Το αίτημα της εξέτασης αυτοτελώς της υπόθεσης του «Ευαγγελισμού» επανέφεραν με συμπληρωματικές-διευκρινιστικές τοποθετήσεις τους η Γ. Κούρτοβικ και ο Γ. Γκουντούνας. Η Γ. Κούρτοβικ αναφέρθηκε στα φάρμακα που από τον ιατρικό φάκελο προκύπτει ότι χορηγήθηκαν στον Σάββα Ξηρό (σχετικά είχε ρωτήσει χτες ο πρόεδρος) και ζήτησε να κληθούν επίσης να καταθέσουν ο ίδιος ο Σάββας, η σύντροφός του Αλίθια Ρομέρο και ο πατέρας του παπα-Τριαντάφυλλος Ξηρός. Ο Γ. Γκουντούνας κατέθεσε διάφορα έγγραφα και υπενθύμισε ότι εκκρεμεί το ζήτημα της ανάγνωσης της επιστολής-δήλωσης που απέστειλε ο Σάββας στις 19 Γενάρη προς το δικαστήριο. Η εισαγγελέας πρότεινε να μην αναγνωστεί η επιστολή, διότι ο Σάββας δεν παρίσταται ούτε εκπροσωπείται από συνήγορο, το δικαστήριο αποσύρθηκε σε διάσκεψη και αποφάσισε να διαβαστεί η επιστολή, πράγμα που έγινε. Το κείμενο της επιστολής-δήλωσης Σάββα είναι το εξής:
«Σκεφτείτε κάποιον υγιή, μόνο τυφλό, σε δικαστήριο, που δεν γνωρίζει ποιος μιλάει κάθε φορά και τι αντιπροσωπεύει.
Σκεφτείτε κάποιον υγιή, μόνο κουφό, να συνεννοείται με το δικηγόρο του ή να συμμετέχει σε δίκη.
Σκεφτείτε κάποιον απόλυτα υγιή κατηγορούμενο που προσέρχεται να δικαστεί με δεμένα μάτια και ωτοασπίδες, θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόκληση και προσβολή δικαστηρίου. Σε μια πολιτική δίκη όμως, όπως αυτή, ένας κατηγορούμενος τυφλός και κουφός είναι ο ιδανικός κατηγορούμενος.
Δικάστηκα στον πρώτο βαθμό χωρίς να γνωρίζω τις κατηγορίες, χωρίς να μπορώ να διαβάσω έστω μία γραμμή της δικογραφίας, προσπαθώντας ν’ ακούσω και να μάθω τι γίνεται στην αίθουσα από τον διπλανό μου ή από διαδόσεις.
Καταδικάστηκα με βάση κατηγορίες που προέκυψαν από βασανιστήρια και ανακρίσεις ενώ βρισκόμουν ετοιμοθάνατος στην εντατική, όπως παραδέχεται και η πρωτόδικη απόφαση. Στην εντατική έγινε και η κύρια ανάκριση, χωρίς να μου δοθεί παρά 48ωρη προθεσμία, για πάνω από 240 κατηγορίες, χωρίς να μου δοθεί καν η δικογραφία.
Ενώ βρισκόμουν μεταξύ ζωής και θανάτου, κρίθηκα από τον αρμόδιο εισαγγελέα ως ύποπτος φυγής, οπότε μετά από έξι χειρουργεία και εξήντα πέντε μέρες στην εντατική, οδηγήθηκα κατ’ ευθείαν στην απομόνωση σε υπόγειο κελί – τουαλέτα, χωρίς προηγούμενη ανάρρωση.
Μετά από τέσσερα ακόμα χειρουργεία, το τελευταίο δεκαπέντε μέρες πριν την έναρξη της δίκης, κλήθηκα σ’ αυτήν ενώ μου χορηγούσαν ακόμα -και καθ’ όλη τη διάρκειά της- φάρμακα που προκαλούν ψυχωσικές εκδηλώσεις (Medrol) και σύγχυση, υπνηλία (Diamox).
