Βρέθηκε ο εχθρός του έθνους και της κοινωνίας. Είναι οι μετανάστες. Διαγωνισμό κάνουν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ για το ποιος θα προωθήσει περισσότερο το ρατσισμό και την ξενοφοβία, ενώ τα ΜΜΕ δίνουν τον τόνο, με εκπομπές που καλλιεργούν το φόβο απέναντι σε ό,τι είναι διαφορετικό. Οπως ακριβώς γινόταν στα φασιστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου.
Ομως έχουν περάσει σχεδόν δυο δεκαετίες από τότε που άρχισε η μαζική έλευση μεταναστών στην Ελλάδα. Υπάρχει εμπειρία συνύπαρξης πλέον, στη δουλειά και στη γειτονιά. Γι’ αυτό και τα παλιά ιδεολογήματα πρέπει ν’ αποκτήσουν νέο περιτύλιγμα και στο ρατσισμό να εμπλακεί και μια μερίδα των παλιών μεταναστών. Ο κίνδυνος, λοιπόν, δεν προέρχεται από τους «νόμιμους» μετανάστες, αυτούς που έχουν «χαρτιά», αλλά από τους «παράνομους» αυτούς που ξεβράζονται από τους δουλέμπορους-μεταφορείς στις ακτές των νησιών του Αιγαίου.
Ας θυμηθούμε, όμως, ότι τα ίδια έλεγαν και για τους παλιούς. Οι Αλβανοί, που σήμερα παρουσιάζονται ως «αποδεκτοί», πριν κάμποσα χρόνια υποδεικνύονταν ως ληστές, βιαστές και δολοφόνοι, ως «η πιο άτιμη ράτσα των Βαλκανίων». Σήμερα τη θέση τους πήραν οι Ασιάτες.
Το ελληνικό κράτος, ως αστικό κράτος από τη μια και ως συνοριοφύλακας της ΕΕ από την άλλη, έχει σαφώς εχθρική πολιτική έναντι των μεταναστών. Την ώρα που ετοιμάζει στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου θα φυλακίζει μέχρι και ένα χρόνο τους «παράνομους» (για να έχει την άνεση να τους απελαύνει), εξακολουθεί να στερεί στοιχειώδη δικαιώματα από τους «νόμιμους», τους οποίους στις συνθήκες της κρίσης θέλει να μετατρέψει σε «παράνομους».
Το αστικό κράτος, πέρα από την υπερεκμετάλλευση των ξένων εργατών και την αποκόμιση σχετικής και απόλυτης υπεραξίας από τους καπιταλιστές, πέρα από τη δραστική μείωση της αξίας της εργατικής τους δύναμης, υποχρεώνει τη συντριπτική πλειοψηφία απ’ αυτούς να καταβάλλουν το σύνολο της εργοδοτικής και εργατικής εισφοράς για 150 εργάσιμες ημέρες το χρόνο για να μπορέσουν να βγάλουν την άδεια παραμονής και εργασίας και για να έχουν, υποτίθεται, και αυτοί, όπως και οι έλληνες εργάτες, τα ίδια δικαιώματα. Προκειμένου να πάρουν την άδεια παραμονής και εργασίας υποχρεώνονται να καταβάλουν στο αστικό κράτος 150 ευρώ το χρόνο τόσο για τους ίδιους όσο και για κάθε προστατευόμενο μέλος της οικογένειάς τους. Ετσι, το χαράτσι για μια τετραμελή οικογένεια μεταναστών ανέρχεται σε 600 ευρώ, δηλαδή κοντά ένα μηνιάτικο.
