Καθώς το Πεντάγωνο επανεξετάζει την αμερικάνικη στρατηγική στο Αφγανιστάν και ο Μπαράκ Ομπάμα ετοιμάζεται να αποφασίσει για το μέγεθος των αμερικάνικων στρατευμάτων που είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα στείλει στο Αφγανιστάν, διατυπώνονται από διάφορες πλευρές ανησυχία, σκεπτικισμός, ακόμη και προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο να γίνει το Αφγανιστάν ένα νέο Βιετνάμ.
Το τελευταίο τεύχος του αμερικάνικου περιοδικού «Newsweek» κυκλοφόρησε με κεντρικό τίτλο στο εξώφυλλό του: «Το Βιετνάμ του Ομπάμα: Η αναλογία δεν είναι ακριβής. Ομως ο πόλεμος στο Αφγανιστάν αρχίζει να φαίνεται ανησυχητικά γνώριμος». Και ο συντάκτης σχετικού άρθρου των «New York Times» (24/2/09) θέτει το ερώτημα: Θα μπορέσει ο Ομπάμα να τα καταφέρει σ’ αυτό το «νεκροταφείο των αυτοκρατοριών», τον τόπο που έχει συντρίψει τους ξένους κατακτητές για περισσότερα από 2.000 χρόνια;
♦ Ζοφερές εκτιμήσεις
Η έντονη ανησυχία που επικρατεί στο Πεντάγωνο για τις εξελίξεις στο αφγανικό μέτωπο διατυπώνεται το τελευταίο διάστημα και από ανώτατους αμερικάνους αξιωματούχους.
Ο υπουργός πολέμου Ρόμπερτ Γκέιτς, απευθυνόμενος στις 27 Ιανουαρίου στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας, προειδοποίησε ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν θα είναι μακρόχρονος και σκληρός, ότι οι στόχοι των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν πρέπει να είναι συγκρατημένοι και ρεαλιστικοί και ότι οι αμερικανονατοϊκές δυνάμεις, ακόμη κι αν αυξηθούν, μπορούν να πετύχουν περιορισμένους στόχους. Ανακοίνωσε ότι θα σταλούν τρεις επιπλέον ταξιαρχίες –10.000 με 12.000 άντρες– στο Αφγανιστάν από την άνοιξη μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, για να αντιμετωπίσουν το κενό ασφάλειας, το οποίο καλύπτεται όλο και περισσότερο από τους Ταλιμπάν. Ταυτόχρονα, όμως, δήλωσε, ότι διακατέχεται από έντονο προβληματισμό και σκεπτικισμό για οποιαδήποτε παραπέρα αύξηση των αμερικάνικων στρατευμάτων και ότι πρέπει να αναλάβουν σημαντικό μέρος της ευθύνης ο αφγανικός στρατός και η αστυνομία, ώστε να μη στραφεί ο αφγανικός λαός εναντίον των αμερικάνικων στρατευμάτων, όπως συνέβη με τα ξένα στρατεύματα σ’ όλη την ιστορία της χώρας.
Την ίδια μέρα, σε συνέντευξη Τύπου, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ναύ-αρχος Μάικλ Μούλεν, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Ολοι εσείς που καλύπτετε αρκετό καιρό τα γεγονότα στο Αφγανιστάν γνωρίζετε ότι η κατάσταση γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο επικίνδυνη. Οι επιθέσεις αυτοκτονίας και οι επιθέσεις με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς αυξάνονται συνεχώς και την περασμένη χρονιά (2008) υπολογίζεται ότι αυξήθηκαν κατά 40%. Οι Ταλιμπάν γίνονται όλο και πιο τολμηροί εκφοβίζοντας και τρομοκρατώντας τον αφγανικό λαό και η ροή μαχητών μέσω των συνόρων με το Πακιστάν συνεχίζεται». Επίσης, αναφερόμενος στη σύγκριση που γίνεται με τον πόλεμο του Βιετνάμ, επισήμανε ότι πρέπει να γίνεται με πολλή προσοχή, γιατί στο «Αφγανιστάν η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη».
Τις ζοφερές αυτές εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν τα στοιχεία τόσο της τελευταίας έκθεσης του Πενταγώνου προς το αμερικάνικο Κογκρέσο, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 3 Φεβρουαρίου, όσο και άλλων πηγών. Σύμφωνα με την έκθεση του Πενταγώνου, το 2008, οι επιθέσεις των ανταρτών αυξήθηκαν κατά 33%, ενώ ειδικά οι επιθέσεις στους κεντρικούς αυτοκινητόδρομους αυξήθηκαν κατά 37% σε σύγκριση με το 2007. Στην επαρχία Κανταχάρ, οι Ταλιμπάν τοποθέτησαν υπερδιπλάσιο αριθμό βομβών το 2008 σε σύγκριση με το 2007, από τις οποίες ενεργοποιήθηκε και χτύπησε τα νατοϊκά και τα αφγανικά στρατεύματα τριπλάσιος αριθμός σε σχέση με το 2007, σύμφωνα με τα στοιχεία της διοίκησης των καναδικών δυνάμεων, που έχουν την ευθύνη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Κανταχάρ. Ενδεικτικά, από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 2008, σημειώθηκαν 350 επιθέσεις με βόμβες στην επαρχία Κανταχάρ έναντι 170 την ίδια περίοδο του 2007. Απ’ αυτές, οι 180 χτύπησαν τις νατοϊκές και τις αφγανικές δυνάμεις έναντι μόλις 65 το 2007.
