διαπιστώσαμε ότι είναι αυτό που φανταζόμασταν. Μια καταγραφή του ποδαριού, για την οποία θα είχε αξία να μάθουμε πόσο πληρώθηκε ο κ. καθηγητής.
Στο αραιογραμμένο κείμενο των 26 σελίδων οι 11 πρώτες καταλαμβάνονται από μια περιγραφή του καθεστώτος ΒΑΕ, με μοναδική βιβλιογραφική αναφορά τα έργα των Γ. Χατζηδημητρίου – Γ. Ψηλού (αλήθεια, χρειαζόταν να πληρωθεί ο κ. καθηγητής, όταν ο Γ. Ψηλός ήταν τακτικό μέλος της επιτροπής;). Οι υπόλοιπες 11 σελίδες καταλαμβάνονται από μια εντελώς πρόχειρη και αποσπασματική περιγραφή των ισχυόντων στις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ. Στις τελευταίες 4 σελίδες, ο Γ. Λεβέντης καταθέτει «Παρατηρήσεις – Εννοιολογικό Προσδιορισμό του βαρέος επαγγέλματος – Συμπεράσματα», χωρίς καμία επιχειρηματολογία. Εχουμε, δηλαδή, εξ αποκαλύψεως συμπεράσματα, σαν κι αυτά που παρουσιάζουν οι θεολόγοι (κι ακόμα χειρότερα): έτσι είναι, γιατί έτσι νομίζει ο κ. καθηγητής, ο οποίος δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να συγκεντρώσει και να καταγράψει τα πιο χυδαία επιχειρήματα που χρόνια τώρα λένε οι υπουργοί και άλλοι λακέδες του κεφάλαιου.
Μιλάει για «καταχρηστική μεταχείριση του θεσμού» και υπαγωγή στα ΒΑΕ που ήταν «προϊόν πιέσεων των ίδιων των ενδιαφερομένων». Αν τον ρωτήσεις να σου πει ένα έστω επάγγελμα που να μπήκε στα ΒΑΕ μ’ αυτό τον τρόπο, αποκλείεται να απαντήσει, γιατί δεν έχει ιδέα. Αν του ζητήσεις να σου παρουσιάσει ένα πόρισμα πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας επιτροπής κρίσης, που εντάσσει στα ΒΑΕ κάποιο επάγγελμα, είναι σίγουρο πως δε διαθέτει. ‘Η, αν διαθέτει, δεν τον συμφέρει να το δείξει. Γιατί, σε αντίθεση με την επιτροπή Μπεχράκη, που κινήθηκε με πλήρη αυθαιρεσία και χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση, εκείνες οι επιτροπές έκαναν επισκέψεις στους χώρους εργασίας, μελετούσαν τα ισχνά επιδημιολογικά δεδομένα, έκαναν συνεντεύξεις με εργάτες και κατέληγαν στις αποφάσεις τους για ένταξη στα ΒΑΕ με επιχειρηματολογία. Αντίθετα, και ο Γ. Λεβέντης και η επιτροπή Μπεχράκη δε βγήκαν από τα γραφεία τους και είναι βέβαιο πως δεν έχουν ιδέα για τη συντριπτική πλειοψηφία των επαγγελμάτων και των χώρων εργασίας που απένταξαν εντελώς ή κατέταξαν στις τρεις από τις τέσσερις κατηγορίες.
Τέλος, πάλι αυθαίρετα και χωρίς καμιά επιχειρηματολογία, ο Γ. Λεβέντης επιχειρεί ν’ αλλάξει τον ίδιο τον ορισμό των ΒΑΕ. Ενώ η θέσπιση των ΒΑΕ ορίζει ως τέτοια τα επαγγέλματα στα οποία η απασχόληση για πολύ χρόνο επιφέρει πρόωρη φθορά του οργανισμού και αδυναμία για περαιτέρω απασχόληση (εισήγαγε δηλαδή ένα αντικειμενικό κριτήριο), ο Λεβέντης εισηγείται έναν αόριστο και επιδεχόμενο πολλαπλών ερμηνειών ορισμό: «Βαρέα επαγγέλματα είναι οι εργασίες εκείνες οι οποίες από τη φύση τους ή λόγω των συνθηκών και του τρόπου που παρέχονται απαιτούν μια εντελώς ασυνήθη ή εξαιρετική επίταση των σωματικών δυνάμεων ή μια εντελώς ασυνήθη ή εξαιρετική επίταση της προσοχής και των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου, με συνέπεια να προκαλούν επιτάχυνση της γήρανσης».
Το πιο εξοργιστικό είναι πως στις αναφορές που κάνει στις δυο χώρες που έχουν θεσμούς παρόμοιους με τα ελληνικά ΒΑΕ (Ιταλία και Αυστρία) περιλαμβάνονται όλα τα επαγγέλματα που η επιτροπή Μπεχράκη αποχαρακτηρίζει εντελώς ή εντάσσει στις «ελαφρές» βαθμίδες των «νέων ΒΑΕ»! Για παράδειγμα, στην Ιταλία ως βαριά θεωρείται και η εργασία σε γραμμές συναρμολόγησης με έντονους ρυθμούς. Κι ακόμη, η εργασία των οδηγών, η εργασία σε ψηλές θερμοκρασίες. Ενώ στην Αυστρία βαριά είναι κάθε εργασία σε τρεις βάρδιες.