Μέχρι τις 22 Μάη του 2007, που ψηφίστηκε ο νόμος 3536 για τους μετανάστες, απαιτούνταν 150 ένσημα. Κατά περιόδους, η διοίκηση του ΙΚΑ, με υπόδειξη της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας, έβγαζε εγκυκλίους με τις οποίες απαιτούσε από τους μετανάστες να έχουν 300 ένσημα το χρόνο, προκειμένου να βγάλουν την άδεια παραμονής και εργασίας. Αυτή η απαίτηση ήταν παράνομη και συνάμα παράλογη, μιας και τόσα ένσημα δεν μπορούν να κολλήσουν οι έλληνες εργάτες, όχι μόνο στην οικοδομή αλλά και στη βιομηχανία. Σύμφωνα με στοιχεία από τη Στατιστική Υπηρεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που επεξεργάζεται τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις, οι εργάτες του ιδιωτικού τομέα που ασφαλίζονται στο ΙΚΑ κολλάνε κατά μέσο όρο 16-17 ένσημα το μήνα και όχι 25. Μετά από απανωτά δημοσιεύματα και διαμαρτυρίες, η διοί-κηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αναγκάστηκε να μειώσει τα ένσημα στα 150 το χρόνο. Η διοίκηση του ΙΚΑ και οι πράσινες και μπλε κυβερνήσεις επέμεναν σ’ αυτή την επιλογή, ενώ γνώριζαν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών αναγκαζόταν να αγοράσει αυτά τα ένσημα, γιατί οι καπιταλιστές όχι μόνο δεν τα πλήρωναν οι ίδιοι, αλλά πολλοί αρνούνταν και να τους εμφανίσουν, ότι δουλεύουν γι’ αυτούς.
Το Μάη του 2007 η κυβέρνηση της ΝΔ , με το νόμο 3536, αύξησε τον αριθμό των ενσήμων για τους εργάτες που δουλεύουν σε σταθερό εργοδότη από 150 σε 200 (!), τα άφησε δε στα 150 για τους οικοδόμους, για τις αποκλειστικές νοσοκόμες και το υπηρετικό προσωπικό. Για να χρυσώσει το χάπι, έβαλε στο νόμο διάταξη, σύμφωνα με την οποία ο εργάτης μπορούσε να αγοράζει το 20%, δηλαδή από 30 έως 40 ένσημα το χρόνο. Αυτό κι αν είναι χοντρό δούλεμα. Γιατί οι εκπρόσωποι του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων γνωρίζουν ότι οι περισσότεροι των μεταναστών αναγκάζονται να καταβάλλουν το σύνολο των εισφορών, αν όχι για τα 150-200 ένσημα, τουλάχιστον για τα περισσότερα απ’ αυτά. Είναι άλλωστε γνωστές οι θεωρίες για το «μη μισθολογικό κόστος εργασίας» και η πρακτική των κυβερνήσεων να απαλλάσσουν τους καπιταλιστές από τις εργοδοτικές εισφορές στο όνομα της ανάπτυξης και των κινήτρων προκειμένου να κάνουν «επενδύσεις».
Οι μετανάστες, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, προκειμένου να μετριάσουν το δυσβάστακτο αυτό χαράτσι, κατέφευγαν στη λύση της φτηνής ασφάλισης στον ΟΓΑ, ενώ δούλευαν στη βιομηχανία ή την οικοδομή. Ηταν μια λύση πολύ φτηνή, γιατί, εκτός των άλλων, μπορούσαν να ασφαλιστούν στην 1η ασφαλιστική κλάση. Διαπιστώνοντας αυτή την κατάσταση οι κυβερνήσεις, αντί να παρέμβουν δραστήρια και να υποχρεώσουν τους καπιταλιστές να ασφαλίζουν κανονικά τους μετανάστες και να καταβάλλουν τις εισφορές, επέλεξαν την τακτική να ασφαλίζονται οι μετανάστες υποχρεωτικά τουλάχιστον στην 5η ασφαλιστική κλάση προκειμένου να αυξηθούν τα έσοδα του ΟΓΑ. Μ’ αυτή την τακτική παγίωσαν την εισφοροδιαφυγή σε βάρος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Θυμίζουμε ότι εμείς είχαμε καλέσει τους μετανάστες να μην παγιδευτούν σπεύδοντας να αγοράζουν τα 150 ένσημα το χρόνο για να παίρνουν την άδεια παραμονής και εργασίας. Τους τονίζαμε ότι η κυβέρνηση δεν θα τολμήσει να τους απελάσει από την Ελλάδα εάν ενστερνίζονταν την άποψή μας. Δυστυχώς, αυτή η άποψη δεν «περπάτησε» και το «άρμεγμα» των μεταναστών φέρνει πολύ χρήμα στα κρατικά ταμεία.
