Η εισαγγελέας Ε. Κουτζαμάνη, παίρνοντας το λόγο επί της αίτησης εξαίρεσης του αναπληρωτή προέδρου Β. Φούκα, πρότεινε την απόρριψή της, επικαλούμενη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Η επιχειρηματολογία της στηρίχτηκε στο γεγονός ότι όταν ο συγκεκριμένος δικαστής διεξήγαγε κύρια ανάκριση, το 1989, οι δράστες ήταν άγνωστοι. Δεν είχε ανακρίνει τους κατηγορούμενους, δεν είχε λάβει δυσμενή μέτρα σε βάρος τους, δεν είχε εκτιμήσει τις ένορκες καταθέσεις που είχε πάρει και συνεπώς δεν είχε διαμορφώσει κάποια άποψη, ούτως ώστε να φοβάται οποιοσδήποτε κατηγορούμενος ότι ο εν λόγω δικαστής θα είναι αρνητικά προκατειλημμένος σε βάρος του.
Αμέσως μετά, ζήτησε το λόγο ο Δ. Κουφοντίνας και, θέτοντας την υπόθεση στην καθαρά πολιτική της βάση, χωρίς νομικισμούς, έκανε την παρακάτω δήλωση:
«Την 1η Οκτωβρίου 1987, σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, δολοφονείται σε ένα μπαλκόνι στην Καλογρέζα ο κοινωνικά ανυπότακτος Μιχάλης Πρέκας. Γαζώνεται από τις σφαίρες των δεκάδων μελών των ειδικών δυνάμεων της Αστυνομίας, με την ειδική εκπαίδευση, τον ειδικό οπλισμό και την αλεξίσφαιρη θωράκιση, αντί να συλληφθεί, ακολουθώντας τις οδηγίες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, οδηγίες που βρίσκονται εντελώς έξω από την ελληνική λογική και πραγματικότητα. Γι’ αυτό το στυγερό έγκλημα δεν ασκείται καμία δίωξη, δεν προφυλακίζεται κανείς από τους θρασύδειλους δολοφόνους. Αντίθετα, σε μια πρωτοφανή επίδειξη αναλγησίας, προφυλακίζεται η σύντροφος του Μιχάλη Πρέκα και το μωρό της, μαζί με έναν από τους συνήθεις υπόπτους, οι οποίοι στο τέλος αθωώνονται, αφού μένουν όμως αρκετό καιρό στη φυλακή.
Την προφυλάκιση αποφασίζουν ο γνωστός για τις επιλεκτικές προφυλακίσεις και τις απαλλακτικές εισηγήσεις, όταν πρόκειται για μεγαλόσχημους, εισαγγελέας Ανδρουλιδάκης και ο ανακριτής Βασίλης Φούκας, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της ανάκρισης προσπαθεί με εξαιρετικό ζήλο να παγιδέψει τους κατηγορούμενους. Ο κ. Φούκας, ο οποίος έπειτα από αυτή την υπόθεση προάγεται σε εφέτη, αναλαμβάνει την υπόθεση του τραυματισμού από τη 17Ν του εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη, αλλά επίσης και άλλες ενέργειες της 17Ν. Ο ίδιος ανακριτής διερευνά τις υποθέσεις της σύγκρουσης στου Γκύζη το 1985, όπου χάνει τη ζωή του ο ένοπλος αγωνιστής Χρήστος Τσουτσουβής, της απαλλοτρίωσης του οπλισμού από το Λιμεναρχείο της Ραφήνας, καθώς και μια σειρά ακόμη υποθέσεων ένοπλης βίας, μέσα από τις οποίες η Αστυνομία και οι διεθνείς μυστικές υπηρεσίες που την καθοδηγούν ευελπιστούν να φτάσουν στη 17Ν.