Η καναδέζικη εφημερίδα «Globe and Mail» (26/1/09), σε σχετικό άρθρο της επισημαίνει ότι οι Ταλιμπάν όλο και περισσότερο χτυπούν τους στόχους τους κατευθείαν αντί να χρησιμοποιούν βόμβες. Η εφημερίδα επικαλείται μια ανάλυση 13.000 επιθέσεων μέσα στο 2007 και το 2008, που έγινε από τον Sami Kovanen, μέχρι πρόσφατα αξιωματικό του ΝΑΤΟ και τελευταία σύμβουλο ασφάλειας στην εταιρία «Tundra Strategic Security Solutions» με έδρα την Καμπούλ, η οποία δείχνει καθαρά μια τάση προς τις ανοιχτές συγκρούσεις. Τάση που επιβεβαιώνει την αυξανόμενη δύναμη των Ταλιμπάν. Το σύνολο των επιθέσεων κάθε είδους από τους Ταλιμπάν είναι 7.791 για το 2008 έναντι 5.113 το 2007, σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η οποία επισημαίνει ακόμη, μεταξύ άλλων, ότι «μεγαλύτερη έκπληξη από τον αριθμό των επιθέσεων προκαλεί το γεγονός ότι οι Ταλιμπάν κατάφεραν να κερδίσουν μεγάλη επιρροή ή ακόμη και πλήρη έλεγχο σε τόσο εκτεταμένη περιοχή μέσα στο 2008, όπως στις επαρχίες Βαρντάκ, Λογκάρ και Γκαζνί».
♦ Οξύνεται το πρόβλημα του ανεφοδιασμού
Σε ακόμη σοβαρότερο πρόβλημα από την κατακόρυφη αύξηση των επιθέσεων από τους Ταλιμπάν εξελίσσεται ο ανεφοδιασμός των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, ιδιαίτερα ενόψει της αύξησης των αμερικάνικων στρατευμάτων την ερχόμενη άνοιξη. Το πέρασμα Khyber Pass στο πακιστανικό έδαφος, μέσω του οποίου μεταφέρεται το 75% των εφοδίων στο Αφγανιστάν, αποτελεί από τις αρχές του 2008 στόχο συνεχών επιθέσεων από τους Ταλιμπάν. Με αποτέλεσμα την κατάληψη εκατοντάδων τόνων τροφίμων, αμερικάνικων στρατιωτικών οχημάτων και άλλων προϊόντων και την καταστροφή ή την πυρπόληση στους χώρους στάθμευσης εκατοντάδων φορτηγών, με στόχο την παρεμπόδιση και την παράλυση του ανεφοδιασμού των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Τελευταίο επεισόδιο η ανατίναξη στις 3 Φεβρουαρίου στο ίδιο σημείο μιας μεταλλικής γέφυρας, που προκάλεσε ακόμη περισσότερα προβλήματα στις μεταφορές.
Ομως το ισχυρότερο πλήγμα ήρθε από τον πρόεδρο του Κιργιστάν Κουρμάνμπεκ Μπακίγιεφ, ο οποίος, στις 4 Φεβρουαρίου, σε συνέντευξη Τύπου κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Μόσχα, ανακοίνωσε την απόφαση να κλείσει η αμερικάνικη στρατιωτική βάση στη χώρα του. Με αντάλλαγμα, σύμφωνα με τη ρώσικη εφημερίδα «Kommersant», τη χορήγηση από τη Μόσχα δανείου 300 εκατομμυρίων δολαρίων για 40 χρόνια (2 δισ. κατά το Associated Press) και οικονομικής βοήθειας 150 εκατομμυρίων δολαρίων καθώς και τη σύναψη συμφωνίας αμυντικής και ενεργειακής συνεργασίας.
Πρόκειται για την αεροπορική βάση Manas, που δημιουργήθηκε το 2001 μαζί με μια δεύτερη στο γειτονικό Ουζμπεκιστάν και φιλοξενεί περισσότερα από 1.000 άτομα στρατιωτικό προσωπικό, για την οποία εισπράττει ως ενοίκιο το Κιργιστάν 18 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Η βάση αυτή είναι ζωτικής σημασίας για τον ανεφοδιασμό των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, ιδιαί-τερα μετά το κλείσιμο της βάσης του Ουζμπεκιστάν το 2005. Η απόφαση για το κλείσιμο της βάσης Manas είναι αποτέλεσμα της όξυνσης των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας, η οποία επίσης διαθέτει αεροπορική βάση στο Κιργιστάν, σε μικρή απόσταση από την αμερικάνικη, και θέλει να διατηρήσει την επιρροή της στις χώρες της περιοχής. H αρχική συμφωνία δίνει προθεσμία 6 μηνών στους Αμερικάνους να αποχωρήσουν από τη βάση, χωρίς να αποκλείεται στο διάστημα αυτό να γίνουν κάποιες υποχωρήσεις από την πλευρά τους απέναντι στη Ρωσία για να πετύχουν παράταση της χρήσης της βάσης.