Πόσο έγκαιρα οι μετανάστες ανανεώνουν την άδεια παραμονής και εργασίας που τώρα είναι ενιαία; Εχουμε να παρατηρήσουμε ότι περνάει πολύς καιρός μέχρι να δοθεί η έγκριση ανανέωσης. Οι αρμόδιες υπηρεσίες επικαλούνται έλλειψη προσωπικού και φόρτο εργασίας προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μεγάλη αυτή καθυστέρηση. Ομως, η καθυστέρηση είναι σκόπιμη και μέσω αυτής οι κυβερνήσεις προσπαθούν να σπρώξουν τους μετανάστες στην έξοδο από την Ελλάδα και την επιστροφή στις χώρες τους. Είναι επίσης σκόπιμη, γιατί μέσω αυτής οι μετανάστες χάνουν σημαντικά δικαιώματα, όπως το επίδομα ανεργίας και το βιβλιάριο υγείας, με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Η ελάχιστη επιδότηση ανεργίας είναι 6 μήνες ή 150 μέρες το χρόνο. Κάθε μετανάστης, για να πάρει την άδεια παραμονής και εργασίας, χρειάζεται 150 ένσημα το χρόνο. Αρα, ένας μετανάστης που θεωρητικά (δηλαδή, χωρίς τα εμπόδια που μπαίνουν) έχει μπει στην τακτική επιδότηση για 6 μήνες, πρέπει στους υπόλοιπους 6 μήνες του χρόνου να βρει σταθερή δουλειά, είτε στην οικοδομή είτε στη βιομηχανία είτε κάπου αλλού, και να ασφαλιστεί και για τους 6 μήνες, προκειμένου να ανανεώσει την άδεια παραμονής και εργασίας. Ετσι, στην καλύτερη μόνο περίπτωση, ο μετανάστης θεωρητικά μπορεί να μπει στην τακτική επιδότηση, γιατί είναι από δύσκολο ως αδύνατο μετά την ανεργία να βρει αμέσως δουλειά για τους επόμενους έξι μήνες προκειμένου να ανανεώσει την άδεια παραμονής και εργασίας.
Δίπλα σ’ αυτά τα εμπόδια υπάρχει και ένα μεγάλο, αξεπέραστο εμπόδιο. Η λήξη της άδειας παραμονής και εργασίας. Ας γίνουμε συγκεκριμένοι.
Ο ΟΑΕΔ, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο 2961/1954, άρθρο 15 παρ. 1, απαιτεί να έχει ο άνεργος μετανάστης σε ισχύ την άδεια εργασίας: «Ο ασφαλισμένος έχει την αξίωσιν δι’ επιδότησιν: α)Εάν είναι ικανός και προσφέρεται προς εργασίαν και παρά την θέλησή του δεν εξευρίσκει εργασίαν». Σύμφωνα μ’ αυτή τη διάταξη και ιδιαί-τερα σύμφωνα με την πρόταση «προσφέρεται προς εργασίαν», ο μετανάστης που δεν έχει άδεια εργασίας δεν «προσφέρεται προς εργασίαν» και έτσι ο ΟΑΕΔ τον αποκλείει από την επιδότηση ανεργίας, με το επιχείρημα ότι εάν κληθεί να εργαστεί δε θα μπορεί γιατί δεν έχει άδεια εργασίας.
Αυτή τη διάταξη ανέσυραν η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και η διοίκηση του ΟΑΕΔ στις αρχές του 2002, προκειμένου να μην δώσουν στους εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, μετανάστες-εργάτες το επίδομα ανεργίας που δικαιούνταν. Ανατρέξαμε σε δημοσιεύματα της «Κ» εκείνης της περιόδου για την τακτική επιδότηση των μεταναστών και από εκεί αντλούμε τις πληροφορίες που παραθέτουμε στο τωρινό σχόλιό μας. Ουκρανίδα μετανάστρια υπέβαλε τα χαρτιά της στον ΟΑΕΔ, πήρε την έγκριση και τις επιταγές πληρωμής. Οταν όμως πήγε να πληρωθεί την πρώτη επιταγή, από τον ΟΑΕΔ αρνήθηκαν να την πληρώσουν, με το επιχείρημα,ότι έληξε η άδεια εργασίας, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του νόμου 2961/1954 αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή του επιδόματος. Μετά από πολλά δημοσιεύ-ματα και παρεμβάσεις, αναγκάστηκαν να πληρώσουν την Ουκρανίδα για το επίδομα ανεργίας, παρά το γεγονός ότι δεν είχε άδεια εργασίας. Δεν έκαναν το ίδιο με εκατοντάδες άλλους μετανάστες της Αργολίδας που διακαιούνταν το επίδομα ανεργίας, με το επιχείρημα ότι δεν έχουν άδεια εργασίας. Οταν επικαλεστήκαμε την πληρωμή της Ουκρανίδας, οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες απάντησαν ότι κακώς πληρώθηκε και ότι απαιτείται νομοθετική ρύθμιση. Από τότε πέρασαν εφτά ολόκληρα χρόνια, δεν έγινε καμιά νομοθετική ρύθμιση και έτσι συνεχίζεται η πρακτική να αποκλείονται οι δικαιούχοι μετανάστες από την τακτική επιδότηση.