Με φαρμακευτικές αγωγές επιβίωσα ώς τον Οκτώβριο 2003, δύο μήνες πριν λήξει το δικαστήριο, όταν, μετά από περαιτέρω επιδείνωση της υγείας μου, χρειάστηκα επείγουσα μεταφορά στο νοσοκομείο.
Το τότε δικαστήριο, όπως και τώρα, δεν τόλμησε να διατάξει όχι τη μεταγωγή, αλλά ούτε καν τη διεξαγωγή μιας και μόνο απαραίτητης εξέτασης. Καταφεύγοντας αποκλειστικά σε φιλολογίες περί ανθρωπισμού, με θεωρεί εκ προοιμίου ένοχο, ενώ αποσείει ταυτόχρονα τις ευθύνες και υποχρεώσεις του. Προκειμένου να μην υπάρξουν γραπτές αποδείξεις, αγνοεί την πραγματική ανάγκη. Βάζει τον κίνδυνο της υγείας πιο χαμηλά από τον κίνδυνο πιθανών αποκαλύψεων, είτε για τον τρόπο που ανακρίθηκα, είτε για την τότε κατάσταση, είτε για αυτήν που βρίσκομαι τώρα ενώ δικάζομαι. Το τότε δικαστήριο, όπως και τώρα και όπως γίνεται απ’ την αρχή μέχρι σήμερα, βλέποντας ψυχρά και κυνικά τη νοσηλεία μου σαν δικονομικό και μόνο εμπόδιο, την παρακάμπτει υπέρ μιας απρόσκοπτης διαδικασίας.
Ενα πλήθος ιατρικών γνωματεύσεων, αιτήσεων, εξώδικων, επιστολών, δημόσιων καταγγελιών, αναφορών προς κάθε αρμόδιο, μέχρι τώρα δεν ήταν αρκετά ώστε να έχω σήμερα έστω ένα αυτί με τύμπανο. Μετά την απόρριψη του αιτήματος για νοσηλεία από το δικαστήριο, η εμμονή της φυλακής να αδρανεί απέναντι στις ευθύνες της για το ίδιο θέμα είναι αυτό που απαγορεύει τη συμμετοχή μου στο εφετείο. Μολαταύτα, το Νοέμβριο 2005 έγινε μια εξέταση που είχε πρωτοζητηθεί πριν από είκοσι πέντε μήνες. Καταγράφονται σ’ αυτήν δύο σημαντικές αποκαλύψεις: Η πρώτη, ενδοκρανιακό αγγειολογικό πρόβλημα, το οποίο σε μια πάση θυσία παρουσία μου στο εφετείο χωρίς προηγούμενη αντιμετώπισή του, θα οδηγούσε σε νέο φαινόμενο Κουτσόγιωργα. Η δεύτερη αποκάλυψη είναι τα «μετεγχειρητικά clips» στον κρανιακό θόλο, από μη καταχωρισμένη, άγνωστης αιτιολογίας, βάρους και μελλοντικών επιπτώσεων, επέμβαση. Αν συμψηφίσουμε σ’ αυτήν τα μη καταγεγραμμένα κατάγματα στο πίσω μέρος του κρανίου και τις τομές στο στήθος, αναρωτιέμαι μήπως μια σειρά τέτοιων κρυφών χειρουργείων είναι το βασικό εμπόδιο για τη νοσηλεία μου.