Οι εξελίξεις αυτές θέτουν στην αμερικανονατοϊκή ηγεσία επιτακτικά το ζήτημα της εξεύρεσης εναλλακτικών δρόμων που θα διασφαλίζουν τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων τους. Και αυτοί οι δρόμοι περνούν είτε από το Ιράν είτε μέσω της κεντρικής Ασίας και της Ρωσίας. Ο πρώτος, που είναι ο συντομότερος και ο πιο οικονομικός είναι προς το παρόν απαγορευτικός για τους Αμερικάνους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο διοικητής των νατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν κάλεσε τις χώρες που έχουν καλές σχέσεις με το Ιράν, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, να επιδιώξουν διμερείς συμφωνίες με το Ιράν που θα εξασφαλίζουν τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων τους στο Αφγανιστάν. Ετσι ουσιαστικά ο μόνος εναλλακτικός δρόμος που μένει είναι μέσω της κεντρικής Ασίας, που είναι πολύ μακρινός και δαπανηρός.
♦ Επεκτείνεται ο έλεγχος των Ταλιμπάν στο δυτικό Πακιστάν
Ο άλλος μεγάλος πονοκέφαλος για το Πεντάγωνο είναι ο έλεγχος των παραμεθόριων περιοχών του δυτικού Πακιστάν και όχι μόνο από τους Ταλιμπάν, όπου, όπως υποστηρίζουν οι Αμερικάνοι, διατηρούν βάσεις εκπαίδευσης και ανεφοδιασμού οι αφγανοί Ταλιμπάν. Ούτε οι επιχειρήσεις των παραστρατιωτικών μεθοριακών σωμάτων και του πακιστανικού στρατού ούτε οι αμερικάνικοι βομβαρδισμοί έφεραν μέχρι τώρα κάποιο αποτέλεσμα, πέρα από θύματα κυρίως μεταξύ των αμάχων.
Αντίθετα, ο έλεγχος των Ταλιμπάν διατηρείται όχι μόνο στις παραμεθόριες περιοχές των Παστούν, αλλά επεκτείνεται και παραπέρα. Στην κοιλάδα Swat, που δεν βρίσκεται στην παραμεθόριο, γνωστή ως «Ελβετία του Πακιστάν» και μέχρι πρότινος τουριστικός παράδεισος, οι δυνάμεις των Ταλιμπάν που πρόσκεινται στον ισχυρό πολέμαρχο Maulana Fazlullah ελέγχουν το 80% τους εδάφους, συμπεριλαμβανομένων των δύο μεγάλων πόλεων Mingora και Saidu Sharif.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν πριν από 18 μήνες στην κοιλάδα για να αποκαταστήσουν τον κυβερνητικό έλεγχο και να διαλύσουν το δίκτυο των μαχητών που υποστηρίζει την αφγανική εξέγερση έχουν αποτύχει. Τις τελευταίες μέρες ο αρχηγός του πακιστανικού στρατού ανακοίνωσε την έναρξη μιας ακόμη στρατιωτικής επιχείρησης στην περιοχή, η οποία, όπως δείχνουν τα γεγονότα, θα έχει την ίδια τύχη. Ενδεικτικό είναι το περιστατικό που συνέβη στις 3 Φεβρουαρίου. Στη βορειοδυτική περιοχή της κοιλάδας Swat, μαχητές Ταλιμπάν πολιόρκησαν έναν αστυνομικό σταθμό και μετά από ολοήμερη μάχη συνέλαβαν 30 αστυνομικούς και ανατίναξαν το κτίριο του σταθμού. Την επόμενη μέρα τους απελευθέρωσαν, με τον όρο ότι θα παραιτηθούν από την αστυνομία και δεν θα πάρουν ξανά μέρος σε επιχείρηση εναντίον των Ταλιμπάν.
Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη ένταση στις σχέσεις Ινδίας – Πακιστάν, μετά τις επιθέσεις τον περασμένο Νοέμβριο στην πόλη Μουμπάη με τους 179 νεκρούς, η οποία κρατά σημαντική δύναμη του πακιστανικού στρατού στα σύνορα με την Ινδία, αποδυναμώνοντας το μέτωπο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», προκαλεί σοβαρή ανησυχία στους Αμερικάνους ενόψει της άνοιξης και της σφοδρής αντεπίθεσης που περιμένουν από τους Ταλιμπάν.