Εκείνη την περίοδο, υψηλόβαθμος παράγοντας του υπουργείου Εργασίας μας δήλωσε ωμά, ότι αυτή τη διάταξη του ΟΑΕΔ δεν θα την καταργήσουν, γιατί δεν είναι διατεθειμένοι «να ταΐζουν ανέργους μετανάστες». Εάν δεν έχουν δουλειά, να επιστρέψουν στις χώρες τους!
Εάν οι έλληνες εργάτες έχουν 110 ένσημα ανανεώνεται το βιβλιάριο υγείας τους και τους παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και παροχές σε χρήμα για ένα χρόνο. Αν έχουν 60 ένσημα έχουν μόνο παροχές σε είδος. Για τους μετανάστες εργάτες, όμως, δεν ισχύει το ίδιο, ακόμη και αν έχουν τα απαραίτητα ένσημα. Οι υπηρεσίες του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ απαιτούν από τους μετανάστες να έχουν την άδεια εργασίας προκειμένου να τους θεωρήσουν το βιβλιάριο υγείας κι αυτό συνιστά την πρώτη χοντρή διάκριση σε βάρος τους. Η δεύτερη χοντρή διάκριση είναι η ανανέωση του βιβλιάριου υγείας μόνο για το χρόνο που ισχύει η άδεια εργασίας και όχι για ένα έτος. Αν ανατρέξουμε στις εγκυκλίους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, θα διαπιστώσουμε ότι εξέδωσε απανωτές εγκυκλίους με θέμα την ανανέωση του βιβλιάριου υγείας. Ολα αυτά συμβαίνουν με αποκλειστική ευθύνη του αστικού κράτους που καθυστερεί την έκδοση των αδειών παραμονής και εργασίας. Κατά τα άλλα, οι μετανάστες-εργάτες θ’ αποκτούσαν τα ίδια δικαιώματα με τους έλληνες εάν ασφαλίζονταν με 150 ένσημα το χρόνο.
Οι μετανάστες αποκλείονται από τη συμμετοχή σε προγράμματα κατάρτισης του ΟΑΕΔ, σε προγράμματα stage (τα γνωστά προγράμματα μαύρης αγοράς εργασίας), σε προγράμματα Νέων Θέσεων Εργασίας (προγράμματα εξαρτημένης εργασίας) και προγράμματα Νέων Ελεύθερων Επαγγελματιών. Οι προκηρύξεις όλων των προγραμμάτων αναφέρουν τα εξής: «Οι παραπάνω δικαιούχοι του προγράμματος θα πρέπει: Να έχουν την Ελληνική υπηκοότητα ή την υπηκοότητα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή να είναι Ελληνες ομογενείς που απασχολούνται μόνιμα στην Ελλάδα».
Ψεύδονταν λοιπόν όλες οι κυβερνήσεις, όταν ισχυρίζονταν ότι οι μετανάστες–εργάτες, που θα νομιμοποιούνταν με την ασφάλισή τους στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή άλλο ασφαλιστικό φορέα, θα αποκτούσαν όλα τα δικαιώματα που έχουν οι έλληνες εργάτες. Η κρίση ήδη χειροτέρευσε τη θέση των μεταναστών στην Ελλάδα και κάνει πιο επιτακτική την ανάγκη για την ένταση της ζύμωσης για την απόκτηση απ’ αυτούς όλων των δικαιωμάτων που έχουν οι έλληνες εργάτες. Ομως, κάνει μεγάλη ζημιά στο εργατικό κίνημα η τακτική εκείνη που ενώ έβαλε στο περιθώριο τη ζύμωση για την ανισοτιμία στα δικαιώματα των μεταναστών, από την άλλη βάζει σαν ζήτημα ημέρας το ταυτόχρονο διώξιμο των δουλέμπορων από την καθαριότητα και την κατάκτηση όλων των δικαιωμάτων των μεταναστών. Μια τακτική που οδηγεί, παρά τις καλές προθέσεις, στη διαιώνιση του δουλεμπόριου.