Ενας νομικός τραγέλαφος ακολουθεί παράλληλα, απ’ την αρχή μέχρι σήμερα, την υπόθεσή μου. Η έφεση που άσκησα εκπρόθεσμα δεν συζητήθηκε ποτέ, εφόσον απορρίφθηκε τον Απρίλιο από αναρμόδιο όμως 5μελές συμβούλιο, προκειμένου να μην έχω δικαίωμα αναστολής της ποινής μέχρι το εφετείο. Με εντολή κατόπιν του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αγνοήθηκε η παραπάνω απόφαση και η αίτηση αναστολής προσδιορίστηκε για Οκτώβριο. Το εφετείο αναστολών του Οκτωβρίου, προκειμένου να απορρίψει την αίτησή μου, στηρίχθηκε εκ νέου στην πρώτη απόφαση του αναρμόδιου 5μελούς τού Απριλίου, αποδεχόμενο μεν τους λόγους υγείας, αλλά προβάλλοντας τους τυπικούς, ότι δηλαδή δεν έχω εφετείο. Και τέλος, έρχεται το ίδιο το εφετείο να αναιρέσει τους τυπικούς αυτούς λόγους, εφόσον με καλεί να συμμετάσχω στη διαδικασία (μήπως θεωρούμε τυπικά ελεύθερος;), χωρίς επίσης να συζητήσει την έφεσή μου, αποδεχόμενο την απόφαση του αναρμόδιου 5μελούς τού Απριλίου, την οποία ταυτόχρονα απορρίπτει, εφόσον ακυρώνει τους τυπικούς λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η απόφαση του Οκτωβρίου. Οι οβιδιακές μεταπτώσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης, σαν μοναδικό γνώμονα έχουν τη συμμετοχή μου στη δίκη χωρίς συμμετοχή, τη νοσηλεία μου χωρίς νοσηλεία, αλλά οπωσδήποτε την παραμονή μου στην απομόνωση.
Η κατάσταση της υγείας μου αντιμετωπίζεται, τριάμισι χρόνια τώρα, με τρόπο που μπορεί να χαρακτηριστεί χωρίς ενδοιασμούς σαν ένας διαρκής βασανισμός.
Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι αν ξεπουλούσα ασύστολα στον ταξικό μου αντίπαλο, θα αρκούσε ένα φτέρνισμα και μια προφορική γνωμοδότηση από οδηγό ασθενοφόρου για να βρεθώ πάραυτα σε νοσοκομείο.
Φυλακές Κορυδαλλού 5.12.05
Σάββας Ξηρός».
Η εισαγγελέας Γκουτζαμάνη, που πήρε το λόγο για να αγορεύσει σε σχέση με την ένσταση ακυρότητας των προανακριτικών «απολογιών», ως προς τα βασανιστήρια ξεπέρασε την ουσία του ζητήματος δηλώνοντας ότι επιφυλάσσεται να απαντήσει, έως ότου εξεταστούν οι μάρτυρες που έχουν προταθεί από τον Σάββα Ξηρό και τον Β. Τζωρτζάτο και αναγνωστούν όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία. Τοποθετήθηκε στο αίτημα για την κλήση ως μάρτυρα της Μάνδρου, η οποία έχει γράψει ότι οι ανακρίσεις του Σάββα βιντεοσκοπούνταν. Η βιντεοσκόπηση δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο της δικογραφίας και επιπλέον η Μάνδρου δεν θα απεκάλυπτε τις πηγές της, ήταν τα (εντελώς δικολαβικά) επιχειρήματα της εισαγγελέα. Σε όλα τα άλλα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από πλευράς υπεράσπισης απάντησε –όπως αναμενόταν αρνητικά- επιστρατεύοντας σοφιστείες και νομικισμούς, που παρέκαμπταν την ουσία.
