Από το καλοκαίρι του 2003 που ψηφίστηκε η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) για όλα σχεδόν τα αγροτικά προϊόντα, πλην των τριών μεσογειακών (καπνού-λαδιού-βαμβακιού), εκτιμήσαμε ότι θα είναι πολύ μεγάλες οι επιπτώσεις από την εφαρμογή της τόσο στην αγροτική παραγωγή και στο αριθμητικό δυναμικό της φτωχής αγροτιάς όσο και στο αγροτικό κίνημα. Οι αναγνώστες μας καθώς και οι αγροτικοί συντάκτες μπορούν να μας επιβεβαιώσουν για τις εκτιμήσεις μας αυτές και επιπλέον να θυμίσουν τα ερωτήματα που θέταμε από τότε στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας, εάν και το φθινόπωρο του 2006 θα είναι υπουργοί για να μας εξηγούν για την μαζική εγκατάλειψη της παραγωγής από τη φτωχή αγροτιά.
Το Μάη του 2004, οι Σ. Τσιτουρίδης και Ε. Μπασιάκος όπως και ο τωρινός υπουργός Γεωργίας Α. Κοντός κράταγαν άμυνα, υπερασπίζονταν τη συμφωνία για τα τρία μεσογειακά προϊόντα και ισχυρίζονταν ότι δεν θα μειωθούν η παραγωγή και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις. Πέρασαν τρία χρόνια από την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ και μπορούμε να κάνουμε ένα σύντομο απολογισμό των επιπτώσεών της στην παραγωγή, το αριθμητικό δυναμικό της φτωχής αγροτιάς και το αγροτικό κίνημα.
Τα στοιχεία της ΕΣΥΕ για το 2006 και το 2007 είναι καταλυτικά για τα τρία μεσογειακά προϊόντα (λάδι, βαμβάκι, καπνό), ιδιαίτερα για τον καπνό, για το σκληρό σιτάρι και τα τεύτλα. Στοιχεία για το πόσοι φτωχοί αγρότες εγκατέλειψαν την παραγωγή δεν υπάρχουν. Ομως, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι αγρότες, για να πάρουν την ενιαία ενίσχυση (που στη συντριπτική πλειοψηφία των προϊόντων έχει αποδεσμευθεί από την παραγωγή), θα πρέπει να εφαρμόζουν την πολλαπλή συμμόρφωση και έτσι στα χαρτιά δεν πρέπει να εγκαταλείψουν την παραγωγή. Τι να παράξουν, όμως, όταν οι εμπορικές τιμές βασικών προϊόντων, όπως σκληρό στάρι, καλαμπόκι κ.ά. έχουν πέσει κατακόρυφα, ενώ από την άλλη το κόστος παραγωγής έχει ανέβει πάρα πολύ; Ουσιαστικά, πρέπει ένα μεγάλο κομμάτι της φτωχής αγροτιάς να έχει εγκαταλείψει την αγροτική παραγωγή. Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε, ότι στην αγροτική παραγωγή έμειναν οι πλούσιοι και οι μεσαίοι αγρότες και ότι ένα μεγάλο κομμάτι των φτωχών αγροτών δεν έχει κανένα υλικό κίνητρο να κατέβει στους δρόμους για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Ηταν επόμενο η στάση αυτή των φτωχών αγροτών να επιδράσει αρνητικά στη μαζικότητα του αγροτικού κινήματος.
Ας δούμε τώρα τις διεργασίες που γίνονται στο αγροτικό κίνημα. Οπως είναι γνωστό, οι αγροτοσυνδικαλιστές που κινούνταν στο χώρο του λεγόμενου ΚΚΕ είχαν ρυμουλκήσει, κατά την τελευταία περίοδο της Πασοκικής διακυβέρνησης, το αγροτικό κίνημα στο άρμα των γαλάζιων αγροτοσυνδικαλιστών. Ετσι, στη νέα περίοδο, τη Νεοδημοκρατική, ακολούθησαν την τακτική να δρουν αυτόνομα, μέσω της Παναγροτικής Αγωνιστικής Συσπείρωσης (ΠΑΣΥ), αρνούμενοι κάθε συνεργασία με τους πρασινογάλαζους αγροτοπατέρες. Από την άλλη, οι γαλάζοι αγροτοπατέρες έδρασαν και δρουν μόνοι τους και ο επικεφαλής τους είχε φτάσει στο σημείο να απαιτεί από την κυβέρνηση να κόψει την ενιαία ενίσχυση στην «ετεροαπασχολούμενη» στις εργατικές δουλειές φτωχή αγροτιά προκειμένου να συμπληρώσει το πενιχρό αγροτικό εισόδημα. Δεν αναφερόμαστε στους πράσινους αγροτοπατέρες, γιατί αυτοί λόγω της ταύτισής τους με το ΠΑΣΟΚ είχαν ξεφτίσει στα μάτια της φτωχής αγροτιάς και έτσι δεν μπορούσαν να παίξουν κανένα ρόλο στην ανάπτυξη ακόμη και ενός ρεφορμιστικού αγροτικού κινήματος. Η στάση αυτή των αγροτοσυνδικαλιστών του ψευτοΚΚΕ και των γαλάζιων αγροτοπατέρων επέδρασε, εκτός των άλλων, και στην προσέλκυση στο αγροτικό κίνημα των φτωχών αγροτών, που διακρίνονταν και διακρίνονται από τη πολύ χαλαρή κομματικότητα και που δεν μπορούν να δεχτούν την κομματικοποίηση του κινήματος.