Συνέχεια της συζήτησης με τους συνηγόρους υπεράσπισης του Βασίλη Ξηρού, ….. και Ράνια Καραμπλιάνη, που έδειξαν αναλυτικά πώς πάρθηκαν η προανακριτική και ανακριτική απολογία του εντολέα τους. Για τον Β. Ξηρό υπάρχει η εξής ιδιομορφία σε σχέση με τους άλλους κατηγορούμενους: τον φώναξαν στη Θεσσαλονίκη και εκεί του έφτιαξαν μια κατάθεση-ποταμό. Οταν κατέβηκε στην Αθήνα και κατέστη κατηγορούμενος, δεν μπήκαν στον κόπο να του πάρουν απολογία. Πήραν τη μαρτυρική κατάθεση και την αντέγραψαν λέξη προς λέξη, μετονομάζοντάς την σε απολογία. Στη συνέχεια, στην ανακρίτρια, με τις γνωστές συνθήκες, δεν χρειάστηκε παρά να επιβεβαιώσει την προανακριτική απολογία, όπως τον είχαν «συμβουλέψει» στην Αντιτρομοκρατική.
Ο ίδιος ο Β. Ξηρός περιέγραψε λιτά την προσωπική του περιπέτεια εκείνες τις μέρες και νομίζουμε ότι αυτή η περιγραφή έχει μεγαλύτερη σημασία από όποιο νομικό επιχείρημα, γιατί αποτελεί την αλήθεια ενός ανθρώπου που ενεπλάκη σ’ αυτή την υπόθεση χωρίς να το καταλάβει και βρίσκεται στη φυλακή με μια τόσο βαριά καταδίκη.
«Με φώναξαν και πήγα στην Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης. Το πρώτο πράγμα που κάναν εκεί ήταν να με πάνε για αποτυπώματα. Μετά με απομονώσανε σ’ ένα γραφείο σκοτεινό για πολλές ώρες. Εκεί πέρα με ανακρίνανε, με πιέσανε πολύ, με τον αδερφό μου το Σάββα ειδικά, θέλαν να υπογράψω την κατάθεση, ένα χαρτί που είχαν φέρει και μου λέγανε για το Σάββα, που έχουμε και ιδιαίτερη σχέση σαν αδέρφια, πρέπει να τον βοηθήσεις, γιατί δεν θα βγει ζωντανός από κει μέσα και τέτοια πράγματα. Με είχανε εκεί πολλές ώρες άυπνο, δικηγόρο δε μ’ αφήνανε, λέγαν ότι είναι καλύτερα να μην έχεις δικηγόρο, άμα θέλεις να πάει καλά και ο αδελφός σου, ουσιαστικά μου απαγορεύσανε να έχω δικηγόρο και υπέγραψα αυτή την κατάθεση, η οποία μ’ ακολουθεί μέχρι σήμερα. Μετά με πήγανε Αθήνα, χωρίς να μ’ αφήσουν να κοιμηθώ, σ’ ένα γραφείο πάλι μ’ αφήσανε πολλές ώρες, νύχτα μέρα, δεν καταλάβαινα. Μου φέρανε πάλι να υπογράψω και μου είπανε δεν είναι τίποτα, μια κατάθεση και να την υπογράψεις πάλι, το κεφάλι μου είχε γίνει καζάνι από την αϋπνία, από όλη την κατάσταση που επικρατούσε και στην οικογένειά μου και σε μένα προσωπικά. Υπέγραψα αυτή την κατάθεση που τη λένε προανακριτική. Μετά, κάποια μέρα με πήγανε στην ανακρίτρια, μου δώσανε μια αναβολή που δεν ζήτησα ποτέ, ούτε ήξερα τι λόγο έχει αυτή η αναβολή. Μετά, την επόμενη φορά που με πήγαν στην ανακρίτρια για την απολογία, ήτανε έξι αστυνομικοί μέσα, μεταξύ αυτών ήτανε και μερικοί που μου είχαν πει ότι πρέπει να πω μερικά πράγματα, που μου τα γράψανε αυτοί εκεί, να πω δυο τρία πράγματα που είχαμε πει και να μη τυχόν αρνηθώ τίποτα, γιατί στα χέρια τους θα είμαι πάλι όταν γυρίσω στην Αστυνομία. Είπα εκεί αυτά που μου είπανε, είπα ότι δεν αρνούμαι αυτή την κατάθεση, γιατί ήταν όλοι μέσα οι αστυνομικοί που μου είχανε πει τι θα πω. Στην ανακρίτρια δεν ένιωσα καμιά διαφορά απ’ ότι όταν ήμουνα στην Αστυνομία. Το ίδιο περιβάλλον επικρατούσε εκεί πέρα. Αυτή ήταν όλη η πορεία, αυτές ήταν όλες οι καταθέσεις. Αυτές οι καταθέσεις ήταν όλες ψεύτικες, δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, δεν έχουν καμιά σχέση με την αλήθεια, γι’ αυτό ζητάω, πρέπει να μη χρησιμοποιηθούν καθόλου».
Ο Γ. Μαντζουράνης (υπεράσπιση Καρατσώλη) αναφέρθηκε στις κραυγαλαίες παρανομίες που χαρακτηρίζουν τη λήψη των προανακριτικών καταθέσεων.
Ο Ι. Μυλωνάς ξεκίνησε την τοποθέτησή του με επίθεση ενάντια στον Δ. Κουφοντίνα (εδώ έχουμε νέα ήθη, που δεν είχαν εμφανιστεί στην προηγούμενη δίκη). Σε τι συνίστατο η επίθεση; Στο ότι δήθεν ο Κουφοντίνας δεν τοποθετείται και δεν καταγγέλλει τις μεθοδεύσεις της Αντιτρομοκρατικής την περίοδο των συλλήψεων! Θα πρέπει, δηλαδή, ο Κουφοντίνας να απολογηθεί και για τη στάση που κράτησε κάθε κατηγορούμενος στην Ασφάλεια, για το τι υπέγραψε και τι δεν υπέγραψε, τι πήρε πίσω και τι δεν πήρε! Μιλάμε για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων με φτηνό τρόπο, στην οποία δεν αξίζει να δώσουμε καμιά απάντηση. Γιατί με την προσπάθεια που εδώ και καιρό γίνεται, να σπιλωθεί εκείνος ο πολιτικός κρατούμενος που έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στη 17Ν και τη δράση της οργάνωσης, κοντεύουμε να ξεχάσουμε τα αυτονόητα.
Κατά τα άλλα, ο κ. Μυλωνάς ανέπτυξε αναλυτικά το ζήτημα της απόσπασης ομολογίας από τον Β. Τζωρτζάτο με βασανιστήρια (ξυλοδαρμό, απειλές με τη ζωή της κόρης του κ.ά.), υπενθυμίζοντας όσα σχετικά έχουν κατατεθεί στην πρώτη δίκη από συγγενείς, συγκρατουμένους και υπερασπιστές του, που καιρό μετά έβλεπαν τα σημάδια στο σώμα του Τζωρτζάτου ή είχαν ακούσει τις φωνές του στην Ασφάλεια.