Αρκεί να αναφέρουμε μόνο ένα στοιχείο από τα όσα υποστήριξε. Στον ισχυρισμό ότι οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν του δικαιώματος να απολογηθούν με δικηγόρο, υπάρχει η χαρακτηριστική περίπτωση του Κωστάρη. Δείγμα γραφής του ζήτησαν να δώσει και αυτός έγραψε «θέλω να απολογηθώ με δικηγόρο». Στη δε προανακριτική του απολογία, το πρώτο πράγμα που σημειώνει είναι ότι αρνείται να απολογηθεί, διότι δεν του επιτρέπουν να έχει δικηγόρο. Και όμως, σ’ αυτή την ίδια απολογία, πριν το κείμενο της δήλωσης Κωστάρη, υπάρχει έντυπη η ερώτηση αν θέλει δικηγόρο και χειρόγραφη η απάντηση ότι δεν θέλει! Δηλαδή, ο Κωστάρης στην ίδια σελίδα εμφανίζεται προκαταβολικά να αρνείται την παρουσία δικηγόρου και στην αμέσως επόμενη ερώτηση να θέτει ως όρο για να απολογηθεί την παρουσία δικηγόρου! Είναι προφανώς ότι οι ασφαλίτες από κεκτημένη ταχύτητα έγραψαν ότι δεν θέλει δικηγόρο και μετά ξέχασαν να το σβήσουν. Αλλωστε, εκείνη την περίοδο έπλεαν σε πελάγη αλαζονείας και δεν πολυπρόσεχαν κάποια πράγματα. Και όμως, ακόμα και αυτή η καραμπινάτη περίπτωση παρανομίας δεν προβλημάτισε την εισαγγελέα, που και σ’ αυτή την περίπτωση τα βρήκε όλα εντάξει και νόμιμα!
Ολη η επιχειρηματολογία της ήταν της λογικής «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει». Υπήρχαν ένοπλοι Ράμπο μέσα στο ανακριτικό γραφείο; Υπήρχαν, αλλά ήταν για την ασφάλεια των παραγόντων της ανάκρισης και προπαντός των ίδιων των κατηγορούμενων, μη τυχόν και οι συνεργοί τους θελήσουν να τους κλείσουν το στόμα! Και δεν μπορεί να επηρεάστηκαν οι δικαστές που έκαναν την ανάκριση, δεν θέλει να πιστέψει τέτοιο πράγμα η κ. Γκουτζαμάνη, ότι υπήρξαν επιλήσμονες δικαστές (κάτι Καλούσηδες και Μπουρμπούλιες, για παράδειγμα, δεν της λένε τίποτα)! Και η δικονομία που το απαγορεύει; Απορία ψάλτου βηξ… Θυμίζουμε ότι στην πρώτη δίκη, όταν πρωτοκαταγγέλθηκε αυτό το θέμα, ο πρόεδρος Μαργαρίτης, σ’ ένα από τα γνωστά επικοινωνιακά κρεσέντο του, προφανώς επειδή θεωρούσε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις, είχε αναφωνήσει: Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο πράγμα, ένοπλοι αστυνομικοί μέσα σε ανακριτικό γραφείο! Αν μου το έκαναν εμένα θα γκρέμιζα το κράτος! Οταν αργότερα παρουσιάστηκε επίσημο έγγραφο (από την απολογία Γιωτόπουλου), που αποδείκνυε την παρουσία κάμποσων πάνοπλων Ράμπο μέσα στο ανακριτικό γραφείο, ο κ. Μαργαρίτης κατάπιε τη γλώσσα του. Τώρα, αυτό που θεωρούνταν αδιανόητο, θεωρείται απολύτως φυσιολογικό: απολογία κατηγορούμενου με ένα τσούρμο ένοπλων κουκουλοφόρων, με τα αυτόματα στα χέρια, να τον περιτριγυρίζουν και να τον σημαδεύουν.