Ισως αυτή η εξειδίκευσή του να συντελεί στο απαραίτητο της παρουσίας του και σε αυτή τη δίκη, παρ’ όλο που και ο ίδιος και οι υπερκείμενες αρχές γνωρίζουν πολύ καλά το δικονομικό του κώλυμα. Φαίνεται ότι μέσα στην αλαζονεία της η εξουσία γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τους νόμους και τη δικονομία της – δεν έλειψαν δα οι εφέτες, για να πρέπει να μπει σώνει και καλά ο συγκεκριμένος δικαστής σε αυτή τη δίκη.
Ενα ειδικό δικαστήριο πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων, που συγκροτήθηκε και προικοδοτήθηκε με ειδικούς νόμους και διατάξεις, είναι από τη φύση και τη θέση του μεροληπτικό, είναι ταξικά προκατειλημμένο. Σε μια τέτοια πολιτική υπόθεση, όποια πέτρα και να σηκώσεις θα βρεις από κάτω αδικία, μεροληψία, προκατάληψη, σκοπιμότητες. Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του κυρίου Φούκα».
Ο συνήγορος του Τζωρτζάτου Ι. Μυλωνάς, που ακολούθησε, δήλωσε ότι τα όσα ακούστηκαν από τον Δ. Κουφοντίνα και από την εισαγγελέα, που ο ίδιος δεν τα γνώριζε, δηλαδή η συμμετοχή του συγκεκριμένου δικαστή σε δυο ακόμα υποθέσεις αυτής της δίκης αλλά και σε άλλες υποθέσεις «τρομοκρατίας», ενισχύει την άποψή του, ότι δεν διαθέτει την απαιτούμενη αντικειμενική αμεροληψία. Διότι, ανεξάρτητα από το ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν τότε συλληφθεί, ο συγκεκριμένος δικαστής έχει από τότε διαμορφώσει γνώμη για κρίσιμα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το νομικό ζήτημα, αν οι δράστες είχαν ή όχι ανθρωποκτόνο δράση, ή το πολιτικό και νομικό ζήτημα, αν έχουμε πολιτικό έγκλημα και πολιτικά κίνητρα.
Η συνήγορος του Κουφοντίνα Γ. Κούρτοβικ δήλωσε ότι ο Δ. Κουφοντίνας δεν προβάλλει οποιαδήποτε άλλη ένσταση, εκτός από αυτή για τον πολιτικό χαρακτήρα των αδικημάτων που δικάζονται. Θεωρεί, βέβαια, δικαιολογημένες και νόμιμες τις ενστάσεις που υποβάλλουν συγκατηγορούμενοί του, θεωρεί όμως ότι σε μια πολιτική δίκη δεν υπάρχει εξ ορισμού αντικειμενική αμεροληψία.
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής Β. Δημακόπουλος, Η. Αναγνωστόπουλος, Ολ. Τσόλκα, Α. Τζαννετής και Τ. Βασιλακόπουλος (κατέβηκε όλο το «βαρύ πυροβολικό», που είχε καιρό να πατήσει στη δίκη) ανέπτυξαν μια επιχειρηματολογία ενισχυτική των όσων εισηγήθηκε η εισαγγελική έδρα, αναφερόμενοι κυρίως στη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε μια προσπάθεια να χαθεί η πολιτική ουσία του ζητήματος, που είναι αυτή που καθορίζει και τη νομική του ουσία, μέσα στους μαιάνδρους των αντικρουόμενων δικαστικών κρίσεων. Ποια είναι αυτή; Οτι ο Β. Φούκας δεν είναι ένας τυχαίος δικαστής. Δεν είναι κάποιος που έτυχε κάποια στιγμή να κάνει κάποιες δευτερεύουσες ανακριτικές πράξεις και δεν ξανασχολήθηκε με την υπόθεση. Είναι ο δικαστής που για μια περίοδο, ως ανακριτής, χρεωνόταν όλες τις υποθέσεις πολιτικής βίας και είχε καταγγελθεί τότε για μεροληπτική συμπεριφορά σε βάρος των συλλαμβανόμενων, εκείνων που εύλογα χαρακτηρίστηκαν «συνήθεις ύποπτοι», τους οποίους έστελνε στη φυλακή χωρίς δεύτερη σκέψη, υπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες της «αντιτρομοκρατίας», και στο τέλος αθωώνονταν, αφού είχαν υποστεί τα μύρια όσα.