Ολη η συλλογιστική της εισαγγελέα για τις προανακριτικές «απολογίες» συμπυκνώνετε σε ένα «επιχείρημα»: Αφού ήταν μέλη της 17Ν, δεν υπήρχε περίπτωση να φοβηθούν και να υπογράψουν κατασκευασμένες ομολογίες! Θεωρεί, δηλαδή, ότι όλοι οι συλληφθέντες ήταν μέλη της 17Ν και ας υποστηρίζουν το αντίθετο αρκετοί απ’ αυτούς. Δηλαδή, η εισαγγελέας θεωρεί a priori δεδομένη την ενοχή, χωρίς –για τυπικούς έστω λόγους- να περιμένει να εξελιχθεί και να τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία. Αν αυτό δεν δείχνει προκατάληψη, τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Κατόπιν τούτων, δεν περιμέναμε ότι η κ. εισαγγελέας θα έβρισκε οποιοδήποτε δικονομικό πρόβλημα και με τη μεταχείριση που επιφυλάχτηκε στον Σάββα Ξηρό. Δεν μπορούσαν –είπε- να τον συλλάβουν, γιατί δεν ήταν σε κατάσταση για σύλληψη. Πώς θα υπέγραφε το ένταλμα σύλληψης, χωρίς χέρι;(!) Προφανώς, τις προανακριτικές που συνέτασαν ο Σύρος με τον Διώτη μπορούσε να τις υπογράψει, τυφλός και ακρωτηριασμένος, βάζοντας ένα κακογραμμένο «Σ» (σαν ιερογλυφικό σύμβολο μοιάζει) από κάτω. Και αφού υπέγραψε αυτές τις καταθέσεις (τις τυπικές, γιατί προηγήθηκαν και «άτυπες», επί τουλάχιστον μια εβδομάδα), έβγαλαν μετά και ένα ένταλμα σύλληψης, για να έχει δικηγόρο κατόπιν εορτής. Μέχρι τότε, ο Σάββας ήταν… μάρτυρας!
Αμέσως μετά το μεγάλο μεσημεριανό διάλειμμα, η Γ. Κούρτοβικ ζήτησε το λόγο και έθεσε το ζήτημα της τοποθέτησης της εισαγγελέα. Αναφέροντας στοιχεία από την τοποθέτησή της, μίλησε για προφανή προκατάληψη και μεροληψία, γεγονότα που συνιστούν λόγο εξαίρεσης. Η συνήγορος δήλωσε ότι επιφυλάσσεται για την υποβολή αίτησης εξαίρεσης και ζήτησε να καταγραφούν στα πρακτικά από τον γραμματέα ακριβώς όσα είπε η εισαγγελέας, όπως προκύπτουν από τα άτυπα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά. Υπήρξε ένταση, γιατί ο πρόεδρος, υποτιμώντας βάναυσα τη μνήμη και τη νοημοσύνη όλων, που είχαν ακούσει την εισαγγελέα (εμείς ακούσαμε και δυσμενέστατα σχόλια από συνηγόρους πολιτικής αγωγής), προσπάθησε να την υπερασπιστεί, λέγοντας ότι η εισαγγελέας εννοούσε «σύμφωνα με την κατηγορία» και όχι σύμφωνα με τη δική της γνώμη. Η Γ. Κούρτοβικ και ο Γ. Γκουντούνας θύμισαν όλα όσα είπε η εισαγγελέας, που αποδεικνύουν παραβίαση του τεκμήριου αθωότητας, η εισαγγελέας, εμφανώς ταραγμένη προσπάθησε να πάει το ζήτημα αλλού (ότι την διέκοψαν, ενώ δεν είχε τελειώσει την αγόρευσή της) και ο πρόεδρος έκανε διάλειμμα, με την εισαγγελέα να εξακολουθεί να μιλά, προσπαθώντας να επιτεθεί στην Γ. Κούρτοβικ, ακόμα και την ώρα που οι δικαστές είχαν σηκωθεί και αποχωρούσαν από την έδρα.
Η εισαγγελέας ολοκλήρωσε σύντομα την αγόρευσή της, μετά το διάλειμμα, για να ακολουθήσει ο αναπληρωτής εισαγγελέας, ο οποίος έκανε τους ίδιους ακριβώς συλλογισμούς με τη συνάδελφό του, προσέχοντας όμως ιδιαίτερα να μην εκτεθεί όπως αυτή (δηλαδή, κράτησε τους τύπους). Ολα εντάξει τα βρήκε και ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Ηλ. Αναγνωστόπουλος, εκπρόσωπος των Αμερικανοβρετανών στη δίκη. Αυτό έλειπε, να πήγαινε κόντρα στους εργοδότες του.