Ο Ι. Μυλωνάς στη δευτερολογία του επανήλθε στις αντιφατικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, αλλά έθεσε και ένα εξίσου σοβαρό νομικό ζήτημα: η ελληνική Ποινική Δικονομία απαγορεύει ρητά τη συμμετοχή ενός δικαστή, που διεξήγαγε ανάκριση για μια υπόθεση, στο συμβούλιο που θα κρίνει την παραπομπή του κατηγορούμενου σε δίκη. Πώς, λοιπόν, μπορεί να γίνει αποδεκτή, κατά μείζονα λόγο, η συμμετοχή του ανακριτή στη σύνθεση του δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση και θα αποφανθεί περί της ενοχής ή μη του κατηγορούμενου; Σ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα παρέλειψε να πει οτιδήποτε η πολιτική αγωγή, θεωρώντας πως ίσως το έχει ξεχάσει η υπεράσπιση. Και αν, όμως, παρακαμφθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν την παραβίαση της ΕΣΔΑ, αυτή η διάταξη του ελληνικού ΚΠοινΔ δεν μπορεί να παρακαμφθεί.
Η υπεράσπιση του Χρ. Ξηρού (Γ. Γκουντούνας και Α. Κωνσταντάκης), αφού σημείωσε ότι σε μια πολιτική δίκη εξ ορισμού δε μπορεί να υπάρξει αντικειμενική αμεροληψία (ο Γ. Γκουντούνας μίλησε για υπαλλήλους της μιας πλευράς, του ελληνικού κράτους και των συμμάχων του, που καλούνται να δικάσουν εκπροσώπους της άλλης πλευράς), στήριξη την αίτηση εξαίρεσης, αναφερόμενη κυρίως στη ρητή απαγόρευση του ΚΠοινΔ, που απαγορεύει το έλασσον (τη συμμετοχή του ανακριτή στο συμβούλιο, που κρίνει αν υπάρξουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή ενός κατηγορούμενου) και δεν είναι δυνατόν να επιτρέπει το μείζον (τη συμμετοχή του ανακριτή στη σύνθεση του δικαστήριου που αποφαίνεται για το αν υπάρχουν αποδείξεις ενοχής για την καταδίκη του κατηγορούμενου).
Δε μπορούμε να μιλάμε για αντικειμενική αμεροληψία σ’ αυτές τις δίκες σημείωσε η Γ. Κούρτοβικ. Εκ των πραγμάτων σ’ αυτές τις υποθέσεις το δίκαιο παίρνει θέση στον κοινωνικό ανταγωνισμό και οι άνθρωποι που καλούνται να το υπηρετήσουν υπάγονται στον ίδιο κανόνα. Πέρα απ’ αυτή τη γενική αρχή, όμως, υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα που προκύπτουν από το ρόλο που διαδραμάτισε ο συγκεκριμένος δικαστής ως ανακριτής. Είναι γνωστός ο ρόλος των δικαστών που καλούνται να χειριστούν τέτοιες υποθέσεις. Εχουν απευθείας ανοιχτή γραμμή με την στυνομία, με τις «αντιτρομοκρατικές» υπηρεσίες και με όλα τα εξωθεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν σ’ αυτές τις υποθέσεις. Αυτό το γνωρίζουμε και το γνωρίζετε. Πάρχει, λοιπόν, ζήτημα αντικειμενικής αμεροληψίας. Ολοι οι θεωρητικοί του Δικαίου, ο Καρράς, ο Ανδρουλάκης, εκφράζουν ρητά την άποψη ότι δεν πρέπει ο ανακριτής να συμμετέχει στη σύνθεση του δικαστήριου. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας την απαγορεύει ρητά. Θα θέλαμε ο κ. Φούκας να ερχόταν στην αρχή της δίκης και να πει: «Εγώ έχω αυτό το πρόβλημα. Στην κρίση του δικαστηρίου σας».
Απόφαση θα βγει αύριο το πρωί.